Θέλοντας να τονίσει τη διαφορά των μηνυμάτων που εκφέρονται σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, η Παππά (2006, σ. 172) σημειώνει χαρακτηριστικά: «Είναι διαφορετικό να πούμε: , από το να εκφέρουμε την πιο οικεία σε όλους μας φράση: ».
Είναι σαφές από το παραπάνω παράδειγμα ότι το πρώτο μήνυμα υποδεικνύει σεβασμό, κάνοντας έκκληση για συνεργασία, ενώ το δεύτερο απαξιώνει και υποτιμά την προσωπικότητα του παιδιού.
Τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο βοηθούν τα παιδιά να μάθουν πως η συμπεριφορά τους επηρεάζει τους άλλους, ενώ ταυτόχρονα, δείχνουν έμμεσα πόσο σημαντικό είναι να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη των πράξεών του όταν συμπεριφέρεται με έναν μη αρμόζοντα τρόπο.
Τα μηνύματα που εκφέρονται σε πρώτο πρόσωπο καταφέρνουν να αποτρέψουν τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά τους. Εστιάζουν σε τρία πράγματα: α) στην κατάσταση, β) στην επίδρασή της, γ) στα συναισθήματά μας.
Σύμφωνα με την Παππά (2006), η έκφραση των μηνυμάτων σε πρώτο πρόσωπο διευκολύνεται από τα παρακάτω βήματα:
- Περιγραφή της κατάστασης που μας προκαλεί το πρόβλημα, με όση περισσότερη σαφήνεια μπορούμε, χωρίς να διατυπώνουμε κατηγορίες: «Όταν δεν έρχεσαι σπίτι την ώρα που έχουμε συμφωνήσει, ούτε τηλεφωνείς …».
- Γνωστοποίηση της επίδρασης που έχει η κατάσταση αυτή σ’ εμάς: «… δεν ξέρω που βρίσκεσαι …».
- Προσδιορισμός του συναισθήματος που νιώθουμε: «… και αρχίζω ν’ ανησυχώ μήπως σου συνέβη κάτι …».
Τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο είναι η πιο κατάλληλη δεξιότητα επικοινωνίας όταν το πρόβλημα το έχει ο γονιός, όχι το παιδί. Προωθούν την επικοινωνία και τη συνεργασία γονέα-παιδιού και τον αμοιβαίο σεβασμό, αφού και ο γονέας εκφράζει και μοιράζεται τα συναισθήματά του και το παιδί δε γίνεται αντικείμενο μομφών και απαξίωσης από το γονέα.
Τέλος, εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι τα μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο όταν εκφέρονται με θυμό δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Χάνουν την πληροφοριακή και επικοινωνιακή τους διάσταση και μετατρέπονται ουσιαστικά σε μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο. Και εδώ χρειάζεται αρκετή εξάσκηση και προσοχή στη διατύπωση. Όταν όμως εφαρμοστούν και μεταδοθούν σωστά, η επίδρασή τους είναι άμεση και καθοριστική. Ο ρόλος τους είναι πολύ σημαντικός τόσο για τη μετάδοση των αρνητικών όσο και των θετικών συναισθημάτων (Παππά, 2006).
«Συχνά πιστεύουμε ότι από τη στιγμή που ένας άνθρωπος μας εμπιστεύεται μια σκέψη, πράξη ή συναίσθημα, θα πρέπει κάτι να κάνουμε, κάπως να αντιδράσουμε. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι απαραίτητο. Βοηθάμε ακούγοντας και προσπαθώντας με όλες τις βοηθητικές δεξιότητες που προαναφέρθηκαν, να ξεκαθαρίσει ο συνομιλητής μας τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα κίνητρα των πράξεων του. Αν επιτύχει σε αυτό, θα οδηγηθεί από μόνος του σε τρόπους βελτίωσής τους».
Μαλικιώση-Λοΐζου Μαρία,2008
Συμβουλευτική Γονέων: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ
Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων