«Πρέπει να μάθουμε να τιμάμε και να κατανοούμε τους τρόπους θρήνου που διαφέρουν από τον δικό μας».
Neimeyer Robert (2006)
Α. Η κυριαρχία της απώλειας σχέσεων |
Ο Robert Neimeyer στο βιβλίο του Ν’ αγαπάς και να χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια (2006),μας καλεί να σκεφτούμε λίγο, και τότε θα δούμε ότι οι εμπειρίες μας σε σχέση με την απώλεια, ακόμα και κάτω από τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, ξεκινούν στα πρώτα μας παιδικά χρόνια. Οι περισσότεροι από μας μπορούμε να θυμηθούμε τη θλίψη και τη σύγχυση που μας προκάλεσε ο θάνατος ενός κατοικίδιου ζώου, ακόμα και όταν η σημασία αυτής της απώλειας είχε υποβαθμιστεί από τους ενηλίκους γύρω μας. Επιπλέον, σε κάθε μετακόμιση ή σε κάθε «αποφοίτηση» από το ένα σχολείο στο άλλο αναπόφευκτα χάναμε κάποιους φίλους ενώ παράλληλα κερδίζαμε κάποιους άλλους. Ευτυχώς, στα περισσότερα παιδιά, ο αποπροσανατολισμός που συνοδεύει αυτές τις αναγκαίες καταστάσεις διαρκεί λίγο και είναι ως ένα βαθμό «αόρατος», ενώ συνήθως οι απώλειες αντισταθμίζονται από τις νέες ευκαιρίες για σχέσεις και μάθηση που ανοίγονται μπροστά τους. Γι' αυτό το λόγο συχνά δεν τις αντιμετωπίζουμε ως κάτι προβληματικό, εκτός εάν κάποιο παιδί δυσκολεύεται περισσότερο από το συνηθισμένο να αποδεχτεί το θάνατο του χάμστερ του ή να προσαρμοστεί στο καινούργιο περιβάλλον. Όμως, υπό μία έννοια, ιδιαίτερα σημαντική, η «εξάσκηση» που κάναμε ως παιδιά στο να αγαπάμε και να αποχωριζόμαστε μεταφέρεται στη μετέπειτα ζωή μας, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις απώλειες όταν πλέον είμαστε πιο ώριμοι. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, αυτές οι πρώιμες απώλειες μπορούν να μας βοηθήσουν στην ανάπτυξη κάποιας ανθεκτικότητας (βλ. παρακάτω για ερμηνεία του όρου) απέναντι σε μελλοντικές προκλήσεις και να μας κάνουν να νιώσουμε τη σιγουριά ότι τόσο εμείς όσο και οι γύρω μας έχουμε τα απαραίτητα αποθέματα για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τις δύσκολες εμπειρίες.
Για τους περισσότερους η πρώτη έντονη (και αξιομνημόνευτη) προσωπική απώλεια στη ζωή μας συμβαίνει στην εφηβεία, όταν διαμορφώνουμε τις πρώτες μας σχέσεις. Συνήθως ο «πρώτος έρωτας», όσο επιφανειακός ή εξαρχής καταδικασμένος κι αν μας φαίνεται σήμερα, εκείνη την εποχή είχε τεράστια σημασία για μας, σε σημείο που μερικές φορές νομίζαμε ότι είναι, το κέντρο της ζωής μας. Επομένως, δεν είναι περίεργο που οι έφηβοι βιώνουν έντονα συναισθήματα θυμού, ενοχής ή προδοσίας σε περιόδους χωρισμού και που μερικές φορές φτάνουν στο σημείο να παρουσιάζουν σοβαρή κατάθλιψη. Το συναίσθημα της μοναξιάς που συνοδεύει αυτού του είδους τις απώλειες είναι ακόμα πιο δύσκολο να το αντέξει κανείς όταν οι γονείς και άλλοι ενήλικοι υποβαθμίζουν ή δεν αναγνωρίζουν τη σημασία παρόμοιων απωλειών, δίνοντας απλοϊκές διαβεβαιώσεις του τύπου «υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές» ή «με τον καιρό θα το ξεχάσεις». Αντίθετα, ο έφηβος έχει ανάγκη να αντιμετωπιστεί ως άτομο που θρηνεί και να στηριχθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που παραθέσαμε στο άρθρο Ψυχολογία Πένθους A΄- Ενήλικες.
Δυστυχώς, η απώλεια ερωτικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή είναι πια σχεδόν το ίδιο συνηθισμένη όσο και στα εφηβικά χρόνια του πειραματισμού. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ένα στα δύο ζευγάρια ομοφυλόφιλων γυναικών, ένα στα τρία ζευγάρια ομοφυλόφιλων ανδρών και το ίδιο ποσοστό ετερόφυλων που συγκατοικούν, καθώς και ένα στα επτά παντρεμένα ετερόφυλα ζευγάρια θα χωρίσουν σε διάστημα δύο ετών. Ως ένα βαθμό, η αστάθεια στις κατ' επιλογή σχέσεις μας είναι αναπόφευκτη, αφού κάθε σχέση που είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας επιλογής δύο ατόμων μπορεί κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο να απορριφθεί από οποιονδήποτε από τους δύο. Επιπλέον, αυτή η τάση έχει και τα πλεονεκτήματά της, αφού το να πειραματίζεται κανείς διαδοχικά με διάφορες πιθανές στενές σχέσεις μπορεί να συμβάλλει, κατά κάποιο τρόπο, στην ωρίμανσή μας καθώς κάθε σχέση δυνητικά προσθέτει κάτι το ξεχωριστό στις εμπειρίες, στις αντιλήψεις και στην ιστορία που μοιραστήκαμε με άλλους συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας.
Όμως τα χρόνια των αλλεπάλληλων ερωτικών σχέσεων αντιπροσωπεύουν για πολλούς κάτι που μοιάζει με ατέλειωτη σειρά ευχάριστων ρομαντικών δεσμών που διακόπτονται από απογοητευτικούς και, μερικές φορές, καταστροφικούς αποχωρισμούς. Σε ακραίες περιπτώσεις, η διαρκής αναζήτηση συντρόφου μπορεί να πάρει τη μορφή «εξαρτητικής συμπεριφοράς απέναντι στις σχέσεις» που διακρίνεται από μία ανυπομονησία και αδυναμία να δώσει κανείς τον απαιτούμενο χρόνο για να αναπτυχθεί πραγματική οικειότητα με τον άλλο, με αποτέλεσμα να τον ξεφορτώνεται στα γρήγορα για να κυνηγήσει την επόμενη κατάκτηση. Όταν κανείς βλέπει τους ερωτικούς του συντρόφους με αυτό τον τρόπο, δηλαδή σαν αναλώσιμα προϊόντα, αυτή καθαυτή η απώλεια της σχέσης μπορεί να έχει λιγότερες μακροχρόνιες επιπτώσεις από ό,τι η συρρίκνωση της οικειότητας που συνεπάγεται αυτή η ατέρμονη αναζήτηση.
Υπό μια έννοια, ακόμα και η απόφαση να αναγορεύσει κανείς μια ερωτική σχέση σε αποκλειστική και μόνιμη εμπεριέχει άλλες δυσδιάκριτες απώλειες, με τη μορφή χαμένων ευκαιριών για ανάπτυξη άλλων πιθανών σχέσεων. Μέσα στον ενθουσιασμό των αρχικών σταδίων του έρωτα, η παραίτηση από την οικειότητα που θα μπορούσε να έχει κανείς με άλλα πρόσωπα είναι κάτι που τον απασχολεί ελάχιστα, ίσως και καθόλου. Όμως καθώς οι σχέσεις καταλαγιάζουν και γίνονται πιο προβλέψιμες, ο πειρασμός για άλλες σχέσεις μπορεί να μεγαλώνει, υποσκάπτοντας το αίσθημα της ικανοποίησης ή της αφοσίωσης στο σύντροφο μας.
Από τις πολλές μορφές απώλειας όσον αφορά στις σχέσεις, αυτή που έχει μελετηθεί περισσότερο είναι η διάλυση του επίσημου γάμου με το διαζύγιο. Πράγματι, οι στατιστικές δείχνουν ότι οι Αμερικανοί έχουν γίνει ένας λαός που χωρίζει, αφού οι μισοί από τους γάμους που έγιναν τα τελευταία 10 με 20 χρόνια θα καταλήξουν σε διαζύγιο. Παλιά, οι ισχυρές κοινωνικές προσδοκίες ένωναν τους δύο συζύγους «στο κάλο ή στο κακό, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος». Όμως σήμερα, με εξαίρεση τους πιο συντηρητικούς, όλοι βλέπουν το διαζύγιο σαν έναν υπεύθυνο τρόπο επίλυσης των προβλημάτων του γάμου και το κοινωνικό στίγμα που κάποτε απέτρεπε αποτελεσματικά το χωρισμό έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Χωρίς να καταδικάζουμε ή να επικροτούμε την απόφαση ενός ατόμου να δώσει τέλος σε μια στενή σχέση, ίσως είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις αιτίες, το κόστος και τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Ακόμα και αν εμάς τους ίδιους δεν μας αγγίζει η απώλεια μιας σχέσης -τουλάχιστον όχι πριν από το θάνατο του συντρόφου μας- υπάρχουν πολλές πιθανότητες κάποια στιγμή να αγγίξει τη ζωή πολλών στενών μας φίλων και συγγενών.
Β. Η διαδρομή προς την απώλεια μιας σχέσης |
Πώς αρχίζει το τέλος μιας σχέσης;
Σε ένα επίπεδο, η απάντηση είναι διαφορετική για κάθε ζευγάρι που χωρίζει. Μερικές φορές η απόφαση για το χωρισμό έχει ληφθεί από κοινού και μετά από οδυνηρές διαπραγματεύσεις χρόνων. Άλλες φορές έρχεται ξαφνικά και «από το πουθενά» για τον έναν από τους δύο, με αποτέλεσμα να νιώθει ότι δεν του προσφέρεται άλλη επιλογή από τον άλλο, που μπορεί επί μήνες ή χρόνια να δούλευε σιωπηλά στο μυαλό του τη σκέψη του χωρισμού. Συνήθως συμβαίνει κάτι μεταξύ αυτών των δύο άκρων, αφού η αυξανόμενη αίσθηση αποξένωσης, που διακόπτεται από σποραδικές σκηνές έντονων παραπόνων, οδηγεί και τους δύο συντρόφους στη συνειδητοποίηση ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει». Καθένα από αυτά τα μονοπάτια προς τη διάλυση μιας σχέσης έχει τη δική του δυναμική, όπως, επίσης, και τα δικά του προβλήματα.
Για να κατανοήσουμε τις ρίζες της παρόρμησης να εγκαταλείψει κανείς μια στενή σχέση, είναι σημαντικό πρώτα να κατανοήσουμε από πού πηγάζει το κίνητρο να την αρχίσει. Κανένας δεν αρχίζει μια σοβαρή σχέση χωρίς κάποια πρόβλεψη ή προσδοκία για το πώς θα πρέπει να είναι αυτή η σχέση. Αντίθετα, κουβαλάμε μια παρακαταθήκη -συχνά άγνωστων σ' εμάς- ελπίδων και πεποιθήσεων σχετικά με το πώς θα πρέπει να είναι ο «τέλειος σύζυγος», πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν οι ρόλοι και οι ευθύνες μέσα στην οικογένεια και πώς θα πρέπει να επιλύονται τα προβλήματα με το σύντροφο. Επιπλέον, όλοι μας έχουμε ένα «όνειρο» για την ιδανική σχέση, το οποίο περιλαμβάνει (ανέφικτα μερικές φορές) κριτήρια βάσει των οποίων την αξιολογούμε. Αυτό το όνειρο, που διαμορφώνεται από τις εμπειρίες που είχαμε στη γονική μας οικογένεια, τις προηγούμενες σχέσεις αγάπης και τα γενικότερα πολιτισμικά μηνύματα που μας πέρασε η παράδοση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχεδόν ποτέ δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα της ζωής με το σύντροφο μας, του οποίου το σύστημα πεποιθήσεων για τις σχέσεις πιθανά διαφέρει σε μεγάλο ή μικρό βαθμό από το δικό μας. Αν και η απώλεια αυτού του ονείρου μπορεί να οδηγήσει σε πιο ώριμη αναδιαπραγμάτευση της σχέσης με το σύντροφο μας, μπορεί εξίσου να φυτέψει το σπόρο της δυσαρέσκειας, που καταλήγει στην εγκατάλειψη της ίδιας της σχέσης.
Η Diane Vaughan (ό.α στο Neimeyer, 2006) μελέτησε τις αφηγήσεις ανδρών και γυναικών μετά από χωρισμό και διαζύγιο και επιχείρησε να προσδιορίσει την τυπική πορεία που ακολουθεί ο «χωρισμός». Μέσα από τις συνεντεύξεις έκανε τη διάκριση ανάμεσα σε αυτόν που ξεκινούσε τη διαδικασία του χωρισμού και σε εκείνον που έμενε πίσω. Ο πρώτος ένιωθε δυστυχής, αναμασούσε θέματα που αφορούσαν στην κατάσταση της σχέσης και με έμμεσο τρόπο επιχειρούσε να εξασφαλίσει κοινωνική υποστήριξη προκειμένου να πάρει την απόφαση να φύγει πολύ πριν την ανακοινώσει στο σύντροφο του. Συνήθως «απομακρύνεται» κανείς σταδιακά, κάτι που είναι ίσως πιο εμφανές στο επίπεδο της συμπεριφοράς (όπως αποφεύγοντας τη σεξουαλική επαφή με το σύντροφο του ή «ξεχνώντας» να φορέσει τη βέρα του), παρά στο επίπεδο της εκφρασμένης δυσαρέσκειας. Εν τω μεταξύ, ο άλλος μπορεί να κάνει συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειεςνα αγνοήσει τα σημάδια που δείχνουν ότι κάτι δεν πάει καλά και μάλιστα να πείθει τον εαυτό του/της και τους άλλους ότι «όλα είναι μια χαρά». Καθώς η δυσαρέσκεια του ενός ή και των δύο συντρόφων γίνεται όλο και πιο φανερή, καθένας έχει την τάση να αναπτύξει μια διαφορετική ιστορία ή εξήγηση για τις δυσκολίες τους, μια ιστορία που να δικαιολογεί τον ίδιο και να ρίχνει το φταίξιμο στον άλλο για τις περισσότερες από τις δυσκολίες της σχέσης. Τελικά, και οι δύο σύντροφοι θρηνούν την απώλεια της σχέσης, αν και αυτός ο θρήνος έχει έναν τόνο ενοχής γι' αυτόν που έκανε την αρχή και έναν τόνο οργής γι' αυτόν που νιώθει προδομένος.
Όταν ένα ζευγάρι χωρίζει, άλλες συνέπειες είναι εμφανείς και άλλες πιο δυσδιάκριτες. Βέβαια, ο θυμός και η ματαίωση του ενός ή και των δύο συντρόφων είναι συνήθως φανερή για τον καθένα τους και η επιφυλακτικότητα ή η παρορμητικότητά τους στην ανάπτυξη νέων σχέσεων μπορεί να είναι εξίσου ξεκάθαρη, τουλάχιστον στους άλλους που τους ξέρουν καλά. Κάποιες άλλες, όμως, συνέπειες μπορεί να είναι λιγότερο αναμενόμενες. Μετά το μοίρασμα των προσωπικών αντικειμένων, η ντουλάπα μιας κρεβατοκάμαρας χωρίς τη σιφονιέρα που συμπλήρωνε το σετ μπορεί να μοιάζει το ίδιο μοναχική όσο και ο ιδιοκτήτης της. Η αναπόφευκτη απώλεια εισοδήματος που συνοδεύει το διαζύγιο μπορεί να έχει αντίκτυπο στις -ψυχαγωγικές, προσωπικές, ίσως ακόμα και στις εκπαιδευτικές δυνατότητες όλων των μελών της οικογένειας, που θα ήταν ίσως εφικτές αν η οικογένεια είχε παραμείνει όπως πριν. Επίσης, η συχνά αναγκαστική μετακόμιση του ενός ή και των δύο συζύγων μετά το διαζύγιο μπορεί να τους στερήσει την οικειότητα και την υποστήριξη της γειτονιάς και του φιλικού κύκλου.
Σε ένα λιγότερο, απτό επίπεδο, ο χωρισμός εμπεριέχει την απώλεια του αυτο-προσδιορισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη χηρεία. Το άτομο δεν ορίζεται πια σαν μέρος ενός ζεύγους, σαν κάποιος που «ανήκει» σε κάποιον άλλο, αντίθετα ορίζεται σαν «ανεξάρτητο» άτομο που είναι και πάλι μόνο, μετά από πολλά ίσως χρόνια γάμου. Αυτή η μετάβαση δεν απαιτεί απλώς σημαντική αλλαγή στον τρόπο που βλέπει κανείς τον εαυτό του, όπως θα δούμε παρακάτω, αλλά είναι και δύσκολο να αφομοιωθεί από τους ανθρώπους του κοινωνικού του περίγυρου. Αυτό που περιπλέκει περισσότερο αυτή τη μετάβαση είναι το γεγονός ότι οι χωρισμοί δεν είναι σχεδόν ποτέ «ξεκάθαροι». Τις περισσότερες φορές υπάρχουν επαναλαμβανόμενες σποραδικές επαφές με τον πρώην σύντροφο, που μερικές φορές περιλαμβάνουν και σεξουαλική επανασύνδεση, η οποία, αν και μπορεί να δημιουργεί σύγχυση σε συναισθηματικό επίπεδο, ωστόσο, αποτελεί πηγή ευχάριστης οικειότητας, σε στιγμές που και οι δύο νιώθουν μοναξιά. Επιπλέον, ακόμα και όταν το τέλος της σχέσης είναι επιθυμητό, οι αφανείς συνέπειες του χωρισμού είναι δύσκολο να αποφευχθούν, αφού κανείς αναγκαστικά τριγυρνάει στα συντρίμμια της σχέσης, προσπαθώντας να κατανοήσει «τι έφταιξε».
Τέλος, επειδή η διάλυση πολλών γάμων συνδυάζεται με την ύπαρξη εξωσυζυγικών σχέσεων, ο χωρισμός μπορεί να συνοδεύεται από βαθύ αίσθημα προδοσίας από την πλευρά του ενός συζύγου και από εξιδανίκευση του νέου ερωτικού συντρόφου από την πλευρά του άλλου. Το να δίνει κανείς ένα τέλος και να κάνει μια νέα αρχή μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, πράγματι να οδηγήσει τελικά σε μεγαλύτερη ευτυχία τον ένα ή και τους δύο συζύγους. Όμως το ίδιο ακριβώς μοντέλο μπορεί εξίσου εύκολα να δημιουργήσει το αίσθημα της καχυποψίας στον «απατημένο» σύντροφο και το αίσθημα της απογοήτευσης από τα πραγματικά δεδομένα της νέας σχέσης στον άλλο.
Φυσικά οι επιπτώσεις ενός χωρισμού γίνονται συνήθως αισθητές πολύ πέραν των δύο συντρόφων. Όταν οι δρόμοι δύο ανθρώπων χωρίζουν, υπάρχει τάση πόλωσης και στον κοινωνικό τους κύκλο. Οι γονείς των συζύγων που χωρίζουν συχνά θρηνούν την απώλεια των σχέσεων με τα μέλη της «άλλης πλευράς» της οικογένειας, ιδιαίτερα όταν είχαν καλλιεργήσει φιλίες με συγγενείς εξ αγχιστείας, που τώρα δοκιμάζονται εξαιτίας της απομάκρυνσης των παιδιών τους. Και το πιο τραγικό είναι ότι συχνά τα παιδιά αποτελούν τα μεγαλύτερα θύματα του διαζυγίου και συνήθως θρηνούν τη διάλυση τον γάμου των γονιών τους για πολύ καιρό, ακόμα και στην ενήλικη ζωή τους. Όπως οι ενήλικοι στη φάση της αφομοίωσης του κύκλου του θρήνου, έτσι και τα παιδιά μπορεί να αρνούνται με θυμό την πραγματικότητα ή την οριστικότητα του διαζυγίου των γονιών τους, τρέφοντας τη φαντασίωση της μελλοντικής επανασύνδεσης των γονιών ή κατηγορώντας τον εαυτό τους όταν αυτό δεν συμβαίνει.
«Είτε μας αρέσει, είτε όχι, μετά από μία σημαντική απώλεια δεν θα γίνουμε ποτέ ξανά «ο παλιός μας εαυτός», ωστόσο με προσπάθεια μπορούμε να ξαναχτίσουμε μια ταυτότητα που να ταιριάζει στον νέο μας ρόλο».
Neimeyer Robert (2006)
Γ. Αντιδράσεις των γονιών στο διαζύγιο |
Η απώλεια ενός γάμου μετά από διαζύγιο μπορεί να μας οδηγήσει συναισθηματικά σε έναν κύκλο αντιδράσεων παρόμοιο με τις αντιδράσεις θρήνου στο πένθος, όπως το σοκ (κλονισμός), το θυμό, τη νοσταλγία, την αποδιοργάνωση και τη σταδιακή αναδιοργάνωση (Neimeyer, 2006).
Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των διαζυγίων. Ήδη από το 1967 θεωρείται το γεγονός ζωής που λαμβάνει την δεύτερη υψηλότερη θέση πρόκλησης στρες ανάμεσα σε σαράντα τρεις θεωρητικά τραυματικές καταστάσεις, οι οποίες είναι καταγραμμένες στην Κλίμακα Κοινωνικής Αναπροσαρμογής των Holmes και Rahe(βλ. Πίνακα 1). Η αντίδραση που ακολουθεί το διαζύγιο περιγράφεται ως «σύνδρομο άγχους αποχωρισμού» και χαρακτηρίζεται από οργάνωση όλης της προσοχής γύρω από το χαμένο πρόσωπο, θυμό για την απώλεια, επιθυμία για επαφή, ενοχή, ανησυχία, δυσκολία στον ύπνο, απώλεια όρεξης. Πολλές φορές γίνονται επίμονες προσπάθειες για επανασύνδεση και υπάρχει ισχυρό αίσθημα τραυματισμού του ναρκισσισμού.
Υπάρχει διαφορά στην αντίδραση των γυναικών και των αντρών. Οι γυναίκες έχουν περισσότερα ψυχολογικά προβλήματα, ενώ οι άντρες αναπτύσσουν συχνότερα επικίνδυνη συμπεριφορά (π.χ. αλκοολισμό, επιθετικότητα).
Έχει βρεθεί ότι η ομάδα των χωρισμένων έχει αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα σε σύγκριση με την ομάδα των παντρεμένων ή των μόνων, όπως φαίνεται από διάφορους δείκτες υγείας: τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών υγείας, τις απουσίες από τη δουλειά, τη θνησιμότητα από ορισμένες αρρώστιες (καρκίνο, διαβήτη, πνευμονία, υπέρταση, ισχαιμική καρδιοπάθεια) και τη νοσηρότητα από αλκοολισμό, τραύματα, λοιμώξεις και ψυ- χοσωματικά προβλήματα. Ένα σταθερό εύρημα σε όλες τις μελέτες είναι ότι ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος για το χωρισμένο άνδρα.
Η εξήγηση για την αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα μετά το χωρισμό βρίσκεται στην ψυχολογική, κοινωνική και οικονομική επιβάρυνση που οδηγεί σε μη υγιή συμπεριφορά (αλκοόλ, φάρμακα, κάπνισμα, κακή διατροφή) και επίσης σε εξασθένηση του ανοσοβιολογικού συστήματος (Τσίτουρα, 2005).
Δ. Συχνές ερωτήσεις συζύγων / γονιών: |
1. Τι είναι, αλήθεια, αυτό που ωθεί τους ανθρώπους να αγαπιούνται και να παντρεύονται - και, αργότερα, αρκετούς από αυτούς να εχθρεύονται και να χωρίζουν;
Όπως αναφέρει η Μυρτώ Νίλσεν (2002), πολλοί από τους επιστήμονες που ασχολούνται με τις βαθύτερες εκφράσεις και αντιδράσεις της ανθρώπινης ψυχής ανατρέχουν συχνά στην εξής μεταφορά: οι άνθρωποι, λένε, είναι σαν τα παγόβουνα, που εμφανίζουν τα 3/10 περίπου του όγκου τους πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ τα υπόλοιπα 7/10 δεν γίνονται αντιληπτά, έτσι όπως είναι βυθισμένα μέσα στο νερό. Στον άνθρωπο, το αντίστοιχο των 3/10 το λέμε συνειδητό, ενώ το αντίστοιχο των 7/10 ασυνείδητο. Και όπως συμβαίνει καμιά φορά τα παγόβουνα να ενώνονται στα βάθη της θάλασσας, έτσι και δύο άνθρωποι μπορεί να επικοινωνήσουν στο επίπεδο του ασυνειδήτου πολύ προτού διαπιστώσουν τι είναι αυτό που τους ενώνει.
Η παραπάνω εξήγηση ενισχύει την άποψη που υποστηρίζει ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο στη ζωή μας. Δύο άνθρωποι νομίζουν ότι ερωτεύονται γι' αυτά που βλέπει ο ένας στον άλλο, ενώ στην πραγματικότητα έλκουν ο ένας τον άλλο μέσα από τις μη ορατές, δηλαδή τις ανεξέλεγκτες, ορμές του ασυνειδήτου τους. Κι αν οι λόγοι που ερωτεύονται δεν είναι πάντα φανεροί, με το χρόνο θα ανακαλύψει ο καθένας πόσο ο άλλος συμπληρώνει τις δικές του ανάγκες, το δικό του εσωτερικό κόσμο.
Πρώτα όμως θα περάσουν την ευλογημένη περίοδο του να είναι ερωτευμένοι, μια εποχή γεμάτη φτερουγίσματα της καρδιάς και, σκιρτήματα της ψυχής, σίγουρα από τις πιο ωραίες της ζωής - αλλά και από τις πιο ανώριμες, αφού κινητήρια δύναμή της είναι για τον καθένα η αναζήτηση της ωραιοποιημένης εικόνας του εγώ του μέσα από τις επιβεβαιώσεις του άλλου, ή, με άλλα λόγια, η αναζήτηση ενός καθρέφτη.
Εκείνη την εποχή ο έρωτας μοιάζει με τις φλόγες μιας φωτιάς, τις φανταχτερές και εφήμερες φλόγες μιας προσωρινής φωτιάς, που μέσα της κείτονται, μαζί, η αρχή και το τέλος της. Αυτή η φωτιά μπορεί να σβήσει απότομα και μονομιάς -και στο μέλλον μόνο κάποιες στάχτες (ή αναμνήσεις) θα θυμίζουν την παλιά της λάμψη- ή, αντίθετα, μπορεί να πυρακτώσει τα κάρβουνα, και αυτά, διάπυρα και ενεργά, θα συντηρήσουν τη φλόγα. Τότε ο έρωτας γίνεται αγάπη, το εφήμερο γίνεται μόνιμο και η σχέση, πλέον, βιώσιμη και σταθερή!
Βιώσιμη και διαρκής για μερικούς, βιώσιμη αλλά περιορισμένη μέσα στο χρόνο για άλλους, η σχέση αγάπης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους δεν τους εξασφαλίζει, εντούτοις, μια α-συγκρουσιακή πορεία. Εξάλλου δεν υπάρχουν βαθιές και σημαντικές σχέσεις που να μη γνωρίζουν συγκρούσεις και κρίσεις. Αυτό που ξεχωρίζει τις βαθιά επενδυμένες σχέσεις από τις άλλες είναι η επιμονή τους να παλεύουν τις αναπόφευκτες δυσκολίες που εμφανίζονται στο δρόμο της ζωής τους. Και να τις ξεπερνούν.
2. «Κι όμως...» παραπονιούνται αρκετοί σύζυγοι. «Ο/η σύντροφος μου δεν είναι πια ο άνθρωπος που παντρεύτηκα...».
Πράγματι, κανείς δεν ζει πολύ καιρό με τον άνθρωπο που παντρεύτηκε. Σιγά σιγά τον βλέπει να εμφανίζει άγνωστες πτυχές του χαρακτήρα του, να αλλάζει ενδιαφέροντα και συμπεριφορές, γενικά να αλλάζει. Ακόμα και οι σαδομαζοχιστικές ή εξουσιαστικές τάσεις του καθενός -που μέσα από την αρχική, εύθραυστη συμπληρωματικότητα είχαν φέρει το ζευγάρι σε μια ισορροπία- τώρα διαταράσσονται. Η ικανοποίηση των αναγκών του ενός γίνεται τόσο επιτακτική (ή παθολογική), ώστε, καταπιέζοντας τον άλλο, του μειώνει ή του αφαιρεί τη δυνατότητα μιας προσωπικής εξέλιξης.
Έτσι, με το πέρασμα του χρόνου, ο αρχικά κοινός δρόμος του ζευγαριού διαφοροποιείται και μετατρέπεται σε δύο ξεχωριστές πορείες, οι οποίες όμως, όταν η σχέση είναι αρκετά καλά θεμελιωμένη, ξανασυναντιούνται σε κάποια βασικά σημεία - όπως μπορεί να είναι η ανατροφή των παιδιών, το σεξ, διάφορα ενδιαφέροντα ή κοινά κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα. Όταν, αντίθετα, η σχέση ατονεί ή γίνεται κυρίως ανταγωνιστική και καταπιεστική, οι κάποτε παράλληλες πορείες απομακρύνονται η μία από την άλλη, η επικοινωνία κόβεται, μια ψυχρότητα -ή ακόμα και εχθρότητα- εγκαθίσταται ανάμεσα σε αυτούς που κάποτε αγαπιόντουσαν, και τότε, στο βάθος της διαδρομής τους, παραμονεύει το διαζύγιο.
Το διαζύγιο, ακόμα και το πιο «πολιτισμένο», όπως λέμε, είναι πάντα φορέας μεγάλου πόνου. Πόνου για το ζευγάρι που χωρίζει, αλλά και για τα παιδιά του. Η οικογενειακή αναστάτωση που προκαλεί ένα διαζύγιο βιώνεται από κάθε παιδί με έναν τρόπο που εξαρτάται από την ηλικία του, την προσωπικότητά του, τη θέση που κατέχει, στη σειρά των αδελφών του και από την προσωπική του ιστορία στο πλαίσιο της οικογένειας.
Από όλα τα παιδιά του κόσμου όμως το διαζύγιο των γονιών τους βιώνεται σαν μια πολύ οδυνηρή εμπειρία, η οποία, ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση, θα αφήσει μια ανεξίτηλη ουλή χαραγμένη στη συνείδησή τους. Για μερικά παιδιά όμως ο βίαιος χωρισμός των γονιών τους γίνεται αφετηρία ενός πολύ βαθύτερου ψυχολογικού τραύματος, ικανού να επηρεάσει τη συναισθηματική τους συγκρότηση στη μελλοντική τους ζωή.
3. «Μήπως πρέπει να περιμένουμε να μεγαλώσουν τα παιδιά;» σκέφτονται συχνά γυναίκες στα πρόθυρα του διαζυγίου. Και αναρωτιούνται: «Σε ποια ηλικία τα παιδιά υποφέρουν λιγότερο από το χωρισμό των γονιών τους;».
Σε όποια ηλικία κι αν είναι τα παιδιά ενός ζευγαριού που χωρίζει, ο πόνος τους θα είναι μεγάλος. Αυτό που μπορεί να τα βοηθήσει σε αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής τους είναι η στάση που υιοθετούν οι γονείς τους και ο τρόπος με τον οποίο οι ίδιοι αντιμετωπίζουν αυτό που τους συμβαίνει.
Ε. Τι μπορούν να προσφέρουν οι χωρισμένοι γονείς στα παιδιά τους |
Προκειμένου να απαλύνουν την ενοχή που αισθάνονται για τον πόνο που προκαλούν στα παιδιά τους, πολλοί γονείς είναι έτοιμοι να τους προσφέρουν τα πάντα τόσο στο επίπεδο των υλικών παροχών όσο και στο επίπεδο της ανεκτικότητας - που σκοπό έχει, πρώτα απ' όλα, το δικό τους εφησυχασμό. Άθελά τους, γίνονται τότε πρωταίτιοι ενός παιχνιδιού πιέσεων και εκβιασμών, που θα χρωματίσει ανεπανόρθωτα την ποιότητα των σχέσεων που δημιουργούν με τα παιδιά τους. Η καλύτερη προσφορά που μπορεί να κάνει κάθε γονιός στα παιδιά του είναι να λειτουργεί ως ένα καλό και θετικό μοντέλο ταύτισης. Όταν ο γονιός επιδιώκει ο ίδιος να είναι καλά, λύνοντας όσο γίνεται πιο ικανοποιητικά τα προβλήματα και τις δυσκολίες που παρουσιάζει η κάθε κατάσταση, όταν καταφέρνει να βρει έναν τρόπο ύπαρξης και λειτουργίας που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις προσδοκίες του, όταν βάλει τάξη αλλά και χαρά στο δικό του κόσμο, όταν, με απλά λόγια, του αρέσει ο τρόπος που ζει και χαίρεται τη ζωή του, τότε τα μηνύματα που, συνειδητά και ασυνείδητα, περνάει στα παιδιά του δημιουργούν σε αυτά το πιο εύφορο έδαφος για μια δική τους επιτυχημένη ψυχοκοινωνική εξέλιξη. Το θετικό πρότυπο που είναι σε θέση να προβάλει ένας γονιός στα παιδιά του είναι, πράγματι, το πιο ανεκτίμητο δώρο που μπορεί να τους προσφέρει. |
Βασικές Έννοιες
Ανθεκτικότητα (resiliency): Από τις βασικότερες έννοιες της εξελικτικής ψυχολογίας. Πρόκειται για την ειδική ικανότητα ορισμένων παιδιών για αποτελεσματική αντιμετώπιση στρεσογόνων τραυματικών περιστάσεων και ανάκαμψη από τις συνήθως καταστρεπτικές επιδράσεις των πρώτων εμπειριών. Χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει τα παιδιά που ονομάζονται «άτρωτα» επειδή ανταπεξέρχονται με επιτυχία σε περιβάλλοντα με έντονη παραμέληση ή κακοποίηση (Χουντουμάδη &Πατεράκη, 1997. Cole & Cole, 2002). Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις απώλειες, αναλογιζόμενοι τον τρόπο αντίδρασης στις μικρές απώλειες δοκιμάζουμε πώς θα αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες απώλειες της ζωής. Από την παιδική ηλικία ακόμη, όταν δίνουμε στις μικρές απώλειες τη σημασία που τους αναλογεί (π.χ. θάνατος κατοικίδιου ζώου, αλλαγή σχολείου) και δεν τις υποβαθμίζουμε, βοηθάμε τα παιδιά να αποκτήσουν τα απαραίτητα αποθέματα για να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες εμπειρίες της ζωής. Επομένως, θα πρέπει να παίρνουμε στα σοβαρά και τις μικρές απώλειες. |
Πίνακας 1. Κλίμακα Κοινωνικής Αναπροσαρμογής των Holmes και Rahe - ΠΗΓΗ: Holmes & Rahe 1967, σ. 216. (κάντε κλικ στην εικόνα)
{gallery}readjustment_rating_scale{/gallery}
Βιβλιογραφία:
- Cole, M., & Cole, S. R. (2002). Η ανάπτυξη των παιδιών. Η Αρχή της Ζωής: Εγκυμοσύνη, Τοκετός, Βρεφική Ηλικία, τόμος Α΄ (Ζ. Παπαληγούρα & Π. Βορριά, Επιμ. Μετάφρ., & Μ. Σόλμαν, Μετάφρ.). Αθήνα: Τυπωθήτω-Γιώργος Δαρδανός.
- Holmes, T. H., & Rahe, R. H. (1967). The Social Readjustment Rating Scale. Journal of Psychosomatic Research, 11(2), 213-218.
- Neimeyer, A. R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια (σσ. 45-54). Αθήνα: Κριτική.
- Νίλσεν, Μ. (2002). Η τέχνη να είσαι γονιός (σσ. 149-160), 3η έκδ. Αθήνα: Καστανιώτη.
- Τσίτουρα, Σ. (2005). Όταν το διαζύγιο … πονάει. Στο Νίλσεν, Μ. (Επιμ.), Απώλειες στη ζωή του Παιδιού (σσ. 38-46). Αθήνα: Μέριμνα.
- Χουντουμάδη, Α., & Πατεράκη, Λ. (1997). Σύντομο Ερμηνευτικό Λεξικό Ψυχολογικών Όρων (2η έκδ. βελτιωμένη). Αθήνα-Γιάννενα: Δωδώνη.