Το άσθμα είναι μία από τις συχνότερες χρόνιες νόσους, με αυξανόμενη συχνότητα ιδιαίτερα στα παιδιά, που επηρεάζει περίπου 300 εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.
Το άσθμα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης διαταραχή των αεραγωγών, η οποία συμβάλει στην υπεραντιδραστικότητά τους, στον περιορισμό της ροής του αέρα, στα αναπνευστικά συμπτώματα (υποτροπιάζοντα επεισόδια συριγμού, δύσπνοιας, αισθήματος δυσφορίας στο στήθος και βήχα ειδικά κατά την νύχτα και νωρίς το πρωί) και στη χρονιότητα της νόσου.
Η έκθεση των ασθματικών ατόμων στους διάφορους παράγοντες κινδύνου αυξάνει την φλεγμονή και την υπεραντιδραστικότητα των αεραγωγών και προκαλεί την απόφραξή τους και τον περιορισμό της ροής του αέρα λόγω βρογχόσπασμου και αυξημένης συγκέντρωσης βυσμάτων βλέννας.
Ιστοπαθολογικά παρατηρείται απογύμνωση του επιθηλίου των αεραγωγών, εναπόθεση κολλαγόνου κάτω από τη βασική μεμβράνη, ενεργοποίηση των μαστοκυττάρων, διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα (ουδετερόφιλα, ηωσινόφιλα, Τ-λεμφοκύτταρα), οίδημα των αεραγωγών, υπερτροφία των λείων μυών των βρόγχων και των αδένων που παράγουν βλέννα και απόφραξη των μικρών αεραγωγών από βύσματα παχύρευστης βλέννας.
Οι παράγοντες κινδύνου που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια κρίση άσθματος είναι η έκθεση σε αλλεργιογόνα (όπως ακάρεα της σκόνης του σπιτιού, τα ζώα με τρίχωμα, οι κατσαρίδες, η γύρη και η μούχλα), η επαγγελματική έκθεση σε ερεθιστικές ουσίες, το κάπνισμα, οι ιογενείς λοιμώξεις αναπνευστικού, η άσκηση, οι ακραίες εκφράσεις συναισθηματικών καταστάσεων, χημικά ερεθιστικά και φάρμακα (όπως ασπιρίνη και β-αποκλειστές).
Οι κρίσεις άσθματος (παροξύνσεις) είναι διαλείπουσες, αλλά η φλεγμονή των αεραγωγών είναι παρούσα σε χρόνια βάση.
Διάγνωση του άσθματος:
Η παρουσία οποιουδήποτε από τα παρακάτω σημεία και συμπτώματα πρέπει να εγείρει την υποψία άσθματος:
- Συριγμός - υψηλής συχνότητας ήχος που μοιάζει με σφύριγμα κατά την εκπνοή - ειδικά σε παιδιά (αν και μια φυσιολογική εξέταση του θώρακα δεν αποκλείει το άσθμα).
- Ιστορικό ενός τουλάχιστον από τα ακόλουθα:
- Βήχας, ιδιαίτερα όταν επιδεινώνεται τη νύχτα.
- Υποτροπιάζων συριγμός.
- Υποτροπιάζουσα δυσκολία στην αναπνοή.
- Υποτροπιάζον αίσθημα βάρους στο θώρακα.
- Τα συμπτώματα παρατηρούνται ή επιδεινώνονται τη νύχτα, ξυπνώντας τον ασθενή.
- Τα συμπτώματα παρατηρούνται ή επιδεινώνονται σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους.
- Ο ασθενής έχει επίσης έκζεμα, αλλεργική ρινίτιδα, οικογενειακό ιστορικό άσθματος ή ατοπίας.
- Τα συμπτώματα παρατηρούνται ή επιδεινώνονται με την παρουσία:
- ζώων με τρίχωμα
- χημικών σε μορφή αερολύματος
- αλλαγών στη θερμοκρασία
- ακάρεων οικιακής σκόνης
- φαρμάκων (ασπιρίνη, β -αποκλειστές)
- άσκησης
- γύρης
- (ιογενών) λοιμώξεων αναπνευστικού
- καπνού
- ακραίων εκφράσεων συναισθηματικών καταστάσεων
- Τα συμπτώματα βελτιώνονται με αντιασθματική αγωγή.
- Τα "κρυώματα" του ασθενούς κατεβαίνουν στο στήθος ή απαιτούν πάνω από 10 μέρες για να υποχωρήσουν.
Διαγνωστικές δοκιμασίες:
Οι μετρήσεις της αναπνευστικής λειτουργίας παρέχουν μια εκτίμηση της σοβαρότητας, της αναστρεψιμότητας και των διακυμάνσεων του περιορισμού της ροής αέρα και βοηθούν στη επιβεβαίωση της διάγνωσης του άσθματος.
Η σπιρομέτρηση είναι η μέθοδος εκλογής για τον υπολογισμό του περιορισμού της ροής αέρα και της αναστρεψιμότητας του, έτσι ώστε να τεθεί η διάγνωση του άσθματος.
Η αύξηση της FEV1 κατά >12% και 200ml μετά τη χορήγηση βρογχοδιασταλτικού υποδηλώνει αναστρεψιμότητα του περιορισμού στη ροή αέρα συμβατή με άσθμα (ωστόσο, οι περισσότεροι ασθματικοί δεν επιδεικνύουν αναστρεψιμότητα σε κάθε έλεγχο και γι' αυτό συνιστώνται επανειλημμένες μετρήσεις).
Οι μετρήσεις της μέγιστης εκπνευστικής ροής (peak expiratory flow, PEF) μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά τόσο στη διάγνωση όσο και στην παρακολούθηση του άσθματος.
Το ιδανικό είναι οι μετρήσεις της PEF να συγκρίνονται με την καλύτερη μέτρηση που έχει επιτύχει ο ίδιος ασθενής στο παρελθόν και χρησιμοποιώντας το δικό του ροόμετρο.
Βελτίωση της τάξης των 60 lt/min (ή τουλάχιστον 20% σε σχέση με την PEF προ βρογχοδιαστολής) μετά την εισπνοή βρογχοδιασταλτικού, ή ημερήσια διακύμανση της PEF κατά τουλάχιστον 20% (αν οι μετρήσεις γίνονται δύο φορές την ημέρα, τότε τουλάχιστον 10%), υποδεικνύει τη διάγνωση άσθματος.
Πρόσθετες διαγνωστικές δοκιμασίες :
Σε ασθενείς με συμπτώματα συμβατά με άσθμα, που έχουν όμως φυσιολογική αναπνευστική λειτουργία, ο υπολογισμός της αντιδραστικότητας των αεραγωγών σε μεταχολίνη και ισταμίνη καθώς και η άμεση πρόκληση των αεραγωγών με εισπνοή μαννιτόλης ή η πρόκληση με άσκηση, μπορούν να βοηθήσουν στη διάγνωση του άσθματος.
Δερματικές δοκιμασίες με αλλεργιογόνα ή μέτρηση ειδικής IgE στον ορό: Η παρουσία αλλεργιών αυξάνει την πιθανότητα διάγνωσης άσθματος και μπορεί να βοηθήσει στην αναγνώριση παραγόντων κινδύνου που προκαλούν συμπτώματα άσθματος σε συγκεκριμένους ασθενείς.
Διαγνωστικές προκλήσεις:
Παραλλαγή του άσθματος με βήχα: Μερικοί ασθενείς με άσθμα έχουν ως κύριο, ή και μοναδικό σύμπτωμα το χρόνιο βήχα (συχνά κατά τη νύχτα). Για αυτούς τους ασθενείς η καταγραφή των διακυμάνσεων της αναπνευστικής λειτουργίας και της υπεραντιδραστικότητας των αεραγωγών είναι ιδιαιτέρως σημαντικές.
Βρογχόσπασμος εκλυόμενος κατά την άσκηση: Η φυσική δραστηριότητα είναι μια συχνή αιτία πρόκλησης συμπτωμάτων για τους περισσότερους ασθματικούς και για μερικούς (συμπεριλαμβανομένων και πολλών παιδιών) είναι η μόνη αιτία. Η δοκιμασία άσκησης με βάση ένα πρωτόκολλο τρεξίματος 8 λεπτών μπορεί να τεκμηριώσει τη διάγνωση άσθματος.
Παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών: Δεν έχουν όλα τα παιδιά με συριγμό άσθμα. Σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα η διάγνωση του άσθματος βασίζεται κυρίως στην κρίση του γιατρού με βάση την κλινική εικόνα και πρέπει να αναθεωρείται περιοδικά καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Το άσθμα στους ηλικιωμένους: Η διάγνωση και η θεραπεία του άσθματος στους ηλικιωμένους περιπλέκονται εξαιτίας αρκετών παραγόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η μειωμένη αντίληψη των συμπτωμάτων, η αποδοχή της δύσπνοιας ως 'φυσιολογικού' συμπτώματος για τη μεγάλη ηλικία καθώς και οι μειωμένες απαιτήσεις κινητικότητας και φυσικής δραστηριότητας. Ο διαχωρισμός του άσθματος από τη ΧΑΠ είναι ιδιαίτερα δύσκολος και μπορεί να απαιτηθεί η δοκιμαστική χορήγηση θεραπείας.
Επαγγελματικό άσθμα: Το άσθμα που αποκτάται στο χώρο εργασίας συχνά μένει αδιάγνωστο. Για τη διάγνωση απαιτείται ακριβές ιστορικό επαγγελματικής έκθεσης σε ευαισθητοποιούς παράγοντες, η απουσία συμπτωματολογίας άσθματος πριν την έναρξη της εργασίας και μια επιβεβαιωμένη σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων και του χώρου εργασίας (βελτίωση των συμπτωμάτων όταν ο ασθενής δεν είναι στο χώρο εργασίας και επιδείνωση με την επιστροφή στη δουλειά).
Πηγή: Διεθνείς θέσεις ομοφωνίας για το άσθμα (GINA).