Β. Η διαδρομή προς την απώλεια μιας σχέσης |
Πώς αρχίζει το τέλος μιας σχέσης;
Σε ένα επίπεδο, η απάντηση είναι διαφορετική για κάθε ζευγάρι που χωρίζει. Μερικές φορές η απόφαση για το χωρισμό έχει ληφθεί από κοινού και μετά από οδυνηρές διαπραγματεύσεις χρόνων. Άλλες φορές έρχεται ξαφνικά και «από το πουθενά» για τον έναν από τους δύο, με αποτέλεσμα να νιώθει ότι δεν του προσφέρεται άλλη επιλογή από τον άλλο, που μπορεί επί μήνες ή χρόνια να δούλευε σιωπηλά στο μυαλό του τη σκέψη του χωρισμού. Συνήθως συμβαίνει κάτι μεταξύ αυτών των δύο άκρων, αφού η αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης, που διακόπτεται από σποραδικές σκηνές έντονων παραπόνων, οδηγεί και τους δύο συντρόφους στη συνειδητοποίηση ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει». Καθένα από αυτά τα μονοπάτια προς τη διάλυση μιας σχέσης έχει τη δική του δυναμική, όπως, επίσης, και τα δικά του προβλήματα.
Για να κατανοήσουμε τις ρίζες της παρόρμησης να εγκαταλείψει κανείς μια στενή σχέση, είναι σημαντικό πρώτα να κατανοήσουμε από πού πηγάζει το κίνητρο να την αρχίσει. Κανένας δεν αρχίζει μια σοβαρή σχέση χωρίς κάποια πρόβλεψη ή προσδοκία για το πώς θα πρέπει να είναι αυτή η σχέση. Αντίθετα, κουβαλάμε μια παρακαταθήκη -συχνά άγνωστων σ' εμάς- ελπίδων και πεποιθήσεων σχετικά με το πώς θα πρέπει να είναι ο «τέλειος σύζυγος», πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν οι ρόλοι και οι ευθύνες μέσα στην οικογένεια και πώς θα πρέπει να επιλύονται τα προβλήματα με το σύντροφο. Επιπλέον, όλοι μας έχουμε ένα «όνειρο» για την ιδανική σχέση, το οποίο περιλαμβάνει (ανέφικτα μερικές φορές) κριτήρια βάσει των οποίων την αξιολογούμε. Αυτό το όνειρο, που διαμορφώνεται από τις εμπειρίες που είχαμε στη γονική μας οικογένεια, τις προηγούμενες σχέσεις αγάπης και τα γενικότερα πολιτισμικά μηνύματα που μας πέρασε η παράδοση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχεδόν ποτέ δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της ζωής με το σύντροφο μας, του οποίου το σύστημα πεποιθήσεων για τις σχέσεις πιθανά διαφέρει σε μεγάλο ή μικρό βαθμό από το δικό μας. Αν και η απώλεια αυτού του ονείρου μπορεί να οδηγήσει σε πιο ώριμη αναδιαπραγμάτευση της σχέσης με το σύντροφο μας, μπορεί εξίσου να φυτέψει το σπόρο της δυσαρέσκειας, που καταλήγει στην εγκατάλειψη της ίδιας της σχέσης.
Η Diane Vaughan (ό.α στο Neimeyer, 2006) μελέτησε τις αφηγήσεις ανδρών και γυναικών μετά από χωρισμό και διαζύγιο και επιχείρησε να προσδιορίσει την τυπική πορεία που ακολουθεί ο «χωρισμός». Μέσα από τις συνεντεύξεις έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτόν που ξεκινούσε τη διαδικασία του χωρισμού και σε εκείνον που έμενε πίσω. Ο πρώτος ένιωθε δυστυχής, αναμασούσε θέματα που αφορούσαν στην κατάσταση της σχέσης και με έμμεσο τρόπο επιχειρούσε να εξασφαλίσει κοινωνική υποστήριξη προκειμένου να πάρει την απόφαση να φύγει πολύ πριν την ανακοινώσει στο σύντροφο του. Συνήθως «απομακρύνεται» κανείς σταδιακά, κάτι που είναι ίσως πιο εμφανές στο επίπεδο της συμπεριφοράς (όπως αποφεύγοντας τη σεξουαλική επαφή με το σύντροφο του ή «ξεχνώντας» να φορέσει τη βέρα του), παρά στο επίπεδο της εκφρασμένης δυσαρέσκειας. Εν τω μεταξύ, ο άλλος μπορεί να κάνει συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειεςνα αγνοήσει τα σημάδια που δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά και μάλιστα να πείθει τον εαυτό του/της και τους άλλους ότι «όλα είναι μια χαρά». Καθώς η δυσαρέσκεια του ενός ή και των δύο συντρόφων γίνεται όλο και πιο φανερή, καθένας έχει την τάση να αναπτύξει μια διαφορετική ιστορία ή εξήγηση για τις δυσκολίες τους, μια ιστορία που να δικαιολογεί τον ίδιο και να ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο για τις περισσότερες από τις δυσκολίες της σχέσης. Τελικά, και οι δύο σύντροφοι θρηνούν την απώλεια της σχέσης, αν και αυτός ο θρήνος έχει έναν τόνο ενοχής γι' αυτόν που έκανε την αρχή και έναν τόνο οργής γι' αυτόν που νιώθει προδομένος.
Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, άλλες συνέπειες είναι εμφανείς και άλλες πιο δυσδιάκριτες. Βέβαια, ο θυμός και η ματαίωση του ενός ή και των δύο συντρόφων είναι συνήθως φανερή για τον καθένα τους και η επιφυλακτικότητα ή η παρορμητικότητά τους στην ανάπτυξη νέων σχέσεων μπορεί να είναι εξίσου ξεκάθαρη, τουλάχιστον στους άλλους που τους ξέρουν καλά. Κάποιες άλλες, όμως, συνέπειες μπορεί να είναι λιγότερο αναμενόμενες. Μετά το μοίρασμα των προσωπικών αντικειμένων, η ντουλάπα μιας κρεβατοκάμαρας χωρίς τη σιφονιέρα που συμπλήρωνε το σετ μπορεί να μοιάζει το ίδιο μοναχική όσο και ο ιδιοκτήτης της. Η αναπόφευκτη απώλεια εισοδήματος που συνοδεύει το διαζύγιο μπορεί να έχει αντίκτυπο στις -ψυχαγωγικές, προσωπικές, ίσως ακόμα και στις εκπαιδευτικές δυνατότητες όλων των μελών της οικογένειας, που θα ήταν ίσως εφικτές αν η οικογένεια είχε παραμείνει όπως πριν. Επίσης, η συχνά αναγκαστική μετακόμιση του ενός ή και των δύο συζύγων μετά το διαζύγιο μπορεί να τους στερήσει την οικειότητα και την υποστήριξη της γειτονιάς και του φιλικού κύκλου.
Σε ένα λιγότερο, απτό επίπεδο, ο χωρισμός εμπεριέχει την απώλεια του αυτο-προσδιορισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη χηρεία. Το άτομο δεν ορίζεται πια σαν μέρος ενός ζεύγους, σαν κάποιος που «ανήκει» σε κάποιον άλλο, αντίθετα ορίζεται σαν «ανεξάρτητο» άτομο που είναι και πάλι μόνο, μετά από πολλά ίσως χρόνια γάμου. Αυτή η μετάβαση δεν απαιτεί απλώς σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βλέπει κανείς τον εαυτό του, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά είναι και δύσκολο να αφομοιωθεί από τους ανθρώπους του κοινωνικού του περίγυρου. Αυτό που περιπλέκει περισσότερο αυτή τη μετάβαση είναι το γεγονός ότι οι χωρισμοί δεν είναι σχεδόν ποτέ «ξεκάθαροι». Τις περισσότερες φορές υπάρχουν επαναλαμβανόμενες σποραδικές επαφές με τον πρώην σύντροφο, που μερικές φορές περιλαμβάνουν και σεξουαλική επανασύνδεση, η οποία, αν και μπορεί να δημιουργεί σύγχυση σε συναισθηματικό επίπεδο, ωστόσο, αποτελεί πηγή ευχάριστης οικειότητας, σε στιγμές που και οι δύο νιώθουν μοναξιά. Επιπλέον, ακόμα και όταν το τέλος της σχέσης είναι επιθυμητό, οι αφανείς συνέπειες του χωρισμού είναι δύσκολο να αποφευχθούν, αφού κανείς αναγκαστικά τριγυρνάει στα συντρίμμια της σχέσης, προσπαθώντας να κατανοήσει «τι έφταιξε».
Τέλος, επειδή η διάλυση πολλών γάμων συνδυάζεται με την ύπαρξη εξωσυζυγικών σχέσεων, ο χωρισμός μπορεί να συνοδεύεται από βαθύ αίσθημα προδοσίας από την πλευρά του ενός συζύγου και από εξιδανίκευση του νέου ερωτικού συντρόφου από την πλευρά του άλλου. Το να δίνει κανείς ένα τέλος και να κάνει μια νέα αρχή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, πράγματι να οδηγήσει τελικά σε μεγαλύτερη ευτυχία τον ένα ή και τους δύο συζύγους. Όμως το ίδιο ακριβώς μοντέλο μπορεί εξίσου εύκολα να δημιουργήσει το αίσθημα της καχυποψίας στον «απατημένο» σύντροφο και το αίσθημα της απογοήτευσης από τα πραγματικά δεδομένα της νέας σχέσης στον άλλο.
Φυσικά οι επιπτώσεις ενός χωρισμού γίνονται συνήθως αισθητές πολύ πέραν των δύο συντρόφων. Όταν οι δρόμοι δύο ανθρώπων χωρίζουν, υπάρχει τάση πόλωσης και στον κοινωνικό τους κύκλο. Οι γονείς των συζύγων που χωρίζουν συχνά θρηνούν την απώλεια των σχέσεων με τα μέλη της «άλλης πλευράς» της οικογένειας, ιδιαίτερα όταν είχαν καλλιεργήσει φιλίες με συγγενείς εξ αγχιστείας, που τώρα δοκιμάζονται εξαιτίας της απομάκρυνσης των παιδιών τους. Και το πιο τραγικό είναι ότι συχνά τα παιδιά αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα του διαζυγίου και συνήθως θρηνούν τη διάλυση τον γάμου των γονιών τους για πολύ καιρό, ακόμα και στην ενήλικη ζωή τους. Όπως οι ενήλικοι στη φάση της αφομοίωσης του κύκλου του θρήνου, έτσι και τα παιδιά μπορεί να αρνούνται με θυμό την πραγματικότητα ή την οριστικότητα του διαζυγίου των γονιών τους, τρέφοντας τη φαντασίωση της μελλοντικής επανασύνδεσης των γονιών ή κατηγορώντας τον εαυτό τους όταν αυτό δεν συμβαίνει.
«Είτε μας αρέσει, είτε όχι, μετά από μία σημαντική απώλεια δεν θα γίνουμε ποτέ ξανά «ο παλιός μας εαυτός», ωστόσο με προσπάθεια μπορούμε να ξαναχτίσουμε μια ταυτότητα που να ταιριάζει στον νέο μας ρόλο».
Neimeyer Robert (2006)