Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης {Chronic fatigue syndrome (CFS)} είναι μια διαταραχή αγνώστου αιτιολογίας που χαρακτηρίζεται από εξουθενωτική κόπωση συνοδευόμενη από σωματικά, συστηματικά και νευροψυχολογικά συμπτώματα. Το σύνδρομο δεν είναι νέο και πιθανά τα άτομα που στο παρελθόν διαγνώστηκαν ως πάσχοντα από μελαγχολία, νευρασθένεια, σύνδρομο προσπάθειας, χρόνια βρουκέλλωση, επιδημική νευρομυασθένια, μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, υπογλυκαιμία, χρόνια καντιντίαση, χρόνια μονοπυρήνωση, χρόνια λοίμωξη από το ιό Epstein-Barr και σύνδρομο μεταϊογενούς κόπωσης έπασχαν από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης.

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσηςΤο σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι δύο φορές πιο συχνό στις γυναίκες από ότι στους άνδρες, ενώ και η ηλικία των ασθενών γενικά κυμαίνεται από 25-45 ετών, παρόλο που έχουν περιγραφεί περιπτώσεις παιδιών και υπερηλίκων.

Η συχνότητά του υπολογίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες σε 100-300 άτομα ανά 100.000 πληθυσμού.

Οι περισσότερες περιπτώσεις του συνδρόμου εμφανίζονται σποραδικά αλλά έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις χρόνιας συρροής περιστατικών (π.χ. στο δημόσιο νοσοκομείο του Los Angeles το 1934) που θα μπορούσαν να εξηγήσουν μερικώς κοινά περιβαλλοντικά ή λοιμώδη αίτια του συνδρόμου, που όμως μέχρι σήμερα δεν έχουν αναγνωριστεί.

Παθογένεση:

Οι πολλές ονομασίες του συνδρόμου αντικατοπτρίζουν και τις πολλαπλές και αμφιλεγόμενες υποθέσεις σχετικά με την αιτιολογία του. Το σύνδρομο φαίνεται να είναι συχνά μεταλοιμώδες και να σχετίζεται με ήπιες διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος και την καθιστική ζωή στην παιδική ηλικία, αλλά και να συνοδεύεται συνήθως από νευροψυχολογικά συμπτώματα ή και κατάθλιψη.

Πολλές μελέτες την τελευταία εικοσιπενταετία προσπάθησαν να συνδέσουν το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης με οξεία ή εμμένουσα λοίμωξη από τον ιό Epstein Barr (EBV), τον κυτταρομεγαλοϊό, τον ερπητοϊό τύπου 6 (HHV-6), τους ρετροϊούς, τους εντεροϊούς, (αλλά και την Candida albicans, το Mycoplasma spp., την Coxiella burnetii και τα Chlamydia pneumoniae), χωρίς να καταφέρουν να αποδείξουν την άμεση ιογενή παθογένεση του συνδρόμου αν και υψηλοί τίτλοι αντισωμάτων προς αρκετούς ιούς έχουν ανιχνευτεί σε πολλούς ασθενείς.

Πολλές διαταραχές του ανοσοποποητικού συστήματος, αβέβαιης λειτουργικής σημασίας, όπως ήπιες αυξήσεις των αντιπυρηνικών αντισωμάτων, μειώσεις των υποομάδων των ανοσοσφαιρινών, ανεπάρκεια του λεμφοκυτταρικού πολλαπλασιασμού λόγω μιτογόνων, διαταραχές στην παραγωγή κυτταροκινών αλλά και στις ποσοστιαίες αναλογίες των λεμφοκυτταρικών υποπληθυσμών έχουν αναφερθεί σε πάσχοντες από σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, αλλά δεν μπορούν ούτε αυτές να συσχετιστούν με το σύνδρομο, αφού δεν ανιχνεύονται σε όλους τους ασθενείς και δεν σχετίζονται με την βαρύτητα της νόσου.

Θεωρητικά τα συμπτώματα της νόσου θα μπορούσαν να οφείλονται στην υπερβολική παραγωγή κυτταροκινών, όπως της ιντερλευκίνης 1, η οποία προκαλεί καταβολή και άλλα συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη αλλά τα εμπειρικά δεδομένα δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν την θεωρία.

Διαταραχές του υποθαλαμικού-υποφυσιακού-επινεφριδιακού άξονα έχουν εντοπιστεί σε διάφορες ελεγχόμενες μελέτες, με κάποια στοιχεία για ομαλοποίηση μετά την υποχώρηση της κόπωσης. Αυτές οι νευροενδοκρινικές ανωμαλίες θα μπορούσαν να συμβάλουν στην μειωμένη ενέργεια και καταθλιπτική διάθεση των ασθενών.

Ήπια έως μέτρια κατάθλιψη είναι παρούσα στο μισό έως τα δύο τρίτα των ασθενών. Στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι αντιδραστική, αλλά ο επιπολασμός της είναι μεγαλύτερος από αυτόν που εμφανίζεται σε άλλες χρόνιες ασθένειες και ως εκ τούτου ορισμένοι προτείνουν ότι το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης είναι ουσιαστικά μία ψυχιατρική διαταραχή και ότι οι διάφορες νευροενδοκρινικές και ανοσολογικές διαταραχές εμφανίζονται δευτεροπαθώς.

Κριτήρια του CDC (Centers for Disease Control and Prevention) διάγνωσης του συνδρόμου

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης ορίζεται από την παρουσία:
  1. Ανεξήγητης, εμμένουσας ή υποτροπιάζουσας κόπωσης πρόσφατης έναρξης η οποία έχει διερευνηθεί κλινικά και δεν οφείλεται σε συνεχιζόμενη σωματική καταπόνηση και δεν υποχωρεί με την ανάπαυση και ταυτόχρονα έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση των προηγούμενων επίπεδων απασχόλησης, εκπαίδευσης, κοινωνικών ή προσωπικών δραστηριοτήτων και
  2. Τέσσερα ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα τα οποία επιμένουν ή επανέρχονται μέσα σε έξι ή περισσότερους μήνες της ασθένειας και τα οποία δεν προϋπήρχαν της κόπωσης
    1. Αναφερόμενη από τον ασθενή αδυναμία στη βραχυπρόθεσμη μνήμη ή τη συγκέντρωση.
    2. Κυνάγχη.
    3. Ευαίσθητοι τραχηλικοί ή μασχαλιαίοι λεμφαδένες.
    4. Μυαλγίες.
    5. Πόνοι σε πολλές αρθρώσεις χωρίς ερυθρότητα ή οίδημα.
    6. Κεφαλαλγία νέας μορφής ή σοβαρότητας.
    7. Μη αναζωογονητικός ύπνος.
    8. Κακουχία διάρκειας ≥24 ωρών μετά από άσκηση.

Εκδηλώσεις:

Συνήθως, το σύνδρομο εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα μέχρι πρότινος δραστήριο άτομο. Μια ασήμαντη ασθένεια με την μορφή γρίπης ή κάποιας άλλης έντονης ψυχοσωματικής έντασης αποτελεί το έναυσμα για την εγκατάσταση της νόσου.

Αναφερόμενα συμπτώματα:

  1. Κόπωση.
  2. Δυσκολία στη συγκέντρωση.
  3. Κεφαλαλγία.
  4. Πονόλαιμος.
  5. Ευαισθησία λεμφαδένων
  6. Μυαλγίες
  7. Αρθραλγίες.
  8. Πυρετός.
  9. Δυσκολία στον ύπνο.
  10. Ψυχιατρικά προβλήματα.
  11. Αλλεργίες.
  12. Κοιλιακές κράμπες.
  13. Απώλεια βάρους.
  14. Εξάνθημα.
  15. Αίσθημα παλμών.
  16. Αύξηση βάρους.
  17. Θωρακικός πόνος.
  18. Νυκτερινές εφιδρώσεις.

Η εμμονή των συμπτωμάτων αλλά και η εμφάνιση και άλλων, όπως ο πυρετός, ο πονοκέφαλος, ο πόνος στο λαιμό, τους λεμφαδένες και τους μύες, οδηγούν τον ασθενή σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Παρά τις ιατρικές διαβεβαιώσεις ότι δεν πάσχει από κάτι σοβαρό, τα συμπτώματα επιμένουν και ταυτόχρονα προσθέτονται και άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του συνδρόμου όπως οι διαταραχές του ύπνου, η δυσκολία στη συγκέντρωση και η κατάθλιψη.

Ανάλογα με το κυρίαρχο σύμπτωμα οι ασθενείς αναζητούν συχνά χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα την γνώμη από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων όπως αλλεργιολόγους, ρευματολόγους, λοιμωξιολόγους, ψυχίατρους αλλά και ομοιοπαθητικούς.

Μετά την εγκατάσταση του συνδρόμου, ο βαθμός των συμπτωμάτων κυμαίνεται από ασθενή σε ασθενή. Τα συμπτώματα συμπεριλαμβανομένων και των γνωστικών προβλημάτων, σε μερικούς ασθενείς, μπορούν να επιδεινωθούν από την υπερβολική σωματική ή συναισθηματική ένταση, αν και πρόσφατες μελέτες δεν κατάφεραν να επιβεβαιώσουν αυτήν την συσχέτιση.

Οι περισσότεροι ασθενείς παραμένουν ικανοί να εκπληρώνουν τις οικογενειακές, εργασιακές και κοινωνικές υποχρεώσεις παρά τα συμπτώματά τους, ενώ μερικοί αισθάνονται αδύναμοι να ασκήσουν οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα. Μια μικρή μειοψηφία ατόμων απαιτεί βοήθεια για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής. Η παρατεταμένη πορεία της νόσου τελικά, μπορεί να οδηγήσει στην απομόνωση, την απογοήτευση και την παθητική παραίτηση του ασθενούς. Με την πάροδο του χρόνου η νόσος δεν φαίνεται να επιδεινώνεται, αλλά αντίθετα εμφανίζει μια σταθερή βελτίωση που σε μερικές περιπτώσεις οδηγεί στην πλήρη ανάρρωση του ασθενούς.

Διάγνωση:

Δεν υπάρχει ειδική εργαστηριακή εξέταση, διάγνωσης ή ελέγχου της σοβαρότητας του συνδρόμου. Το λεπτομερές ιστορικό, η κλινική εξέταση και η συνετή χρήση των εργαστηριακών εξετάσεων μπορούν να αποκλείσουν άλλες σοβαρές αιτίες των συμπτωμάτων του ασθενούς (πχ κακοήθειες, επινεφριδιακή ανεπάρκεια, λοίμωξη με τον ιό HIV, διάφορα νεφρικά και ηπατικά νοσήματα).

Η χρήση της μαγνητικής τομογραφίας και της τομογραφίας μονήρους εκπομπής φωτονίων (SPECT) δεν κατάφεραν να αναδείξουν ειδικές διαγνωστικές ανωμαλίες στον εγκέφαλο των ασθενών.

Η διάγνωση του συνδρόμου παραμένει ένα συνονθύλευμα συμπτωμάτων και γίνεται εξ αποκλεισμού, ενώ μερικοί ασθενείς παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που ικανοποιούν και τα κριτήρια για άλλες υποκειμενικές διαταραχές, όπως η ινομυαλγία και το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου.

Θεραπεία:

Μετά τον αποκλεισμό άλλων σοβαρών παθήσεων, η θεραπεία στρέφεται στην αντιμετώπιση και την μακροχρόνια φροντίδα του ασθενούς με χρόνια κόπωση.

Αρχικά ο ασθενής πρέπει να εκπαιδευτεί και να γνωρίσει την πάθησή του και τις πιθανές επιπτώσεις στη σωματική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση της ζωής του.

Απαραίτητη κρίνεται η περιοδική επαναξιολόγηση του ασθενούς που αποσκοπεί στην διάγνωση κάποιας σοβαρής νόσου που δεν έχει εκδηλωθεί πλήρως. Τα περισσότερα συμπτώματα του συνδρόμου ανταποκρίνονται στη θεραπεία. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) μπορούν να ανακουφίσουν τους πονοκεφάλους, τους διάχυτους πόνους και τον πυρετό. Η αλλεργική ρινίτιδα και ιγμορίτιδα που εμφανίζονται συχνά μπορούν να βελτιωθούν με τα αντιισταμινικά και τα αποσυμφορητικά. Η κατάθλιψη και το άγχος είναι συχνά σοβαρά και πρέπει να αντιμετωπίζονται, ενώ η ψυχιατρική εκτίμηση είναι μερικές φορές σκόπιμη. Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βελτιώσουν τη διάθεση και τον διαταραγμένο ύπνο και να μετριάσουν την κόπωση.

Πρακτικές συμβουλές όπως η αποφυγή κατανάλωσης βαριών γεμάτων, αλκοόλ και καφεΐνης το βράδυ πρέπει να παρέχονται και μπορούν να βοηθήσουν στην βελτίωση του ύπνου.

Μια προσεκτικά διαβαθμισμένη σωματική άσκηση θα πρέπει να ενθαρρύνεται και έχει αποδειχθεί ότι ανακουφίζει τα συμπτώματα και ενισχύει την ανοχή στην άσκηση.

Σε ελεγχόμενες θεραπευτικές μελέτες φάρμακα όπως η ακυκλοβίρη, η φλουδροκορτιζόνη, η γαλανταμίνη, η μοδαφινίλη και η ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη, δεν προσφέρουν σημαντικό όφελος στην θεραπεία του συνδρόμου. Χαμηλές δόσεις υδροκορτιζόνης παρέχουν μέτριο όφελος, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν σε καταστολή των επινεφριδίων.

Πηγή:

Σχετικά άρθρα