Η θυρεοσφαιρίνη (Thyroglobulin - Tg) είναι υδατοδιαλυτή γλυκοπρωτεΐνη μεγάλου μοριακού βάρους που αποτελείται από δύο όμοιες υπομονάδες με MB 330 KDa η κάθε μία και έχει σημαντικό ρόλο στη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, της τριϊωδοθυρονίνης (Τ3) και της θυροξίνης (Τ4)
Αντιπροσωπεύει το 75% των πρωτεϊνών που παράγονται από τον θυρεοειδή, εκκρίνεται από τα φυσιολογικά θυλακιώδη κύτταρα αλλά και τα θηλώδη και θυλακιώδη καρκινικά κύτταρα του θυρεοειδούς, είναι το κυριότερο συστατικό του κολλοειδούς και αποτελεί πρόδρομο ουσία των θυρεοειδικών ορμονών με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως προορμόνη.
Η σύνθεσή της διεγείρεται από την θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) και γίνεται στα ριβοσωμάτια του τραχέως ενδοπλασματικού δικτύου σύμφωνα με πρότυπο που βρίσκεται αποτυπωμένο σε ειδικό mRNA. Το μόριο της στη συνέχεια διέρχεται από τη συσκευή Golgi όπου γλυκοζυλιώνεται αποκτώντας υδατανθρακικές ρίζες και απεκκρίνεται στα θυλάκια. Σε κάθε μόριο θυρεοσφαιρίνης περιέχονται 110 τυροσίνες από τις οποίες μόνο οι 8 χρησιμοποιούνται στη σύνθεση τον θυρεοειδικών ορμονών.
Η θυρεοσφαιρίνη λόγω της δομής της:
- Επιτρέπει τη χρησιμοποίηση ιωδίου με μεγάλη απόδοση ορμόνης.
- Επιτρέπει την εναποθήκευση ορμονών για την εξασφάλιση ευθυρεοειδισμού.
- Η παρουσία θέσεων με υψηλή και χαμηλή συγγένεια για ιωδιοποίηση επιτρέπει στην θυρεοσφαιρίνη να ρυθμίζει τη σύνθεση της ορμόνης σε σχέση με την επάρκεια ή μη του ιωδίου.
Ο βαθμός ιωδίωσής της ποικίλει ανάλογα με το διαθέσιμο ιώδιο και την επάρκεια των μηχανισμών ιωδίωσης. Η αντιγονικότητα του μορίου της θυρεοσφαιρίνης εξαρτάται από το ποσοστό της ιωδίωσης της. Τα Τ και Β λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν διαφορετικούς επιτόπους στο μόριο της.
Η θυρεοσφαιρίνη εισέρχεται στην κυκλοφορία σε ελάχιστα ποσά μέσω της λεμφικής οδού, τα επίπεδά της στο αίμα κυμαίνονται μέχρι 5ng/dl (0-50μg/L) και χρησιμοποιείται σαν δείκτης παρακολούθησης των καρκινωμάτων του θυρεοειδή.
Η θυρεοσφαιρίνη επίσης χρησιμοποιείται για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπείας του καρκίνου του θυρεοειδούς και η πιθανή υποτροπή του όγκου, όταν έχει αφαιρεθεί ολόκληρος ο θυρεοειδής αδένα. Μπορεί επίσης να βοηθήσει στην διαφοροδιάγνωση των ατόμων με συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού ή βρογχοκήλης.
Όταν το ιώδιο συνδεθεί με τις ρίζες της τυροσίνης στη θυρεοσφαιρίνη προκύπτουν η μονοϊωδοτυροσίνη (ΜΙΤ) και η διϊωδοτυροσίνη (DIT). Ακολουθεί η σύζευξη των μορίων κάτω από την επίδραση της TSH. Όταν συζευχθούν δύο μόρια DIT παράγεται η θυροξίνη (Τ4) και απελευθερώνεται δεϋδροαλανίνη, ενώ όταν συζευχθεί ένα μόριο ΜΙΤ και ένα μόριο DIT παράγεται η τριϊωδοθυρονίνη (Τ3). Ο λόγος MIT/DIT εξαρτάται από το ποσό του διαθέσιμου ιωδίου γι' αυτό σε περιπτώσεις έλλειψης ιωδίου σχηματίζεται περισσότερο ΜΙΤ από DIT άρα και περισσότερη Τ3 από ότι Τ4.
Η θυρεοσφαιρίνη περιέχει τυροσίνες μόνο σε μικρή αναλογία των αμινοξέων (1:50) και μάλιστα μόλις το 20% αυτών ιωδιώνονται για να σχηματίσουν ΜΙΤ και DIT. Για το σχηματισμό Τ3 και Τ4 ενώνονται κατά ζεύγη το 20% των ιωδοτυροσινών, ενώ το υπόλοιπο παραμένει ελεύθερο με τη μορφή ΜΙΤ και DIT. Αφού ολοκληρωθεί η κατά ζεύγη σύζευξη ιωδοτυροσινών, κάθε μόριο θυρεοσφαιρίνης περιέχει 1-3 μόρια Τ4 και μόλις 1 μόριο Τ3.
Φυσιολογικές τιμές θυρεοσφαιρίνης:
- Ενήλικοι: 3–42 ng/mL ή 3–42 µg/L (στο 87% των φυσιολογικών ατόμων τα επίπεδα της θυρεοσφαιρίνης κυμαίνονται στα <10 ng/mL ή <10 µg/L).
- Νεογνά (48 ώρες): 36–48 ng/mL ή 36–48 µg/L (τα νεογνά έχουν γενικά υψηλότερα επίπεδα θυρεοσφαιρίνης που επανέρχονται στα επίπεδα των ενηλίκων στην ηλικία των 2 ετών).
- Τα επίπεδα της θυρεοσφαιρίνης ορού μετά από ολική θυρεοειδεκτομή είναι <5 ng/mL ή <5 µg/L.
Η θυρεοσφαιρίνη αυξάνει σε:
- Βρογχοκήλη (διόγκωση του θυρεοειδούς αδένα).
- Νόσο του Graves.
- Ηπατική ανεπάρκεια.
- Αθεράπευτο και μεταστατικό διαφοροποιημένο καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
- Εμφάνιση μεταστάσεων μετά την αρχική θεραπεία του καρκινώματος του θυρεοειδούς.
- Καλοήθη αδενώματα (μερικά).
- Λήψη λεβοθυροξίνης (Τ4).
- Εγκυμοσύνη (η θυρεοσφαιρίνη του ορού αυξάνεται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής εγκυμοσύνης και επανέρχεται στα αρχικά της επίπεδα μετά τον τοκετό).
Η θυρεοσφαιρίνη μειώνεται σε:
- Αγενεσία θυρεοειδούς.
- Μετά από θυρεοειδεκτομή.
- Θυρεοτοξίκωση (από αυξημένη λήψη θυρεοειδικών ορμονών).
- Παρουσία αντιθυρεοσφαιρινικών (anti Tg) αντισωμάτων (θα πρέπει να αναζητούνται στην περίπτωση μειωμένης θυρεοσφαιρίνης).
Πηγή:
- Α. Αβραμίδης - Ενδοκρινολογία - Τόμος Α, Θυρεοειδής - Θυρεοσφαιρίνη.
- Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests.
- Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests 7th edition.