Η γλυκόζη ή σάκχαρο (Glucose) του αίματος προέρχεται από το μεταβολισμό των υδατανθράκων της τροφής και από την μετατροπή του γλυκογόνου σε γλυκόζη στο ήπαρ. Η διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα επιτυγχάνεται με την ρύθμιση δύο ορμονών, της γλυκαγόνης η οποία αυξάνει τη γλυκόζη του αίματος επιταχύνοντας την αποσύνθεση του γλυκογόνου στο ήπαρ και της ινσουλίνης η οποία μειώνει την γλυκόζη του αίματος διευκολύνοντας την διέλευσή της στα κύτταρα ώστε να χρησιμοποιηθεί ως ενεργειακό υπόστρωμα.
Η μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος επιτρέπει την ανίχνευση των διαταραχών του μεταβολισμού της γλυκόζης. Μολονότι στρεσογόνες καταστάσεις, όπως τα εγκαύματα ή τα τραύματα μπορούν να αυξήσουν την γλυκόζη του ορού, η πιο συνηθισμένη αιτία διαταραχής του μεταβολισμού της γλυκόζης είναι ο σακχαρώδης διαβήτης.
Η γλυκόζη αποτελεί τον κύριο υδατάνθρακα, που χρησιμοποιείται από τους ζώντες οργανισμούς για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Η γλυκόλυση αποτελεί το πρώτο στάδιο για τη διάσπαση της γλυκόζης. Γίνεται στο κυτταρόπλασμα των κυττάρων χωρίς τη χρησιμοποίηση οξυγόνου. Στο στάδιο αυτό ένα μόριο γλυκόζης διασπάται αρχικά σε δύο μόρια τριοζών (υδατάνθρακες με τρία άτομα άνθρακα) που στη συνέχεια μετατρέπονται σε δύο μόρια πυροσταφυλικού οξέος, με ενεργειακό όφελος δύο μορίων ΑΤΡ για το κύτταρο. Η τύχη του πυροσταφυλικού οξέος από εδώ και πέρα εξαρτάται από την παρουσία ή όχι οξυγόνου στο περιβάλλον του κυττάρου, αλλά και από τη δυνατότητα του κυττάρου να το χρησιμοποιήσει. Αν η διαδικασία γίνεται παρουσία οξυγόνου, το πυροσταφυλικό οξύ εισέρχεται στο μιτοχόνδριο και οξειδώνεται πλήρως προς διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και νερό (H2O) (αερόβια αναπνοή). Αν δεν υπάρχει οξυγόνο (αναερόβια αναπνοή), το πυροσταφυλικό οξύ μετατρέπεται, ανάλογα με το είδος του κυττάρου, σε αιθυλική αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα (αλκοολική ζύμωση) ή σε γαλακτικό οξύ (γαλακτική ζύμωση). Στην αερόβια αναπνοή η πλήρης οξείδωση του πυροσταφυλικού οξέος, που έχει παραχθεί κατά τη γλυκόλυση, γίνεται σε δύο στάδια: τον κύκλο του κιτρικού οξέος ή κύκλο του Krebs που περιλαμβάνει μια σειρά αντιδράσεων στα μιτοχόνδρια, χωρίς να χρησιμοποιείται οξυγόνο, όπου το πυροσταφυλικό οξύ, που είχε παραχθεί από τη γλυκόλυση, μετατρέπεται σε ακετυλο-συνένζυμο Α το οποίο εισέρχεται στον κύκλο του κιτρικού οξέος όπου μεταξύ άλλων, σχηματίζονται ΑΤΡ, και CΟ2 με ενεργειακό όφελος δύο μορίων ΑΤΡ και την οξειδωτική φωσφορυλίωση που συμβαίνει παρουσία οξυγόνου στις αναδιπλώσεις της εσωτερικής μεμβράνης των μιτοχονδρίων και συνοδεύεται από απελευθέρωση ενέργειας, μέρος της οποίας χρησιμοποιείται για την παραγωγή 32 μορίων ΑΤΡ από την διφωσφορική αδενοσύνη (ADP) και μία ανόργανη φωσφορική ρίζα (Pi). Στην περίπτωση της αναερόβιας αναπνοής όπου μια μεγάλη ποικιλία μικροοργανισμών οξειδώνουν τη γλυκόζη για την παραγωγή ΑΤΡ χωρίς την παρουσία οξυγόνου, τα δύο μόρια του πυροσταφυλικού οξέος, μετατρέπονται κυρίως στις ζύμες (μονοκύτταρους οργανισμούς που ανήκουν στους μύκητες) σε δύο μόρια αιθυλικής αλκοόλης και δύο μόρια διοξειδίου του άνθρακα (αλκοολική ζύμωση) είτε σε δύο μόρια γαλακτικού οξέος στους μικροοργανισμούς (βακτήρια) (γαλακτική ζύμωση) αλλά και στους μύες (αvαερόβια γλυκόλυση), όταν η διαθέσιμη ποσότητα οξυγόνου στο περιβάλλον τους είναι περιορισμένη και το πυρoσταφυλικό παρουσία του εvζύμoυ αφυδρoγovάση τoυ γαλακτικoύ, ανάγεται με σύγχρονη επαvoξείδωση τoυ NADH, προς γαλακτικό οξύ το οποίο αποβάλλεται είτε μετατρέπεται πάλι σε γλυκόζη (μέσω πυρoσταφυλικoύ και oξαλoξικoύ oξέoς) και από εκεί σε γλυκoγόvo. |
Η γλυκόζη νηστείας (Fasting Plasma Glucose - FPG) όπου σαν νηστεία ορίζεται η ολονύχτια για τουλάχιστον 8 ώρες μη θερμιδική πρόσληψη, αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο ελέγχου του σακχαρώδη διαβήτη. Τιμές της γλυκόζης νηστείας ≥126 mg/dL (7.0 mmol/L) θέτουν την διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη σύμφωνα με τα νεότερα διαγνωστικά κριτήρια. Η παρουσία επίσης των κλασικών συμπτωμάτων του σακχαρώδη διαβήτη (πολυουρία, πολυδιψία και ανεξήγητη απώλεια βάρους) σε συνδυασμό με μία τυχαία μέτρηση του σακχάρου οποιαδήποτε ώρα της ημέρας χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος παρέλευσης από το τελευταίο γεύμα και εύρεσης μιας τιμής ≥200 mg/dL (11.1 mmol/L) θέτουν επίσης την διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη.
Τιμές επίσης της γλυκόζης του αίματος 2 ώρες μετά από μετά από φόρτιση με 75 g άνυδρης γλυκόζης και εκτέλεση της δοκιμασίας ανοχής γλυκόζης (OGTT) ≥200 mg/dL (11.1 mmol/L), αν και δεν συνιστάται για κλινική χρήση ρουτίνας αποτελούν επίσης διαγνωστικό κριτήριο για τον σακχαρώδη διαβήτη.
Εκτός από τη γλυκόζη νηστείας, μερικές φορές αξιολογούνται και τα μεταγευματικά (2 ώρες μετά από γεύμα) επίπεδα της γλυκόζης του αίματος. Σε μη διαβητικά άτομα τα μεταγευματικά επίπεδα γλυκόζης του αίματος, είναι συνήθως <120-140 mg/dL. Μετά από ένα γεύμα, τα επίπεδα γλυκόζης αυξάνουν στο μέγιστο σε περίπου 1 ώρα και στη συνέχεια επιστρέφουν στα προγευματικά επίπεδα εντός 2-3 ωρών. Αυτή η διαφορά των επιπέδων της γλυκόζης οφείλεται στην δράση της ινσουλίνης που εκκρίνεται μετά την πρόσληψη τροφής. Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, η απόκριση στην ινσουλίνη είναι μειωμένη ή απουσιάζει, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται αυξημένα επίπεδα μεταγευματικής γλυκόζης, τα οποία φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον γλυκαιμικό έλεγχο.
Τιμές γλυκόζης νηστείας:
- Φυσιολογική γλυκόζη νηστείας: <100 mg/dL (<5,6 mmol/L).
- Διαταραγμένη γλυκόζη νηστείας: 100-125 mg/dL ( 5,6-6,9 mmol/L).
- Σακχαρώδης διαβήτης: ≥126 mg/dL ( ≥7,0 mmol/L) (η διάγνωση πρέπει να επιβεβαιωθεί)
Η γλυκόζη αίματος αυξάνει σε:
- Ακρομεγαλία.
- Αδένωμα του παγκρέατος.
- Εγκεφαλικό τραύμα.
- Εγκαύματα.
- Σύνδρομο Cushing.
- Σακχαρώδη διαβήτη.
- Εκλαμψία.
- Υπερλιποπρωτεϊναιμία.
- Υπερθυρεοειδισμός.
- Ηπατικά νοσήματα.
- Υποσιτισμός.
- Έμφραγμα του μυοκαρδίου.
- Παχυσαρκία.
- Καρκίνος του παγκρέατος.
- Παγκρεατίτιδα.
- Φαιοχρωμοκύττωμα.
- Όγκους της υπόφυσης.
- Παρατεταμένος κλινοστατισμός.
- Νεφρική ανεπάρκεια (χρόνια).
- Shock.
- Θυρεοτοξίκωση.
- Τραύμα.
Η γλυκόζη αίματος μειώνεται σε:
- Νόσο του Addison.
- Άγχος.
- Βακτηριακή σήψη.
- Υπερβολική άσκηση.
- Νόσο αποθήκευσης γλυκογόνο (γλυκογονίαση).
- Ηπατική νέκρωση.
- Υποθυρεοειδισμό.
- Ινσουλίνωμα.
- Καρκίνος των νησίδων του παγκρέατος.
- Δυσαπορρόφηση.
- Υπολειτουργία υπόφυσης.
- Μετά από γαστρεκτομή.
- Αντιδραστική υπογλυκαιμία λόγω υψηλής πρόσληψης υδατανθράκων.
- Στρες.
Φάρμακα που μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας στο αίμα:
- Άτυπα αντιψυχωσικά.
- Αζαθειοπρίνη.
- Βασιλιξιμάμπη (μονοκλωνικό αντίσωμα για την πρόληψη οξείας απόρριψης οργάνου).
- Βήτα αποκλειστές.
- Βικαλουταμίδη (αντιανδρογόνο).
- Κορτικοστεροειδή.
- Διαζοξείδη (ενεργοποιητής των διαύλων καλίου).
- Επινεφρίνη (αδρεναλίνη).
- Οιστρογόνα.
- Φουροσεμίδη.
- Γεμφιβροζίλη.
- Ισονιαζίδη.
- Λεβοθυροξίνη.
- Λίθιο.
- Νιασίνη.
- Αναστολείς πρωτεάσης.
- Θειαζίδες (διουρητικά).
Φάρμακα τα οποία μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα της γλυκόζης νηστείας στο αίμα:
- Ακεταμινοφαίνη.
- Βασιλιξιμάμπη.
- Καρβεδιλόλη.
- Δεσιπραμίνη.
- Αιθανόλη.
- Γεμφιβροζίλη.
- Υπογλυκαιμικοί παράγοντες.
- Ινσουλίνη.
- Αναστολείς ΜΑΟ.
- Φαινοθειαζίνες.
- Ρισπεριδόνη.
- Θεοφυλλίνη.
Γλυκόζη ούρων:
Η γλυκόζη του αίματος φιλτράρεται από τους νεφρούς και συνήθως επαναπορροφάται από το εγγύς σωληνάριο. Ο νεφρός έχει μια «νεφρική ουδό» για τη γλυκόζη. Εφόσον τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα είναι μικρότερα από τη «νεφρική ουδό», η γλυκόζη επαναπορροφάται στο σύνολό της και δεν εμφανίζεται στα ούρα. Ωστόσο, εάν τα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος είναι μεγαλύτερα από τη «νεφρική ουδό», το σύνολο της γλυκόζης δεν θα είναι σε θέση να επαναπορροφηθεί και αποβάλλεται στα ούρα.
Υπό κανονικές συνθήκες στην ανάλυση ρουτίνας των ούρων η γλυκόζη δεν πρέπει να ανιχνεύεται στα ούρα, αν και περιστασιακά ελάχιστη ποσότητα μπορεί να ανιχνευτεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η γλυκόζη στα ούρα,μια κατάσταση γνωστή και ως γλυκοζουρία, ανιχνεύεται συνήθως όταν η γλυκόζη του ορού είναι >180 mg/dL («νεφρική ουδός» της γλυκόζης) με τον σακχαρώδη διαβήτη να αποτελεί την κύρια αιτία.
Αυξημένη γλυκόζη ούρων μπορεί να παρατηρηθεί σε:
- Ακρομεγαλία.
- Σύνδρομο Cushing.
- Σακχαρώδη διαβήτη.
- Σύνδρομο Fanconi.
- Δυσανεξία στη γαλακτόζη.
- Διαβήτη κύησης.
- Υπερσίτιση.
- Λοίμωξη.
- Μειωμένη νεφρική ουδό για τη γλυκόζη (εγκυμοσύνη).
- Πολλαπλό μυέλωμα.
- Φαιοχρωμοκύττωμα.
- Δυσλειτουργία των εγγύς σωληναρίων του νεφρού.
- Στρες.
Φάρμακα τα οποία μπορεί να προκαλέσουν αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στα ούρα:
- Xλωριούχο αμμώνιο.
- Ασπαραγινάση.
- Καρβαμαζεπίνη.
- Κορτικοστεροειδή.
- Λίθιο.
- Νικοτινικό οξύ.
- Φαινοθειαζίνες.
- Θειαζιδικά διουρητικά.
- Αναστολείς συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης (SGLT2). Τα νεότερα αντιδιαβητικά φάρμακα μειώνοντας τη νεφρική επαναρρόφηση της γλυκόζης, επιφέρουν την απέκκρισή της στα ούρα.
Φάρμακα που μπορεί να προκαλέσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα:
- Κεφαλοσπορίνες.
- Ένυδρη χλωράλη.
- Χλωραμφαινικόλη.
- Κορτικοστεροειδή.
- Ινδομεθακίνη.
- Ισονιαζίδη.
- Ναλιδιξικό οξύ.
- Νιτροφουραντοϊνη.
- Πενικιλίνη.
- Προβενεσίδη.
- Στρεπτομυκίνη.
- Σουλφοναμίδες.
- Τετρακυκλίνες.
- Άλλα σάκχαρα εκτός της γλυκόζη (λακτόζη, φρουκτόζη, γαλακτόζη, πεντόζη).
Φάρμακα τα οποία μπορεί να προκαλέσουν είτε ψευδώς θετικά ή ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα:
- Ασκορβικό οξύ.
- Λεβοντόπα.
- Μεθυλντόπα.
- Υδροχλωρική φαιναζοπυριδίνη.
- Σαλικυλικά.
Πηγή:
- Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests.
- Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Χημείας - Αναλυτικός μεταβολισμός υδατανθράκων.
- Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests 7th edition.