Θα μ' άρεσε ν' αρχινούσα τούτη την ιστορία όπως αρχίζουν τα παραμύθια. Θα μ' άρεσε να έλεγα: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας που ζούσε πάνω σε ένα πλανήτη μόλις λίγο πιο μεγάλο από τον ίδιο, κι είχε ανάγκη από ένα φίλο...
...
Τότε είναι που παρουσιάστηκε η αλεπού. Καλημέρα, είπε η αλεπού.
- Καλημέρα, αποκρίθηκε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας και γύρισε, μα δεν είδε τίποτα.
- Εδώ είμαι, είπε μια φωνή, κάτω από τη μηλιά...
- Ποια είσαι; Είπε ο μικρός πρίγκιπας. Μου φαίνεσαι πολύ όμορφη...
- Είμαι η αλεπού, είπε η αλεπού.
- Έλα να παίξεις μαζί μου, της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. Είμαι τόσο λυπημένος...
- Δεν μπορώ να παίξω μαζί σου, είπε η αλεπού. Δε μ' έχουν ημερώσει. Α! με συγχωρείς, έκανε ο μικρός πρίγκιπας
- Το σκέφτηκε όμως και πρόσθεσε:
- Τι πάει να πει «ημερώσει»;
….
- Είναι κάτι που παραμελήθηκε πολύ, είπε η αλεπού. Σημαίνει «να δημιουργείς δεσμούς...»
- Βέβαια είπε η αλεπού. Για μένα, ακόμα δεν είσαι παρά ένα αγοράκι εντελώς όμοιο μ' άλλα εκατό χιλιάδες αγοράκια. Και δε σ' έχω ανάγκη. Μήτε κι εσύ μ’ έχεις ανάγκη. Για σένα, δεν είμαι παρά μια αλεπού όμοια μ' εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν όμως με ημερώσεις, ο ένας θα έχει την ανάγκη του άλλου. Για μένα εσύ θα είσαι μοναδικός στον κόσμο. Για σένα εγώ θα είμαι μοναδική στον κόσμο...
Ο Λάζαρος ανακάθισε στο κρεβάτι του σαστισμένος και έψαξε με τα μάτια του στο σκοτάδι να δει την αλεπού. Και μετά θυμήθηκε πως η αλεπού δεν ήταν μαζί του. Ήταν σε εκείνο το βιβλίο, η φίλη του μικρού πρίγκιπα, που ζούσε μόνος σ' έναν μακρινό πλανήτη.
- Γιατί ήρθε όμως στο δικό μου όνειρο; αναρωτήθηκε. Πώς ήξερε ότι είμαι κι εγώ μόνος και δεν έχω πια κανένα φίλο για να παίζουμε μαζί;
- Αλήθεια, τι πάει να πει «ημερώσει»; Και γιατί κανείς δε θέλει πια να ημερώσει κι εμένα και να γίνουμε φίλοι;
Ο Λάζαρος είχε μείνει μόνος. Κανείς από τους φίλους του δεν ήθελε να παίζει μαζί του. Και όλοι είχαν βαρεθεί να προσπαθούν να τον ημερώσουν πια. Όλο έκλεβε, και όταν έχανε, θύμωνε πολύ και φώναζε... μια φορά ήθελε να τους χτυπήσει κιόλας.
Ακόμα και τα αδέρφια του ήταν μαζί του μόνο όταν φώναζε η μαμά να τον πάρουν στη παρέα τους. Θύμωναν κι αυτοί γιατί έπαιρνε όλες τις καραμέλες από το βάζο και τις έκρυβε στην τσέπη του. Κι έβγαζε μια μια και δάγκωνε, και μετά από λίγο τις πετούσε απ' το στόμα του και έβαζε στόχο κάθε φορά και καινούργιο και πιο μακρινό.
Και έτσι σιγά σιγά ο Λάζαρος έμεινε μόνος, αλλά δεν του άρεσε καθόλου. Είχε βαρεθεί πολύ. Δεν είχε με ποιον να παίξει, με ποιον να μιλήσει, δεν είχε σε ποιον να θυμώσει, σε ποιον να φωνάξει. Μόνο οι γονείς του του μιλούσαν κι έπαιζαν μαζί του, αλλά και αυτοί όλο του φώναζαν τελευταία.
- Για φαντάσου, είπε, να μη με θέλουν κι αυτοί πια. Θα μείνω εντελώς μόνος!
Εκείνο το βράδυ λοιπόν σκέφτηκε μήπως έπρεπε να ημερώσει κι αυτός κάποιον. Για να έχει ένα φίλο. Όμως δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει.
- Αφού δεν έχω κάποιον άλλο, είπε, ας αρχίσω να ημερεύω τον εαυτό μου.
Και έτσι άρχισε σιγά σιγά ν' αλλάζει. Θυμήθηκε όλα αυτά που του έλεγαν πως πρέπει να κάνει κι αυτός δεν ήθελε. Άρχισε να μιλάει πιο ευγενικά στους άλλους. Σταμάτησε να τους διακόπτει όταν του μιλούσαν, σταμάτησε να θυμώνει όταν έπαιζε και έχανε, παρόλο που είχε προσπαθήσει πάρα πολύ. Σταμάτησε να καυχιέται πως ήταν ο καλύτερος όταν νικούσε, γιατί όταν καμιά φορά έχανε, τότε τι θα τους έλεγε; Σταμάτησε να παίρνει όλες τις καραμέλες από το βάζο γιατί δεν τον ένοιαζε πια να τις πετάει μακριά... και πολύ μακριά κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τις πετάξει. Πραγματικά... άλλαξε πολύ!
Είχε αρχίσει όμως να τρομάζει. Δεν ήξερε πια τι άλλο να κάνει για να ημερώσει τον εαυτό του... είχε θυμηθεί όλα όσα του έλεγαν πως πρέπει να κάνει... και τα έκανε. Τώρα τελευταία είχε αρχίσει να ακούει και μια μικρή φωνούλα μέσα του, που του έλεγε αν κάτι που είχε αποφασίσει να κάνει ήταν σωστό ή λάθος. Προσπαθούσε λοιπόν να την ακούσει κι αυτήν.
Δεν είχε καταλάβει όμως πως τον καιρό που προσπαθούσε τόσο πολύ να αλλάξει δεν ήταν πια τόσο μόνος. Στην αρχή κανείς δεν μπορούσε να το πιστέψει, όσο περνούσε όμως ο καιρός, όλο και περισσότεροι από τους παλιούς του φίλους είχαν αρχίσει να θέλουν την παρέα του. Και ξαφνικά ένα βράδυ, μετά από καιρό, ονειρεύτηκε ξανά την αλεπού.
- Σε παρακαλώ... ημέρωσε με, του είπε!
- Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δε με παίρνει ο καιρός. Έχω ν' ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
Και όταν την άλλη μέρα θυμήθηκε το όνειρο του, αποφάσισε πως ήταν πια καιρός να ανακαλύψει τους φίλους τους και όλα τα καινούργια πράγματα που έμαθε [Χίγκαρντ, Μ. Ί. (2006). Έλα να χτίσουμε μαζί το χαρακτήρα σου (μεταφρ. Γ. Παπαχριστοφίλου). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα].