Η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH – Thyroid Stimulating Hormone) γνωστή και ως θυρεοτροπίνη (Thyrotropin) είναι μια γλυκοπρωτεΐνη που συντίθεται από βασεόφιλα κύτταρα του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης και συνδεόμενη με ειδικούς υποδοχείς (TSH-R) της κυτταρικής μεμβράνης της επιφάνειας των θυρεοειδικών κυττάρων επάγει τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών μέσω της αύξησης της cAMP και της ενδοκυττάριας ενεργοποίησης πρωτεϊνικών κινασών.
Η σύνθεση και έκκριση της TSH εξαρτάται από την αρνητική παλίνδρομη δράση (feed-back) των κυκλοφορουσών στο αίμα θυρεοειδικών ορμονών και από την TRH (Thyrotropin Releasing Hormone) ένα ειδικό εκλυτικό τριπεπτίδιο που παράγεται στον υποθάλαμο και μεταφέρεται μέσω του πυλαίου συστήματος στην υπόφυση όπου συνδέεται με μεμβρανικούς υποδοχείς των θυρεοτρόφων κυττάρων και αυξάνει ενδοκυττάρια το cAMP και το Ca++.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες Τ4 και Τ3, που κυκλοφορούν στο αίμα ασκούν αρνητική δράση στην έκκριση της TSH από την υπόφυση.
Έτσι όταν φυσιολογικά αυξάνονται ελαφρώς τα επίπεδα των ορμονών αυτών τότε μειώνεται η έκκριση της TSH πράγμα που έχει σαν επακόλουθο και τη μείωση της έκκρισης των Τ4 και Τ3. Αντίθετα όταν τα επίπεδα των ορμονών είναι αυξημένα (υπερθυρεοειδισμός, εξωγενής χορήγηση θυροξίνης) καταστέλλεται η έκκριση της TSH. Αντίθετα στον πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό η έκκριση της TSH μπορεί να αυξηθεί υπέρμετρα.
Στην έκκριση της TSH υπάρχει ημερήσια διακύμανση (75 - 150 mU/ημέρα) ώστε η αιχμή της έκκρισης εμφανίζεται μετά τα μεσάνυχτα και τα χαμηλότερα επίπεδα μετά το απόγευμα, ενώ δεν φαίνεται να επηρεάζεται η έκκριση από τον ύπνο.
Η μέτρηση της TSH συνιστάται ως αρχική εξέταση για τον έλεγχο της θυρεοειδικής λειτουργίας περιπατητικών ατόμων που δεν λαμβάνουν θεραπεία με φάρμακα που θα μπορούσαν να παρεμβαίνουν στην μέτρησή της, αλλά δεν συνιστάται για τον έλεγχο ασυμπτωματικών ατόμων, χωρίς υποψία νοσήματος του θυρεοειδούς ή σε ασθενείς με οξύ παθολογικό ή ψυχιατρικό νόσημα.
Η μέτρησή της χρησιμοποιείται επίσης στην διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού και του υποθυρεοειδισμού - ακόμα και των υποκλινικών καταστάσεων - αλλά και στην διαφοροδιάγνωση του πρωτοπαθούς (αυξημένα επίπεδα TSH) από τον κεντρικό (υποφυσιογενή ή υποθαλαμικό) υποθυρεοειδισμό (μειωμένα επίπεδα TSH). Η TSH χρησιμοποιείται και στην παρακολούθηση της θεραπεία υποκατάστασης* του πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισμού με θυρεοειδικές ορμόνες αφού η καταστολή της στα φυσιολογικά επίπεδα είναι η καλύτερη ένδειξη για την απαιτούμενη δόση των θυρεοειδικών ορμονών.
Απόλυτη καταστολή της TSH (<0,1 mU/L) με χορήγηση θυρεοειδικών ορμονών απαιτείται για την καταστολή περιπτώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς αλλά και περιπτώσεων βρογχοκήλης ή οζιδίων του θυρεοειδούς.
Διακυμάνσεις των επιπέδων FT4 και TSH σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις της θυρεοειδικής λειτουργίας:
TSH | Αυξημένη |
↑TSH ↓FT4
|
↑TSH ↔FT4
|
↑TSH ↑FT4
|
Φυσιολογική |
↔TSH ↓FT4
|
↔TSH ↔FT4
|
↔TSH ↑FT4
|
|
Ελαττωμένη |
↓TSH ↓FT4
|
↓TSH ↔FT4
|
↓TSH ↑FT4
|
|
Ελαττωμένη | Φυσιολογική | Αυξημένη | ||
Ελεύθερη Τ4 (FT4) | ||||
Πηγή: Ενδοκρινολογία Τόμος Α΄- Θυρεοειδής (σελ 49) -Α. Αβραμίδης |
Φυσιολογικές τιμές:
- Ευθυρεοειδικά άτομα: 0,4 - 4,4 μU/mL
- Πιθανός υποθυρεοειδισμός: > 6,0 μU/mL
- Πιθανός υπερθυρεοειδισμός: < 0,10 μU/mL
- Οριακές τιμές: 0,10 - 0,39 μU/mL
Παράγοντες που αυξάνουν την έκκριση της TSH:
- Πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός, καταστροφή του θυρεοειδούς, θυρεοειδίτιδα, θυρεοειδίτιδα Hashimoto με κλινικό υποθυρεοειδισμό ή ευθυρεοειδισμό, μυξοίδημα.
- Παρουσία αντισωμάτων έναντι της TSH.
- Ετερότοπη έκκριση TSH (όγκοι πνευμόνων, μαστών).
- Αδενώματα της υπόφυσης.
- Ακτινοβόληση του τραχήλου.
- Υφολική θυρεοειδεκτομή.
- Μετά από θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.
- Φάρμακα (κατάχρηση αμφεταμινών, ανταγωνιστές ντοπαμίνης (πχ μετοκλοπραμίδη, δομπεριδόνη, χλωροπρομαζίνη, η αλοπεριδόλη), ιωδιούχα (πχ σκιαγραφικά, αμιοδαρόνη), λίθιο, οιστρογόνα, α-αδρενεργικοί αγωνιστές).
Παράγοντες που αναστέλλουν την έκκριση της TSH:
- Χορήγηση θυροξίνης, τριιωδοθυρονίνης (θυρεοειδικών ορμονών).
- Δευτεροπαθής (υποφυσιογενής) ή τριτοπαθής (υποθαλαμικός) υποθυρεοειδισμός.
- Υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών: τοξική πολυοζώδης βρογχοκήλη, αδένωμα του θυρεοειδούς με αυτόνομη λειτουργία, θυρεοειδίτιδες.
- Φάρμακα (ιδιαίτερα σε μεγάλες δόσεις): γλυκοκορτικοειδή, αντιθυρεοειδικά, ντοπαμίνη, αγωνιστές της ντοπαμίνης (βρωμοκρυπτίνη), λεβοντόπα, απομορφίνη, πυριδοξίνη, αυξητική ορμόνη, σωματοστατίνη.
- Οξέα νοσήματα, ηπατικά νοσήματα, ασιτία, σοβαρή αφυδάτωση, νόσος Addison.
- Οξεία ψυχιατρική νόσος.
- Εγκυμοσύνη στο πρώτο τρίμηνο (όχι πάντοτε).
- Μεγαλακρία (μερικές φορές).
Η TSH μπορεί να είναι φυσιολογική σε:
- Κεντρικής αιτιολογίας υποθυρεοειδισμό.
- Πρόσφατη ή ταχεία διόρθωση του υπερθυρεοειδισμού ή υποθυρεοειδισμού.
- Εγκυμοσύνη.
- Θεραπεία με φαινυτοΐνη.
- Σε απουσία νοσήματος του υποθαλάμου ή της υπόφυσης η φυσιολογική TSH αποκλείεται τον πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό.
*Η μέτρηση της TSH για τον έλεγχο της απαιτούμενης δόσης των αντιθυρεοειδικών ορμονών πρέπει να γίνεται μετά από 4-6 εβδομάδες σταθερής αγωγής (δόσης).
Πηγή:
- Wallach - Interpretation of Diagnostic Tests 8th Edition.
- Α. Αβραμίδης - Ενδοκρινολογία - Τόμος Α, Θυρεοειδής.
- Θωμάς Ν. Πρωτόπαπας - Εγχειρίδιο εργαστηριακής διάγνωσης.