Η χολερυθρίνη (Bilirubin) αποτελεί προϊόν του καταβολισμού της αίμης που παράγεται από τη διάσπαση της αιμοσφαιρίνης των ερυθρών αιμοσφαιρίων στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα κυρίως του σπλήνα και του ήπατος. Η χολερυθρίνη εκκρίνεται στην χολή και στα ούρα στα οποία τους προσδίδει το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους. Αυξημένες τιμές της (>2mg/dL) προκαλούν το έντονο κίτρινο χρώμα των επιπεφυκότων και του δέρματος που χαρακτηρίζει τους ασθενείς με ίκτερο.
Η απελευθερούμενη αιμοσφαιρίνη μετά την καταστροφή του ερυθροκυττάρου λόγω γήρανσης (μέσος όρος ζωής του ερυθρού είναι οι 120 ημέρες) διασπάται στα μόρια που την αποτελούν δηλαδή την αίμη και την σφαιρίνη. Η σφαιρίνη διασπάται σε αμινοξέα όπως οι άλλες πρωτεΐνες και η αίμη με τη βοήθεια ενζύμων μετατρέπεται σε χολοπρασίνη και στη συνέχεια σε χολερυθρίνη. Στα φυσιολογικά άτομα παράγονται καθημερινά περίπου 250 - 350 mg χολερυθρίνης από τα οποία το 85% προέρχεται από την καταστροφή γηρασμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων και το 15-20%, προέρχεται από άλλες πηγές, κυρίως από τον μεταβολισμό άλλων πρωτεϊνών που περιέχουν αίμη (κυτοχρώματα, μυοσφαιρίνη). Η χολερυθρίνη που σχηματίζεται με τον τρόπο αυτό στο αίμα είναι αδιάλυτη στο νερό, κυκλοφορεί ενωμένη με αλβουμίνη η οποία την μεταφέρει στο ήπαρ και ονομάζεται ασύζευκτη ή έμμεση χολερυθρίνη (Unconjugated or Indirect Bilirubin). Εξαιτίας της αδιαλυτότητάς της στο νερό και της σύνδεσης της με την αλβουμίνη, η έμμεση χολερυρθρίνη δεν διηθείται από το νεφρικό σπείραμα και δεν αποβάλλεται στα ούρα.
Στο ήπαρ η χολερυθρίνη αποσπάται από την αλβουμίνη και ενώνεται στα ηπατοκύτταρα με τη βοήθεια του ενζύμου γλυκουρονική τρανσφεράση (UDP GT), με γλυκουρονίδια ώστε να γίνει υδατοδιαλυτή και να αποβληθεί με τη χολή. Η χολερυθρίνη αυτή ονομάζεται συνδεμένη ή άμεση (Conjugated or Direct Bilirubin) και απεκκρίνεται με τη χολή. Η συζευγμένη χολερυθρίνη είναι υδατοδιαλυτή γι’ αυτό και διηθείται από το σπείραμα και εμφανίζεται στα ούρα.
Η τρίτη φάση του μεταβολισμού της χολερυθρίνης γίνεται στο έντερο, όπου αφ' ενός μεν αυτή αποβάλλεται αυτούσια με τα κόπρανα, αφ' ετέρου δε ένα μέρος της μεταβολίζεται με τη βοήθεια των μικροβίων του εντέρου σε ουροχολινογόνο, άχρωμο προϊόν, το οποίο μετατρέπεται σε χρωματισμένο, την ουροχολίνη. Για τις ενώσεις αυτές, όταν βρίσκονται στα κόπρανα, χρησιμοποιούνται οι όροι κοπροχολινογόνο και κοπροχολίνη. Μέρος του ουροχολινογόνου επαναπορροφάται από το έντερο και με τη βοήθεια του λεγόμενου εντεροηπατικού κύκλου, ένα ποσοστό του επαναποβάλλεται στη χολή ενώ το υπόλοιπο βραχυκυκλώνει το ήπαρ και αποβάλλεται από τους νεφρούς. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, αποβάλλονται έως 4 mg ουροχολινογόνου στα ούρα και το ποσό τούτο μεταβάλλεται στα διάφορα είδη ίκτερου.
Η μέτρηση της χολερυθρίνης χρησιμοποιείται στην διάγνωση των αιμολυτικών αναιμιών, των διαταραχών της ηπατικής λειτουργίας, συγγενών διαταραχών του μεταβολισμού και του ίκτερου των νεογνών. Η αύξηση τη έμμεσης χολερυθρίνης πιο συχνά συνδέεται με αυξημένη καταστροφή των ερυθρών αιμοσφαιρίων (αιμόλυση) σε αντίθεση με την αύξηση της άμεσης χολερυθρίνης που συνδέεται με ηπατική δυσλειτουργία ή απόφραξη των χοληφόρων. Η αύξηση των επιπέδων της ολικής χολερυθρίνης καθιστά απαραίτητο και τον προσδιορισμό του είδους της χολερυθρίνης (άμεσης ή έμμεσης).
Φυσιολογικές τιμές:
- Ολική χολερυθρίνη: 0.3 - 1.0 mg/dL (5 - 17 µmol/L).
- Άμεση χολερυθρίνη: 0.0 - 0.2 mg/dL (0.0 - 3.4 µmol/L).
- Έμμεση χολερυθρίνη = Ολική χολερυθρίνη - Άμεση χολερυθρίνη: 0.2 - 0.7 mg/dL (< 12 µmol/L).
Η αύξηση της ολικής χολερυθρίνης συνοδευόμενη από ίκτερο μπορεί να οφείλεται:
- Σε ηπατική δυσλειτουργία λόγω:
- Ιογενούς ηπατίτιδας.
- Κίρρωσης.
- Λοιμώδους μονοπυρήνωσης.
- Αντιδράσεις ορισμένων φαρμάκων, όπως η χλωροπρομαζίνη.
- Απόφραξη των χοληφόρων από λίθους ή νεοπλάσματα.
- Αιμόλυση:
- Μετά από μεταγγίσεις αίματος, ειδικά εκείνες που αφορούν πολλές μονάδες.
- Κακοήθη αναιμία.
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία.
- Αντιδράσεις μετάγγισης (ΑΒΟ ή Rh ασυμβατότητα).
- Σύνδρομο Crigler-Najjar (σοβαρή νόσος οφειλόμενη σε γενετική ανεπάρκεια του ηπατικού ενζύμου γλυκουρονική τρανσφεράση, που απαιτείται για την σύζευξη της χολερυθρίνης).
- Εμβρυϊκή ερυθροβλάστωση (ίκτερος που εμφανίζεται σε Rh θετικά νεογνά, από μητέρες Rh αρνητικές, που έχουν ευαισθητοποιηθεί έναντι του παράγοντα Rhesus).
- Άλλα νοσήματα:
- Σύνδρομο Dubin-Johnson (καλοήθης, κληρονομικής αιτιολογίας ίκτερος, χαρακτηριζόμενος από την ανεύρεση μιας μελανόφαιης χρωστικής μέσα στα ηπατικά κύτταρα σε συνδυασμό με αύξηση της άμεσης χολερυθρίνης που φαίνεται πως οφείλεται σε διαταραχές της απέκκρισης πολλών ουσιών, όπως της χολερυθρίνης, των χολόφιλων χρωστικών και των πορφυρινών).
- Σύνδρομο Gilbert (οικογενής υπερχολερυθριναιμία).
- Νόσος του Nelson με οξεία ηπατική ανεπάρκεια (ανάπτυξη αδενώματος στην υπόφυση μετά από αμφοτερόπλευρη επινεφριδιεκτομή σε ασθενείς με νόσο του Cushing).
- Πνευμονική εμβολή / έμφρακτο.
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
Αυξημένα επίπεδα έμμεσης (μη συζευγμένης) χολερυθρίνης παρατηρούνται σε:
- Αιμολυτικές αναιμίες που οφείλονται σε μεγάλο αιμάτωμα.
- Τραύμα με παρουσία μεγάλου αιματώματος.
- Αιμορραγικό πνευμονικό έμφρακτο.
- Αιμολυτικές αναιμίες:
- Αιμολυτικός ίκτερος νεογνών.
- Αντιδράσεις από μεταγγίσεις (ΑΒΟ ή Rh ασυμβατότητα).
- Κακοήθης αναιμία.
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία.
- Σύνδρομο Crigler-Najjar.
- Σύνδρομο Gilbert.
- Φυσιολογικό ίκτερο νεογνών.
- Ηπατίτιδα.
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
- Υπερχολερυθριναιμία γαλουχίας.
Αυξημένα επίπεδα άμεσης (συζευγμένης) χολερυθρίνης παρατηρούνται σε:
- Χοληδοχολιθίαση.
- Κίρρωση.
- Νεοπλάσματα ήπατος.
- Χολόσταση:
- Κύηση.
- Νόσο Hodgkin.
- Αλκοολική ηπατίτιδα.
- Σύνδρομο Byler (προοδευτική οικογενής ενδοηπατική χολόσταση).
- Καρκίνο της κεφαλής του παγκρέατος.
- Ατρησία χοληφόρων (η απόφραξη ή η ασυνέχεια στα χοληφόρα προκαλεί κώλυμα στη ροή της χολής).
- Ιδιοπαθή νεογνική ηπατίτιδα.
- Ιογενή ηπατίτιδα.
- Τοξική ηπατίτιδα:
- Από φάρμακα.
- Από τοξίνες (μανιτάρια amanita phalloides).
- Μεταβολικές διαταραχές:
- Σύνδρομο Dubin - Johnson.
- Σύνδρομο Rotor (καλοήθης, κληρονομικής αιτιολογίας ίκτερος, χαρακτηριζόμενος σε αντίθεση με το σύνδρομο Dubin-Johnson από την μη ανεύρεση της μελανόφαιης χρωστικής μέσα στα ηπατικά κύτταρα, σε συνδυασμό με αύξηση της άμεσης χολερυθρίνης που φαίνεται πως οφείλεται σε διαταραχές της απέκκρισης πολλών ουσιών, όπως της χολερυθρίνης, των χολόφιλων χρωστικών και των πορφυρινών).
- Νόσος Wilson (αυτοσωματική υπολειπόμενη γενετική διαταραχή κατά την οποία ο χαλκός συσσωρεύεται στους ιστούς και εκδηλώνεται με νευρολογικά ή ψυχιατρικά και ηπατικά συμπτώματα.
- Γαλακτοζαιμία (αδυναμία μετατροπής της γαλακτόζης σε γλυκόζη λόγω διαταραχών ενός εκ των τριών ενζύμων, που ενέχονται στην αντίδραση).
- Τυροσιναιμία (κληρονομική διαταραχή κατά την οποία ο οργανισμός αδυνατεί να διασπάσει πλήρως το αμινοξύ τυροσίνη).
- Κυστική ίνωση.
Η χολερυθρίνη αποτελείται από μία ανοικτή αλυσίδα τεσσάρων πυρολικών δακτυλίων. Όλες οι χημικές ενώσεις - χρωστικές που διαθέτουν δακτυλίους τύπου πυρόλης όταν εκτίθενται στο φως ισομερίζονται. Η ιδιότητα αυτή της χολερυθρίνης χρησιμοποιείται στην φωτοθεραπεία, η οποία εφαρμόζεται θεραπευτικά στις περιπτώσεις εμφάνισης νεογνικού ικτέρου στα νεογνά, αφού το ισομερές της χολερυθρίνης που δημιουργείται μετά την έκθεση στην ακτινοβολία είναι περισσότερο διαλυτό και αποβάλλεται.
Χολερυθρίνη ούρων:
Η άμεση (συζευγμένη) χολερυθρίνη ως υδατοδιαλυτή μορφή χολερυθρίνης αποτελεί τον μοναδικό τύπο που μπορεί να διηθεί από το σπείραμα και να εμφανιστεί στα ούρα. Αν και υπό φυσιολογικές συνθήκες η χολερυθρίνη δεν ανιχνεύετε στα ούρα αφού αποβάλλεται αυτούσια με τα κόπρανα, ή μεταβολίζεται με τη βοήθεια των μικροβίων του εντέρου σε ουροχολινογόνο, μπορεί στην περίπτωση που εμφανιστεί αποφρακτικός ίκτερος λόγω απόφραξης ή ηπατικής νόσου και λόγω αδυναμίας να αποβληθεί στον γαστρεντερικό σωλήνα να εισέλθει στην κυκλοφορία του αίματος, να διηθεί από το σπείραμα και να εμφανιστεί στα ούρα.
Φυσιολογικές τιμές:
- Αρνητική (απούσα σε εξετάσεις ρουτίνας).
- Δεν υπερβαίνει τα 0,2 mg/dL (<0,34 μmol/L).
Η αύξηση της χολερυθρίνης στα ούρα μπορεί να οφείλεται:
- Κίρρωση του ήπατος.
- Ηπατίτιδα.
- Αποφρακτικό ίκτερο.
Παράγοντες που συμβάλουν σε μη φυσιολογικές τιμές της εξέτασης:
- Φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα: φαιναζοπυριδίνη, φαινοθειαζίνες, σαλικυλικά.
- Φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα: ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C).
- Η έκθεση του δείγματος στο φως ενδέχεται να επηρεάσει τα αποτελέσματα της εξέτασης.
Πηγή:
- Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests (7th edition).
- Wallach - Interpretation of Diagnostic Tests (8th edition).
- McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests - Urinalysis - Bilirubin