Δεξιότητες επικοινωνίας - Εμπόδια επικοινωνίας

Β. Εμπόδια επικοινωνίας

Υπάρχουν κάποιοι τρόποι αντίδρασης, που δυστυχώς χρησιμοποιούμε πολύ συχνά στην καθημερινή μας επικοινωνία με τα πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντος μας, που αντί να προωθούν, μπλοκάρουν την επικοινωνία μαζί τους. Μερικοί τέτοιοι τρόποι όπως έχουν ομαδοποιηθεί από τον Thomas Gordon (1994, σελ. 370-375) είναι οι ακόλουθοι:

  1. Οι εντολές ή διαταγές. Τέτοιου είδους μηνύματα εκφράζουν μη-αποδοχή και ουσιαστικά λένε ότι οι ανάγκες του συνομιλητή μας ή τα συναισθήματά του δεν είναι σημαντικά. Μπορεί να προκαλέσουν φόβο, αγανάκτηση ή θυμό για τη δύναμη του προσώπου που τις εκφράζει (π.χ. «Πάψε να κουνιέσαι όλη ώρα!», «Έλα αμέσως να φας!»).
  2. Οι απειλές. Τα μηνύματα αυτά οδηγούν τον συνομιλητή μας να αισθανθεί φόβο και υποταγή ή αντίθετα αγανάκτηση και εχθρότητα (π.χ. «Μια λέξη ακόμη από το στόμα σου και θα δεις τι έχεις να πάθεις!»).
  3. Παραινέσεις, ηθικολογίες. Το να λέμε στον άλλο τι πρέπει να κάνει τον οδηγεί στο να νιώθει ότι δεν εμπιστεύονται οι άλλοι την κρίση του. Τον θέτουν σε θέση άμυνας γιατί υφίσταται τη δύναμη της εξουσίας, του καθήκοντος και της υποχρέωσης έντονα. Συχνά προκαλούν και συναισθήματα ενοχής (π.χ. «Οφείλεις να υπακούς τους μεγαλύτερούς σου! Δεν θα έπρεπε να φέρεσαι έτσι!»).
  4. Συμβουλές. Η τάση να λέμε στον άλλο πώς να λύσει τα προβλήματά του δείχνει ότι δεν εμπιστευόμαστε την κρίση του και μπορεί μακροπρόθεσμα να οδηγήσει σε εξάρτηση (π.χ. «Γιατί δεν μιλάς με τον προϊστάμενο σου γι‘ αυτό;», «Πήγαινε να παίξεις έξω με τις φίλες σου»). Οι συμβουλές είναι πολλές φορές χρήσιμες αλλά είναι προτιμότερο να τις προσφέρουμε αφού ο συνομιλητής μας έχει εξαντλήσει τους δικούς του τρόπους προσέγγισης των θεμάτων που τον απασχολούν και έχει φθάσει σε αδιέξοδο.
  5. Διδασκαλία, επιχειρηματολογία. Εδώ αναφερόμαστε στην τάση μερικών ανθρώπων να δείχνουν ότι γνωρίζουν τις καταστάσεις καλύτερα από μας προσπαθώντας έτσι να μας επηρεάσουν στις αποφάσεις μας. Οδηγεί τον συνομιλητή να νιώσει υποδεέστερος και ανεπαρκής (π.χ. «Δεν μπορείς να τελειώσεις την δουλειά σου όταν χαζεύεις», «Δεν πρόκειται να σε δεχθούν σε αυτή την εργασία με την αναπηρία που έχεις», «Όταν ήμουν στην ηλικία σου έπρεπε να κάνω τα διπλά από αυτά που κάνεις εσύ τώρα»).
  6. Κριτική, κατηγορία. Αναφερόμαστε εδώ στην αρνητική κρίση του άλλου. Τέτοιου είδους μηνύματα κάνουν τα ευπαθή άτομα να αισθάνονται ανεπαρκή και κατώτερα (π.χ. «Είσαι άσχετη, δεν ξέρεις τι σου γίνεται»). Η αρνητική κριτική μπορεί όμως να προκαλέσει και αντι-κριτική (π.χ. «Εσύ είσαι χειρότερη. Άκου ποιος μιλάει!»).
  7. Έπαινος. Καμιά φορά ο έπαινος δεν λειτουργεί θετικά, ιδιαίτερα όταν δεν είναι σύμφωνος με την αυτό-εικόνα του ατόμου που τον εισπράττει. Σε τέτοιες περιπτώσεις ερμηνεύεται ως κολακεία ή χειραγώγηση (π.χ. «Ελένη, είσαι διάνοια στα μαθηματικά». «Το λες αυτό για να προσπαθήσω περισσότερο»). Άλλοτε πάλι, μπορεί να θεωρηθεί ως ένδειξη ότι ο άλλος δεν μας καταλαβαίνει.
  8. Χαρακτηρισμοί, ταπεινώσεις. Χαρακτηρισμοί που ταπεινώνουν τον άλλο μπορεί να έχουν καταστροφική επίδραση στην αυτό-εικόνα του, ιδιαίτερα όταν νιώθει αρκετά ευάλωτος (π.χ. «Είσαι ηλίθιος», «Έχεις γίνει σαν μπαλόνι από το πάχος»).
  9. Ερμηνείες, διαγνώσεις. Τέτοιου είδους μηνύματα δίνουν την αίσθηση ότι ο συνομιλητής μας έχει ψυχολογήσει και γνωρίζει τα κίνητρα της συμπεριφοράς μας. Αυτά τα μηνύματα οδηγούν συχνά σε διακοπή της περαιτέρω επικοινωνίας (π.χ. «Τα λες αυτά γιατί ζηλεύεις!», «Αισθάνεσαι έτσι γιατί δεν τα πας καλά στο σχολείο...»).
  10. Ανάκριση. Η υποβολή ερωτήσεων κατά τρόπο ανακριτικό δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης στον άλλο. Το να προσπαθεί να βρει κανείς κίνητρα και αιτίες, να ψάχνει για περισσότερες πληροφορίες θέτοντας συνεχώς ερωτήσεις, οδηγεί σε μπλοκάρισμα της επικοινωνίας.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν τα χαρακτηριστικά και τους κανόνες της επιτυχημένης και της μη-επιτυχημένης επικοινωνίας τους οποίους πρέπει να γνωρίζουμε, γιατί αφορούν και χρωματίζουν την κάθε σχέση που αναπτύσσουμε. Ο βασικότερος στόχος στην διαπροσωπική επικοινωνία, -ιδιαίτερα όταν θέλουμε να είμαστε βοηθητικοί- είναι να δίνουμε την ευκαιρία στον συνομιλητή μας να εκφράσει ελεύθερα αυτό που θέλει. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται όταν δείχνουμε ενσυναίσθηση, ειλικρινές ενδιαφέρον, σεβασμό και όταν ακούμε προσεκτικά και δεν διακόπτουμε γενικά, όταν έχουμε υπόψη μας και προσπαθούμε όλα όσα προαναφέρθηκαν. Ο άμεσος στόχος είναι να βοηθηθεί ο συνομιλητής μας να μοιραστεί μαζί μας αυτό που τον ή την απασχολεί.

«Το μοίρασμα αυτό από μόνο του είναι βοηθητικό. Ακόμη και όταν δεν έχουμε τίποτε να αποκριθούμε, το να ακούμε σιωπηλά αλλά ενεργητικά και με ενδιαφέρον, βοηθάει».

Μαλικιώση-Λοΐζου Μαρία,2008

Συμβουλευτική Γονέων: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ

Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων

Σχετικά άρθρα