Το ευερέθιστο έντερο (irritable bowel) είναι η συχνότερη νόσος που οδηγεί ασθενείς στα γαστρεντερολογικά ιατρεία. Η διάγνωση της παραμένει διάγνωση εξ αποκλεισμού και βασίζεται στην ύπαρξη ορισμένων κλινικών κριτηρίων που έχουν οριστεί από ομάδα ειδικών (Rome III). Αν και παραδοσιακά θεωρείται «λειτουργικό» νόσημα, τα τελευταία έτη, οι έρευνες οδηγούν στην επανεξέταση του όλου θέματος και τη θεμελίωση παθοφυσιολογικών μηχανισμών που οδηγούν στη θεώρηση της νόσου ως οργανικής.
Παραδοσιακά, στο ευερέθιστο θεωρείται ότι ενέχονται τρεις παθοφυσιολογικές διαταραχές:
- Η σπλαγχνική υπερευαισθησία, ιδιαίτερα του ορθού
- Η διαταραχή της γαστρεντερικής κινητικότητας και η
- Επίδραση ψυχοκοινωνικών παραγόντων.
Η σπλαγχνική υπερευαισθησία ιδιαίτερα του ορθού θεωρείται παθογνωμική του ευερέθιστου εντέρου και φαίνεται να τροποποιείται από συστατικά τροφών (κυρίως λίπη), το έντονο στρες και τις ορμονικές κυκλικές διαταραχές.
Η γαστρεντερική κινητικότητα σχετίζεται με τις κενώσεις, αλλά όχι με τα άλλα συμπτώματα του ευερέθιστου εντέρου.
Οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, δεν είναι σαφές αν αποτελούν το αίτιο ή το αποτέλεσμα του ευερέθιστου εντέρου. Το ψυχολογικό, οι ανησυχίες υγείας η εύκολη κόπωση φαίνεται να προϋπάρχουν της εμφανίσεως του ευερέθιστου εντέρου.
Γενετικοί παράγοντες (πολυμορφισμοί στο γονίδιο μεταφοράς σεροτονίνης, στους α2 αδρενεργείς υποδοχείς και σε γονίδια κυτταροκινών) πιθανότατα να έχουν μικρή επίδραση.
Το αυτόνομο νευρικό σύστημα, ο άξονας υποθάλαμος-υπόφυση-επινεφρίδια, η σεροτονίνη και η απορρύθμιση του άξονα εγκεφάλου-εντέρου, φαίνεται να διαδραματίζουν ρόλο στην παθογένεια του ευερέθιστου εντέρου.
Ασθενείς με ευερέθιστο έντερο παρουσιάζουν αύξηση της συμπαθητικής και μείωση της παρασυμπαθητικής δραστηριότητος η οποία τροποποιείται από το άγχος και την κατάθλιψη. Η σεροτονίνη, επηρεάζει τόσο την κινητικότητα όσο και την αισθητικότητα και τις εκκρίσεις του εντέρου. Στο διαρροϊκό ευερέθιστο έντερο, υπάρχει αύξηση της απελευθερώσεως και μείωση της επαναπροσλήψεως της, ενώ στο ευερέθιστο έντερο με δυσκοιλιότητα υπάρχει μείωση της απελευθερώσεως.
Ο ρόλος των λοιμώξεων, εντερικών και μη, οι μεταβολές της μικροβιακής χλωρίδας, (μείωση του Bifidobacterium, αύξηση των κολοβακτηριδίων, αύξηση αναερόβιων - βακτηριακή υπερανάπτυξη στο λεπτό) πιθανότατα να παίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία ευερέθιστου εντέρου.
Διαγνωστικά κριτήρια της Ρώμης III |
Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου |
Υποτροπιάζων κοιλιακός πόνος ή δυσφορία, τουλάχιστον τρεις ημέρες το μήνα κατά τους τελευταίους τρεις μήνες σε συνδυασμό με δύο ή περισσότερα από τα παρακάτω:
Τα κριτήρια πρέπει να βρίσκονται σε ισχύ τους τελευταίους τρεις μήνες με έναρξη συμπτωμάτων τουλάχιστον έξι μήνες πριν από τη διάγνωση |
Λειτουργική δυσπεψία |
|