Αντιδιαβητικά φάρμακα - Μιμητικά ινκρετινών

Η εξενατίδη (Byetta®) είναι ένα νέο αντιδιαβητικό ενέσιμο φάρμακο που ανήκει σε μία νέα κατηγορία αντιδιαβητικών φαρμάκων - των μιμητικών της ινκρετίνης – δηλαδή φαρμάκων που δρουν με τον ίδιο τρόπο που δρουν και οι ινκρετίνες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ενήλικες σαν βοηθητικό στην δίαιτα και την άσκηση για τον έλεγχο του σακχάρου σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η ενέσιμη εξενατίδη (exenatide) εμφανίζει τις αντιϋπεργλυκαιμικές δράσεις του παρόμοιου με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου-1 (GLP-1) αλλά έχει μεγαλύτερο χρόνο ημίσιας ζωής σε σχέση με αυτό, δεν είναι υποκατάστατο της ινσουλίνης και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε πάσχοντες από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ούτε κατά την διάρκεια της διαβητικής κετοξέωσης (οξεία επιπλοκή του σακχαρώδη διαβήτη).

 

Οι ινκρετίνες είναι πεπτίδια που εκκρίνονται από το έντερο ως απάντηση στην πρόσληψη τροφής και επάγουν την απελευθέρωση ινσουλίνης, καταστέλλουν την έκκριση γλυκαγόνης από το πάγκρεας, καθυστερούν τη γαστρική κένωση και προκαλούν γρήγορα κορεσμό μετά από τη λήψη τροφής.

Στον άνθρωπο έχουν απομονωθεί δύο τέτοια πεπτίδια, το εξαρτώμενο από τη γλυκόζη πολυπεπτίδιο απελευθέρωσης ινσουλίνης (Glucose-dependent Insulinotropic Polypeptide, GIP) και το προσομοιάζον με τη γλυκαγόνη πεπτίδιο-1 (Glucagon-Like Peptide 1, GLP-1).

Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη το GLP-1 προκαλεί μείωση των επιπέδων γλυκόζης πλάσματος μέσω της αύξησης της έκκρισης ινσουλίνης και επιπλέον, αναστέλλει την απόπτωση των β-κυττάρων (κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη) του παγκρέατος. Το πεπτίδιο GLP-1 διασπάται γρήγορα από το ένζυμο διπεπτιδυλ-πεπτιδάση 4 (DPP-4), ένα ένζυμο του οποίου η καταστολή από μία νέα κατηγορία φαρμάκων – των αναστολέων του ενζύμου DPP-4 - ανοίγει τον δρόμο για νέες θεραπείες στον σακχαρώδη διαβήτη.

 

ΒyettaΗ εξενατίδη αυξάνοντας την γλυκοζοεξαρτώμενη έκκριση ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, μειώνει κυρίως την μεταγευματική γλυκόζη και επιτυγχάνει μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κατά 0,5-1%, ενώ συγχρόνως καταστέλλει, χωρίς να εμποδίζει τη φυσιολογική απάντηση στην υπογλυκαιμία, την έκκριση γλυκαγόνης που οδηγεί σε ελάττωση της ηπατικής παραγωγής γλυκόζης και ταυτόχρονα καθυστερεί την γαστρική κένωση που με την σειρά της μειώνει το ρυθμό με τον οποίο η γλυκόζη που προσλαμβάνεται με την τροφή εμφανίζεται στην κυκλοφορία.

Η εξενατίδη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα (μετφορμίνη, σουλφονυλουρία, θειαζολιδινεδιόνη ή συνδυασμό μετφορμίνης και σουλφονυλουρίας ή μετφορμίνης και θειαζολιδινεδιόνης) για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 σε ενήλικες ασθενείς των οποίων τα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα δεν ελέγχονται επαρκώς με τη λήψη των προαναφερόμενων φαρμάκων στη μέγιστη ανεκτή δοσολογία. Η εξενατίδη ενδείκνυται επίσης ως πρόσθετη θεραπεία σε αγωγή με βασική ινσουλίνη, με ή χωρίς μετφορμίνη, και/ή πιογλιταζόνη σε ενήλικες που δεν έχουν επιτύχει ικανοποιητικό γλυκαιμικό έλεγχο με αυτούς τους παράγοντες.

* Το 2009 η εξενατίδη έλαβε από τον Αμερικανικό Οργανισμό Ελέγχου Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA), έγκριση για μονοθεραπεία (σε συνδυασμό με δίαιτα και άσκηση μπορεί να χορηγηθεί μόνη της για την θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2).

Η εξανατίδη χορηγείται υποδορίως (κάτω από το δέρμα) στο μηρό, την κοιλιακή χώρα (κοιλιά) ή το άνω τμήμα του βραχίονα, με τη χρήση πένας. Η θεραπεία πρέπει να ξεκινάει με μια δόση των 5 μικρογραμμαρίων δύο φορές ημερησίως, για τουλάχιστον έναν μήνα. Στη συνέχεια, η δόση μπορεί να αυξηθεί στα 10 μικρογραμμάρια δύο φορές ημερησίως. Δεν συνιστάται η χορήγηση δόσης μεγαλύτερης των 10 μικρογραμμαρίων δύο φορές ημερησίως. Η πρώτη δόση της ημέρας χορηγείται εντός του διαστήματος της μίας ώρας πριν από το πρωινό γεύμα και η δεύτερη δόση εντός του διαστήματος της μίας ώρας πριν από το βραδινό γεύμα (δεν πρέπει ποτέ να χορηγείται μετά το γεύμα) και η χορήγησή της δεν απαιτεί μετρήσεις της γλυκόζης προκειμένου να αναπροσαρμοστεί η δόση ανάλογα με την την τιμή της γλυκόζης, την ποσότητα του γεύματος ή την άσκηση.

Η συνχορήγηση της εξανατίδης με σουλφονυλουρία απαιτείται προσοχή, ειδικά στους πάσχοντες από χρόνια ήπια νεφρική δυσλειτουργία λόγω του αυξημένου κινδύνου εμφάνισης υπογλυκαιμίας (χαμηλό σάκχαρο στο αίμα), ενώ η συνχορήγηση με μετφορμίνη δεν συνδέεται με τον συγκεκριμένο κίνδυνο. Όταν η εξανατίδη χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με βασική ινσουλίνη, θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση της δόσης της βασικής ινσουλίνης και σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο υπογλυκαιμίας, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης της βασικής ινσουλίνης.

Η προσθήκη της εξενατίδης (10 μg δις ημερησίως) στην ήδη χορηγούμενη θεραπεία (μετφορμίνη ή συνδυασμό μετφορμίνης και σουλφονιλουρίας) προκάλεσε σε μελέτες στατικά σημαντική μείωση του σωματικού βάρους σε χρονικό διάστημα 30 εβδομάδων σε σύγκριση με εικονικό φάρμακο η οποία συνεχίστηκε και κατά την διάρκεια των 104 εβδομάδων των μελετών, αλλά το φάρμακο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για αυτή την ιδιότητά του.

Η συνηθέστερη ανεπιθύμητη ενέργεια που εμφανίζεται κυρίως κατά την έναρξη της θεραπείας είναι η ναυτία που συνήθως είναι ήπια έως μέτρια και βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου.

Μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στοιχεία συσχετίζουν την χορήγηση εξενατίδης με την εμφάνιση οξείας παγκρεατίτιδας (αιμορραγική και νεκρωτική παγκρεατίτιδα). Η εμφάνιση παγκρεατίτιδας επιβάλει την διακοπή της αγωγής ενώ οι ασθενείς με ιστορικό παγκρεατίτιδας θα πρέπει να αποκλείονται και για την θεραπεία τους να προτιμούνται άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα.

Εξενατίδη (Bydureon®) παρατεταμένης αποδέσμευσης (exenatide extended-release):

Η εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης, με το πλεονέκτημα να χορηγείται υποδόρια στη συνιστώμενη δόση των 2mg, μια φορά την εβδομάδα (την ίδια ημέρα κάθε εβδομάδα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και ανεξαρτήτως λήψης τροφής) στοχεύει κυρίως στο προγευματικό σάκχαρο και ενδείκνυται για τη θεραπεία του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 σε συνδυασμό με μετφορμίνη, σουλφονυλουρία, θειαζολιδινεδιόνη, μετφορμίνη και σουλφονυλουρία ή μετφορμίνη και θειαζολιδινεδιόνη σε ενήλικες στους οποίους δεν έχει επιτευχθεί ικανοποιητικός γλυκαιμικός έλεγχος με τη μέγιστη ανεκτή δόση με τις παραπάνω από του στόματος αγωγές.

BydureonΣε δύο μελέτες σύγκρισης, εξανατίδης παρατεταμένης αποδέσμευσης 2 mg εφάπαξ εβδομαδιαίως  και εξενατίδης 5μg δις ημερησίως επί 4 εβδομάδες ακολουθούμενη από εξενατίδη 10 μg δις ημερησίως, οι ασθενείς που έλαβαν εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μείωση της HbA1c σε σύγκριση με τους ασθενείς που έλαβαν εξενατίδη δις ημερησίως (-1,6 έναντι -0,9), ανεξάρτητα από την υπάρχουσα αντιδιαβητική αγωγή και σχεδόν παρόμοια μείωση του βάρους σε σύγκριση με το αρχικό σημείο αναφοράς που διατηρήθηκαν για τουλάχιστον 52 εβδομάδες σε όσους ολοκλήρωσαν τόσο την ελεγχόμενη φάση της μελέτης διάρκειας 30 εβδομάδων όσο και την μη ελεγχόμενη επέκταση της μελέτης. Σε μελέτη σύγκρισης διάρκειας 26 εβδομάδων με γλαργινική ινσουλίνη χορηγούμενη μια φορά ημερησίως, η εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης έδειξε σημαντικότερη μεταβολή της HbA1c σε σύγκριση με την γλαργινική ινσουλίνη, σημαντική μείωση του βάρους και λιγότερα υπογλυκαιμικά επεισόδια σε σύγκριση με τη θεραπεία με την γλαργινική ινσουλίνη.

Παρόμοια αποτελέσματα ανωτερότητας παρατηρήθηκαν και σε μία διπλά τυφλή μελέτη 26 εβδομάδων σύγκρισης με τις μέγιστες ημερήσιες δόσεις σιταγλιπτίνης και πιογλιταζόνης σε άτομα που χρησιμοποιούσαν επίσης μετφορμίνη.

Η χρήση της εξανατίδης παρατεταμένης αποδέσμευσης δεν απαιτεί πρόσθετη παρακολούθηση από τον ασθενή (αυτοπαρακολούθηση). Παρόλα αυτά, η αυτοπαρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα μπορεί να είναι αναγκαία προκειμένου να γίνεται ρύθμιση της δόσης των σουλφονυλουριών σε περίπτωση συγχορήγησης, αφού στις κλινικές μελέτες, οι ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία που λάμβαναν συνδυασμένη αγωγή με σουλφονυλουρία, παρουσίασαν αυξημένη συχνότητα εμφάνισης υπογλυκαιμίας συγκριτικά με τους ασθενείς με φυσιολογική νεφρική λειτουργία. Για να μειωθεί ο κίνδυνος εμφάνισης υπογλυκαιμίας που σχετίζεται με τη χρήση σουλφονυλουρίας, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο μείωσης της δόσης της σουλφονυλουρίας.

Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (μέτριας έντασης) με την εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης είναι η ναυτία, ο έμετος, η διάρροια και η δυσκοιλιότητα κυρίως κατά την έναρξη της θεραπείας. Ταχεία απώλεια βάρους (καταγεγραμμένη απώλεια βάρους σώματος μεταξύ δύο διαδοχικών επισκέψεων της μελέτης μεγαλύτερη από 1,5 kg/εβδομάδα) έχουν καταγραφεί σε μελέτες στο περίπου το 3% των ασθενών υπό θεραπεία με εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης.

Η στατιστικά σημαντική αύξηση της συχνότητας εμφάνισης θυρεοειδικών όγκων c-κυττάρων (αδενώματα και/ή καρκινώματα) σε αρουραίους με όλες τις δόσεις (1,4 έως 26 φορές την ανθρώπινη κλινική έκθεση στην εξανατίδη παρατεταμένης αποδέσμευσης, που παρατηρήθηκε σε μελέτη καρκινογένεσης διάρκειας 104 εβδομάδων, επί του παρόντος, δεν είναι γνωστή η σημασία της για τον άνθρωπο.

Περισσότερες πληροφορίες:

Σχετικά άρθρα