Α. Η κυριαρχία της απώλειας σχέσεων |
Ο Robert Neimeyer στο βιβλίο του Ν’ αγαπάς και να χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια (2006),μας καλεί να σκεφτούμε λίγο, και τότε θα δούμε ότι οι εμπειρίες μας σε σχέση με την απώλεια, ακόμα και κάτω από τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, ξεκινούν στα πρώτα μας παιδικά χρόνια. Οι περισσότεροι από μας μπορούμε να θυμηθούμε τη θλίψη και τη σύγχυση που μας προκάλεσε ο θάνατος ενός κατοικίδιου ζώου, ακόμα και όταν η σημασία αυτής της απώλειας είχε υποβαθμιστεί από τους ενηλίκους γύρω μας. Επιπλέον, σε κάθε μετακόμιση ή σε κάθε «αποφοίτηση» από το ένα σχολείο στο άλλο αναπόφευκτα χάναμε κάποιους φίλους ενώ παράλληλα κερδίζαμε κάποιους άλλους. Ευτυχώς, στα περισσότερα παιδιά, ο αποπροσανατολισμός που συνοδεύει αυτές τις αναγκαίες καταστάσεις διαρκεί λίγο και είναι ως ένα βαθμό «αόρατος», ενώ συνήθως οι απώλειες αντισταθμίζονται από τις νέες ευκαιρίες για σχέσεις και μάθηση που ανοίγονται μπροστά τους. Γι' αυτό το λόγο συχνά δεν τις αντιμετωπίζουμε ως κάτι προβληματικό, εκτός εάν κάποιο παιδί δυσκολεύεται περισσότερο από το συνηθισμένο να αποδεχτεί το θάνατο του χάμστερ του ή να προσαρμοστεί στο καινούργιο περιβάλλον. Όμως, υπό μία έννοια, ιδιαίτερα σημαντική, η «εξάσκηση» που κάναμε ως παιδιά στο να αγαπάμε και να αποχωριζόμαστε μεταφέρεται στη μετέπειτα ζωή μας, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις απώλειες όταν πλέον είμαστε πιο ώριμοι. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, αυτές οι πρώιμες απώλειες μπορούν να μας βοηθήσουν στην ανάπτυξη κάποιας ανθεκτικότητας (βλ. παρακάτω για ερμηνεία του όρου) απέναντι σε μελλοντικές προκλήσεις και να μας κάνουν να νιώσουμε τη σιγουριά ότι τόσο εμείς όσο και οι γύρω μας έχουμε τα απαραίτητα αποθέματα για να αντιμετωπίσουμε από κοινού τις δύσκολες εμπειρίες.
Για τους περισσότερους η πρώτη έντονη (και αξιομνημόνευτη) προσωπική απώλεια στη ζωή μας συμβαίνει στην εφηβεία, όταν διαμορφώνουμε τις πρώτες μας σχέσεις. Συνήθως ο «πρώτος έρωτας», όσο επιφανειακός ή εξαρχής καταδικασμένος κι αν μας φαίνεται σήμερα, εκείνη την εποχή είχε τεράστια σημασία για μας, σε σημείο που μερικές φορές νομίζαμε ότι είναι, το κέντρο της ζωής μας. Επομένως, δεν είναι περίεργο που οι έφηβοι βιώνουν έντονα συναισθήματα θυμού, ενοχής ή προδοσίας σε περιόδους χωρισμού και που μερικές φορές φτάνουν στο σημείο να παρουσιάζουν σοβαρή κατάθλιψη. Το συναίσθημα της μοναξιάς που συνοδεύει αυτού του είδους τις απώλειες είναι ακόμα πιο δύσκολο να το αντέξει κανείς όταν οι γονείς και άλλοι ενήλικοι υποβαθμίζουν ή δεν αναγνωρίζουν τη σημασία παρόμοιων απωλειών, δίνοντας απλοϊκές διαβεβαιώσεις του τύπου «υπάρχουν και αλλού πορτοκαλιές» ή «με τον καιρό θα το ξεχάσεις». Αντίθετα, ο έφηβος έχει ανάγκη να αντιμετωπιστεί ως άτομο που θρηνεί και να στηριχθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που παραθέσαμε στο άρθρο Ψυχολογία Πένθους A΄- Ενήλικες.
Δυστυχώς, η απώλεια ερωτικών σχέσεων στην ενήλικη ζωή είναι πια σχεδόν το ίδιο συνηθισμένη όσο και στα εφηβικά χρόνια του πειραματισμού. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ένα στα δύο ζευγάρια ομοφυλόφιλων γυναικών, ένα στα τρία ζευγάρια ομοφυλόφιλων ανδρών και το ίδιο ποσοστό ετερόφυλων που συγκατοικούν, καθώς και ένα στα επτά παντρεμένα ετερόφυλα ζευγάρια θα χωρίσουν σε διάστημα δύο ετών. Ως ένα βαθμό, η αστάθεια στις κατ' επιλογή σχέσεις μας είναι αναπόφευκτη, αφού κάθε σχέση που είναι αποτέλεσμα αμοιβαίας επιλογής δύο ατόμων μπορεί κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο να απορριφθεί από οποιονδήποτε από τους δύο. Επιπλέον, αυτή η τάση έχει και τα πλεονεκτήματά της, αφού το να πειραματίζεται κανείς διαδοχικά με διάφορες πιθανές στενές σχέσεις μπορεί να συμβάλλει, κατά κάποιο τρόπο, στην ωρίμανσή μας καθώς κάθε σχέση δυνητικά προσθέτει κάτι το ξεχωριστό στις εμπειρίες, στις αντιλήψεις και στην ιστορία που μοιραστήκαμε με άλλους συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας.
Όμως τα χρόνια των αλλεπάλληλων ερωτικών σχέσεων αντιπροσωπεύουν για πολλούς κάτι που μοιάζει με ατέλειωτη σειρά ευχάριστων ρομαντικών δεσμών που διακόπτονται από απογοητευτικούς και, μερικές φορές, καταστροφικούς αποχωρισμούς. Σε ακραίες περιπτώσεις, η διαρκής αναζήτηση συντρόφου μπορεί να πάρει τη μορφή «εξαρτητικής συμπεριφοράς απέναντι στις σχέσεις» που διακρίνεται από μία ανυπομονησία και αδυναμία να δώσει κανείς τον απαιτούμενο χρόνο για να αναπτυχθεί πραγματική οικειότητα με τον άλλο, με αποτέλεσμα να τον ξεφορτώνεται στα γρήγορα για να κυνηγήσει την επόμενη κατάκτηση. Όταν κανείς βλέπει τους ερωτικούς του συντρόφους με αυτό τον τρόπο, δηλαδή σαν αναλώσιμα προϊόντα, αυτή καθαυτή η απώλεια της σχέσης μπορεί να έχει λιγότερες μακροχρόνιες επιπτώσεις από ό,τι η συρρίκνωση της οικειότητας που συνεπάγεται αυτή η ατέρμονη αναζήτηση.
Υπό μια έννοια, ακόμα και η απόφαση να αναγορεύσει κανείς μια ερωτική σχέση σε αποκλειστική και μόνιμη εμπεριέχει άλλες δυσδιάκριτες απώλειες, με τη μορφή χαμένων ευκαιριών για ανάπτυξη άλλων πιθανών σχέσεων. Μέσα στον ενθουσιασμό των αρχικών σταδίων του έρωτα, η παραίτηση από την οικειότητα που θα μπορούσε να έχει κανείς με άλλα πρόσωπα είναι κάτι που τον απασχολεί ελάχιστα, ίσως και καθόλου. Όμως καθώς οι σχέσεις καταλαγιάζουν και γίνονται πιο προβλέψιμες, ο πειρασμός για άλλες σχέσεις μπορεί να μεγαλώνει, υποσκάπτοντας το αίσθημα της ικανοποίησης ή της αφοσίωσης στο σύντροφο μας.
Από τις πολλές μορφές απώλειας όσον αφορά στις σχέσεις, αυτή που έχει μελετηθεί περισσότερο είναι η διάλυση του επίσημου γάμου με το διαζύγιο. Πράγματι, οι στατιστικές δείχνουν ότι οι Αμερικανοί έχουν γίνει ένας λαός που χωρίζει, αφού οι μισοί από τους γάμους που έγιναν τα τελευταία 10 με 20 χρόνια θα καταλήξουν σε διαζύγιο. Παλιά, οι ισχυρές κοινωνικές προσδοκίες ένωναν τους δύο συζύγους «στο κάλο ή στο κακό, μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος». Όμως σήμερα, με εξαίρεση τους πιο συντηρητικούς, όλοι βλέπουν το διαζύγιο σαν έναν υπεύθυνο τρόπο επίλυσης των προβλημάτων του γάμου και το κοινωνικό στίγμα που κάποτε απέτρεπε αποτελεσματικά το χωρισμό έχει σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Χωρίς να καταδικάζουμε ή να επικροτούμε την απόφαση ενός ατόμου να δώσει τέλος σε μια στενή σχέση, ίσως είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις αιτίες, το κόστος και τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Ακόμα και αν εμάς τους ίδιους δεν μας αγγίζει η απώλεια μιας σχέσης -τουλάχιστον όχι πριν από το θάνατο του συντρόφου μας- υπάρχουν πολλές πιθανότητες κάποια στιγμή να αγγίξει τη ζωή πολλών στενών μας φίλων και συγγενών.