Το μαγνήσιο στην κλινική πράξη

Το μαγνήσιο (magnesium) είναι το δεύτερο πιο διαδεδομένο κατιόν στα σπονδυλωτά, και ένα σημαντικό συστατικό όλων των μαλακών ιστών και των οστών στο ανθρώπινο σώμα. Εμπλέκεται σε πληθώρα ενζυμικών αντιδράσεων, και αν δεν παραμείνει αυστηρά εντός φυσιολογικών ορίων, μπορεί να προκαλέσει πολλαπλές και σοβαρές διαταραχές. Η χρήση συμπληρωμάτων μαγνησίου είναι μια σχετικά ακίνδυνη θεραπευτική επιλογή, με πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης. Περαιτέρω έρευνα είναι αναγκαία για να αναγνωριστούν επιπλέον θεραπευτικές ενδείξεις του στοιχείου αυτού, που φαίνεται να υπόσχεται πολλά στη θεραπευτική πολλών συστηματικών ννοσημάτων.

Μαγνήσιο και καρδιαγγειακή νόσος

Στεφανιαία νόσος

Το μαγνήσιο παρεμποδίζει πολλές από τις φυσιολογικές δράσεις του ασβεστίου. Επιδημιολογικά δεδομένα που συνδέουν την ανεπάρκεια μαγνησίου με τη στεφανιαία νόσο αποτελούν αντικείμενο μελέτης για πάνω από τρεις δεκαετίες. Στη μελέτη ARIC (Atherosclerosis Risk in Communities study), που περιελάμβανε 13.922 συμμετέχοντες, το χαμηλό μαγνήσιο φάνηκε να συμμετέχει πιθανά στην παθογένεια της στεφανιαίας νόσου. Το αγγειακό ενδοθήλιο διαδραματίζει πρωταρχικό ρόλο στην ομοιοστασία του κυκλοφορικού συστήματος μέσω της ιδιότητάς του να ρυθμίζει τον τόνο των αγγείων, το remodelling, τον περικυττάριο χώρο, την αιμόσταση και τη θρόμβωση. Η θεραπεία με μαγνήσιο φαίνεται να βελτιώνει τη λειτουργικότητα του ενδοθηλίου, την αντοχή στην άσκηση και την καρδιογραφική απάντηση στην ισχαιμία. Η υψηλότερη συγκέντρωση του ελεύθερου ιόντος Mg2+ στην κυκλοφορία πιθανά βελτιώνει την ενδοκυττάρια παραγωγή ΑΤΡ και τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης, αφού το μαγνήσιο είναι συμπαράγοντας του ΑΤΡ.

Μαγνήσιο

Επειδή είναι φυσικός αναστολέας των διαύλων ασβεστίου, μειώνει την απελευθέρωση ασβεστίου από το σαρκοπλασματικό δίκτυο και προστατεύει τα κύτταρα από την περίσσεια ασβεστίου σε συνθήκες ισχαιμίας. Το μαγνήσιο μειώνει τις συστηματικές και πνευμονικές αγγειακές αντιστάσεις, με επακόλουθη μείωση στην αρτηριακή πίεση, ήπια αύξηση του καρδιακού δείκτη και βελτίωση του σπασμού των στεφανιαίων αγγείων, σε ασθενείς με στηθάγχη. Η υποκατάσταση με μαγνήσιο μειώνει την εξαρτωμένη από τα αιμοπετάλια θρόμβωση σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο. Επιπλέον είναι απαραίτητο για την ηλεκτρική σταθερότητα του μυοκαρδίου, η ανεπάρκειά του έχει σχετιστεί με σπασμό των στεφανιαίων αγγείων και διάφορες αρρυθμίες, μέσω απώλειας του ενδοκυττάριου καλίου, ενώ η αυξημένη πρόσληψή του έχει βρεθεί να έχει αντιαρρυθμική δράση. Μια ισορροπημένη διατροφή πλούσια σε μαγνήσιο, με αυξημένη πρόσληψη προϊόντων ολικής αλέσεως, φρούτων και λαχανικών, επιδοκιμάζεται, αφού η αυξημένη πρόσληψη μαγνησίου γενικά, φαίνεται να μειώνει σε κάποιο βαθμό τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου.

Η στεφανιαία νόσος θεωρείται κατάσταση αυξημένης απώλειας μαγνησίου και σχετικής ανεπάρκειας αυτού. Η συμπληρωματική υποκατάσταση του ιόντος από το στόμα έχει φανεί να βελτιώνει την αντοχή στην άσκηση, το στηθαγχικό άλγος κατά την άσκηση, και την ποιότητα ζωής των στεφανιαίων ασθενών. Συνεπώς, είναι ένα οικονομικό, φυσικό και σχετικά ακίνδυνο στοιχείο, η χρήση του οποίου δικαιολογείται ως επικουρική θεραπεία στους ασθενείς με στεφανιαία νόσο.

Αγγειακή εγκεφαλική νόσος

Η Atherosclerosis risk in Communities study (ARIC) έδειξε αντίστροφη σχέση του μαγνησίου ορού και της διαιτητικής πρόσληψης με την ανάπτυξη αθηρωμάτωσης καρωτίδων σε υγιείς μεσήλικους. Επιπρόσθετα, η υπομαγνησιαιμία έχει βρεθεί να σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο νευρολογικών συμβαμάτων σε ασθενείς με συμπτωματική περιφερική αγγειακή νόσο. Ακόμη και μικρές μεταβολές στη συγκέντρωση του εξωκυττάριου μαγνησίου μπορεί να επηρεάσει τον τόνο των λείων μυϊκών ινών των εγκεφαλικών αρτηριών. Το μαγνήσιο είναι σημαντικός ρυθμιστής της εξαρτημένης από τα αιμοπετάλια θρόμβωσης και συμμετέχει στην παθοφυσιολογία της εγκεφαλικής αθηροσκλήρωσης.

Τα επίπεδα μαγνησίου έχουν βρεθεί να σχετίζονται αρνητικά με τα επίπεδα του παράγοντα von Willebrand, τα οποία με τη σειρά τους σχετίζονται θετικά με την επίπτωση του ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Φαίνεται επίσης, πως το χαμηλό μαγνήσιο ορού επιταχύνει την αθηρογένεση προάγοντας τη φλεγμονή και αυξάνοντας την LDL στον ορό αλλά και την οξείδωση της τελευταίας. Η διαιτητική πρόσληψη μαγνησίου σχετίζεται αρνητικά με τα επίπεδα LDL χοληστερόλης και θετικά με τα επίπεδα HDL χοληστερόλης. Υπάρχουν ενδείξεις πως η πρόσληψη μαγνησίου βελτιώνει την αρτηριακή πίεση και μειώνει την επίπτωση των εγκεφαλικών επεισοδίων.

Στη μελέτη Nurses' Health Study, η πρόσληψη μαγνησίου με την τροφή σχετίστηκε αρνητικά με αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικού εγκεφαλικού. Συνεπώς, η υποκατάσταση του μαγνησίου πιθανά θα πρέπει να συστήνεται σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο.

Μαγνήσιο και σακχαρώδης διαβήτης

Το χαμηλό μαγνήσιο ορού και δίαιτας έχει σχετιστεί με αυξημένη επίπτωση διαβήτη τύπου 2 σε πολλές επιδημιολογικές μελέτες, συμπεριλαμβανομένων των ARIC study  και Nurses' Health Study. Επιπρόσθετα, η υποκατάσταση του μαγνησίου από το στόμα βελτιώνει την ινσουλινοευαισθησία και το μεταβολικό έλεγχο σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.

Η υπομαγνησιαιμία είναι μια συχνή κατάσταση στους διαβητικούς ασθενείς. Υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις που συνδέουν την υπομαγνησιαιμία με τη μείωση της τυροσινικής κινάσης στο επίπεδο του ινσουλινικού υποδοχέα. Επιπρόσθετα, η χαμηλή συγκέντρωση μαγνησίου μειώνει την αυτοφωσφορυλίωση στη β-υποομάδα του ινσουλινικού υποδοχέα, παραβλάπτοντας την πρόσληψη και τη χρησιμοποίηση της γλυκόζης, αυξάνοντας την ινσουλινοαντίσταση και επιδεινώνοντας το μεταβολικό έλεγχο στους διαβητικούς ασθενείς.

Συνολικά, αφού πολλά από τα ένζυμα που ενέχονται στο μεταβολισμό των υδατανθράκων χρειάζονται το μαγνήσιο ως συμπαράγοντα στις αντιδράσεις που χρησιμοποιούνται δεσμοί φωσφόρου, η έλλειψη αυτού μπορεί να αναστείλλει την όλη διαδικασία. Τα επίπεδα μαγνησίου ορού στους διαβητικούς θα πρέπει να προσδιορίζονται δύο φορές το χρόνο, γιατί με τον καιρό τείνουν να υποχωρούν. Συμπερασματικά, η αυξημένη κατανάλωση μαγνησίου σε συνδυασμό με την τροποποίηση και των άλλων παραγόντων κινδύνου, μπορεί να αποτελεί ένα νέο θεραπευτικό μέσο για την πρόληψη του σακχαρώδους διαβήτη και των επιπλοκών του. Η αύξηση των επιπέδων μαγνησίου μόνο με διαιτητικά μέσα μπορεί να μην επαρκεί για ένα τέτοιο αποτέλεσμα.

Το μαγνήσιο στη θεραπεία του άσθματος και της ατοπικής δερματίτιδας

Η έλλειψη μαγνησίου προκαλεί βλάβες στην ανοσία. Συγκεκριμένα, σε πειραματικά μοντέλα, κυρίως ποντικών, η υπομαγνησιαιμία οδηγεί σε χαρακτηριστική υπεραιμία, αύξηση της IgE ανοσοσφαιρίνης, ουδετεροφιλία και ηωσινοφιλία, αύξηση στα επίπεδα προφλεγμονωδών παραγόντων, αποκοκκίωση μαστοκυττάρων, υπερισταμιναιμία και σπληνομεγαλία. Τα συμπτώματα αυτά που παρατηρούνται στα υπομαγνησιαιμικά ποντίκια είναι ανάλογα των ατοπικών ασθενών. Κλινικές παρατηρήσεις δείχνουν ευεργετικό αποτέλεσμα της τοπικής και από του στόματος χορήγησης αλάτων μαγνησίου σε ασθενείς με αλλεργική δερματίτιδα. Τα μέχρι τώρα δεδομένα υποδηλώνουν ένα σημαντικό ρόλο του μαγνησίου στις αλλεργικές αντιδράσεις.

Μετααναλύσεις τυχαιοποιημένων συγκριτικών μελετών έχουν επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητα τόσο του ενδοφλέβιου όσο και του εισπνεόμενου (επικουρικά στην εισπνεόμενη σαλβουταμόλη) μαγνησίου στο σοβαρής μορφής άσθμα. Το συμπέρασμα αυτό μένει να επιβεβαιωθεί περαιτέρω ερευνητικά, ώστε να καθοριστεί η αποτελεσματικότητα στις διάφορες υποομάδες ασθενών, οι θεραπευτικές δόσεις, και η ενδεδειγμένη οδός χορήγησης.

Οι διεθνείς οδηγίες στην παρούσα φάση συστήνουν τη χρήση ενδοφλέβιου μαγνησίου στο άσθμα σοβαρής μορφής, και ανάλογα θεραπευτικά πρωτόκολλα χρησιμοποιούνται πλέον στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στη Β. Αμερική.

Το μαγνήσιο στη θεραπεία των μυϊκών κραμπών

Μια από τις βασικές βιοχημικές δράσεις του μαγνησίου αφορά στη νευρομυϊκή μεταβίβαση και στη μυϊκή σύσπαση, στις οποίες συμμετέχει ως συμπαράγοντας. Το μαγνήσιο μειώνει την απελευθέρωση της ακετυλοχολίνης από τις νευρικές απολήξεις και καταστέλλει τη διεγερσιμότητα των νευρικών και μυϊκών μεμβρανών. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μυϊκή σύσπαση και χάλαση, ρυθμίζοντας τους διαύλους ασβεστίου, ευοδώνοντας την επαναπρόσληψη του ασβεστίου στο σαρκοπλασματικό δίκτυο μέσω της εξαρτημένης από το μαγνήσιο ΑΤΡάσης και του κυκλικού ΑΜΡ, αλλά και διευκολύνοντας την αλληλεπίδραση ακτίνης-μυοσίνης μέσω της ίδιας ΑΤΡάσης. Η υπομαγνησιαιμία δύναται να προκαλέσει αυτόματους μυϊκούς σπασμούς, μυϊκή αδυναμία, ινιδισμό, κράμπες, τρόμο, και παραισθησίες.

Η ανεπάρκεια μαγνησίου επηρεάζει σημαντικά τη μυϊκή ισχύ. Συνήθεις τακτικές των αθλητών, με σκοπό τον έλεγχο του σωματικού βάρους, μπορεί να οδηγήσουν σε έλλειμμα μαγνησίου. Επειδή οι απώλειες είναι σημαντικές και η πρόσληψη συχνά ανεπαρκής, οι αθλητές πιθανά θα πρέπει να λαμβάνουν συμπληρώματα μαγνησίου, ιδιαίτερα κατά την περίοδο απώλειας βάρους. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ακόμη και οριακή ένδεια μαγνησίου επηρεάζει την απόδοση στην άσκηση και επιδεινώνει τις αρνητικές συνέπειες της έντονης καταπόνησης (πχ. το οξειδωτικό stress).

Η υπερβολική άσκηση αυξάνει προφανώς την απώλεια μαγνησίου στα ούρα και στον ιδρώτα, και μπορεί να αυξήσει τις ανάγκες σε αυτό κατά 10-20%. Στην καθημέρα πράξη, συμπληρώματα μαγνησίου από το στόμα είναι διαθέσιμα και έχουν φανεί ευεργετικά στην αντιμετώπιση των μυϊκών κραμπών και της μυϊκής ατονίας.

Το μαγνήσιο στην κύηση

Κατά την κύηση, οι μυϊκές κράμπες φαίνεται να βελτιώνονται με τη λήψη μαγνησίου. Το μαγνήσιο είναι θεραπεία πρώτης γραμμής για τοκόλυση, σε περίπτωση πρόωρου τοκετού, αφού αναστέλλει τις αυτόματες συσπάσεις της μήτρας. Παρ' όλα αυτά, επειδή δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα για το τελευταίο, περαιτέρω έρευνα είναι αναγκαία για τον καθορισμό του ακριβούς μηχανισμού δράσης. Στις γυναίκες με εκλαμψία, το μαγνήσιο μειώνει τον κίνδυνο υποτροπής των σπασμών, πιθανά ελαττώνει τη μητρική θνησιμότητα και βελτιώνει την κλινική έκβαση του εμβρύου. Το μαγνήσιο μειώνει τουλάχιστον κατά το ήμισυ τον κίνδυνο για εμφάνιση εκλαμψίας. Θεωρείται το φάρμακο εκλογής για γυναίκες με προεκλαμψία και εκλαμψία.

Μαγνήσιο και γήρας

Η ένδεια μαγνησίου εκτός από την αρνητική επίδραση στο μονοπάτι παραγωγής ενέργειας στα μιτοχόνδρια, μειώνει επίσης τον ουδό αντιοξειδωτικής ικανότητας του γηράσκοντος οργανισμού και την αντίστασή του στις βλάβες από τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου. Η χρόνια φλεγμονή και το οξειδωτικό stress έχουν αναγνωριστεί ως παθογενετικοί παράγοντες στη διαδικασία της γήρανσης και σε διάφορες σχετιζόμενες νόσους. Η χρόνια ένδεια μαγνησίου οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή ελεύθερων ριζών οξυγόνου και χρόνια ήπια φλεγμονή.

Το γήρας συνδέεται συχνά με ένδεια μαγνησίου και με αυξημένη επίπτωση χρονιών νόσων με απώλεια μυϊκής μάζας και σαρκοπενία, μεταβολή στην ανοσιακή απάντηση, αθηροσκλήρυνση, διαβήτη, και καρδιομεταβολικό σύνδρομο. Η κυριότερη αιτία ένδειας μαγνησίου στον υπερήλικο πληθυσμό είναι διαιτητική, αν και τα δευτεροπαθή αίτια που αφορούν το γήρας μπορεί να προκύπτουν από πολλούς διαφορετικούς μηχανισμούς. Αυτά περιλαμβάνουν μειωμένη απορρόφηση από το γαστρεντερικό, μειωμένες οστικές αποθήκες και αυξημένη απώλεια από τα ούρα (διουρητικά).

Μαγνήσιο και νευροψυχιατρικές διαταραχές

Το μαγνήσιο έχει σημαντική δράση στη διεγερσιμότητα των νεύρων. Τα πιο χαρακτηριστικά σημεία και συμπτώματα της υπομαγνησιαιμίας προκύπτουν από τη νευρική και νευρομυϊκή υπερδιεγερσιμότητα. Επιπρόσθετα, οι αδρενεργικές δράσεις του ψυχικού stress προκαλούν τη μετακίνηση του μαγνησίου από τον ενδοκυττάριο στον εξωκυττάριο χώρο, αυξάνοντας την αποβολή από τα ούρα και τελικά μειώνοντας τις οστικές αποθήκες. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στη Νευρολογία και την Ψυχιατρική μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα μαγνησίου στο αίμα.

Η ένδεια μαγνησίου ασκεί πίεση στους συζευγμένους με το N-methyl-d-aspartate (NMDA) διαύλους ασβεστίου, ώστε να ανοίξουν, προκαλώντας νευρική βλάβη και δυσλειτουργία, που μπορεί στον άνθρωπο να εκφραστεί ως μείζονα κατάθλιψη. Το μαγνήσιο του εγκεφαλονωτιαίου υγρού έχει βρεθεί χαμηλό σε ανθεκτικές στη θεραπεία καταθλίψεις με αυτοκτονικό ιδεασμό και σε ασθενείς που έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν. Το μαγνήσιο έχει αποδειχθεί το ίδιο αποτελεσματικό με το τρικυκλικό αντικαταθλιπτικό ιμιπραμίνη στη θεραπεία καταθλιπτικών ασθενών με διαβήτη και χωρίς τις παρενέργειες αυτής. Η υποκατάσταση με μαγνήσιο μπορεί να αποτελεί σημαντική θεραπευτική επιλογή στη θεραπεία της ανηδονίας σε ασθενείς με μείζονα κατάθλιψη.

Μελέτες έχουν δείξει πως ασθενείς με αθροιστική κεφαλαλγία και κλασική ή κοινή ημικρανία, κυρίως την ημικρανία του προεμμηνορυσιακού συνδρόμου, έχουν χαμηλά επίπεδα μαγνησίου. Η χορήγηση μαγνησίου από το στόμα ή ενδοφλέβια έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς στη θεραπεία της χρόνιας ή της οξείας ημικρανίας. Τελικά, η υποκατάσταση του μαγνησίου με συμπληρώματα έχει αποδειχθεί χρήσιμη στη θεραπεία του συνδρόμου των ανήσυχων ποδιών, του περιοχικού πόνου, της περιφερικής νευροπάθειας μετά από χημειοθεραπεία, κλπ .

Πηγή: Β.Α. Λαμπαδιάρη - Μαγνήσιο - Ένα παλαιό στοιχείο με πολλές νέες δυνατότητες

Διαβάστε επίσης: Μαγνήσιο

Σχετικά άρθρα

Ινσουλίνη ορού

Διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια