Η γενική αίματος (ή αιμοδιάγραμμα) (Full Blood Count - FBC) είναι μια σειρά μετρήσεων του αριθμού και παρατηρήσεων της μορφολογίας των έμμορφων στοιχείων του αίματος, όπως μέτρηση ερυθρών και λευκών αιμοσφαιρίων, λευκοκυτταρικό τύπο (διαχωρισμός κατηγοριών των λευκών αιμοσφαιρίων), μέτρηση αιμοσφαιρίνης και αιματοκρίτη. Στην γενική αίματος περιλαμβάνεται επίσης και η μέτρηση των αιμοπεταλίων.
Ερυθρά αιμοσφαίρια:
RBC (Red Blood Cells) - Αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων: Τα ερυθρά αιμοσφαίρια παράγονται στον μυελό των οστών και έχουν μέσο όρο ζωής 120 μέρες. Μεταφέρουν, μέσω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν, οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. Καθοριστική η μέτρησή τους για την παρουσία αναιμίας (μείωση του αριθμού τους) ή πολυκυτταραιμίας (αύξηση του αριθμού τους). Η παραγωγή τους διεγείρεται από την ερυθροποιητίνη, μια ορμόνη που εκκρίνεται από τον νεφρό και ρυθμίζεται από την υποξία των ιστών (π.χ. η υποξία που εμφανίζεται σε άτομα που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα ή σε άτομα που καπνίζουν οδηγεί σε αύξηση της έκκρισης της ερυθροποιητίνης και αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Τα ερυθρά αιμοσφαίρια αυξάνουν στην καρδιαγγειακή νόσο, στη χρόνια υποξία, στις χρόνιες πνευμονοπάθειες, στις συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς, στη νόσο του Cushing, στην αιμοσυμπύκνωση, στον καρκίνο του ήπατος, σε διαβίωση σε μεγάλο υψόμετρο, στην αληθή πολυκυτταραιμία και το κάπνισμα και μειώνονται στην νόσο του Addison, στην κατάχρηση αλκοόλ, στις αναιμίες οποιασδήποτε αιτιολογίας, στην καταστολή του μυελού των οστών, στην χρόνια λοίμωξη, στην χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, στην αιμοαραίωση, στην αιμόλυση, στην αιμορραγία, στην νόσο του Hodgkin, στον υποθυρεοειδισμό, στις λευχαιμίες, στο πολλαπλό μυέλωμα, στην μυελοδυσπλασία, στον ρευματικό πυρετό, στην υποξεία βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και στις ανεπάρκειες βιταμινών (Β6, Β12, φυλλικού οξέος).
HGB (Hemoglobin) - Αιμοσφαιρίνη: Αποτελεί το κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Μεταφέρει το οξυγόνο του εισπνεόμενου αέρα στα κύτταρα των ιστών και απομακρύνει το παραγόμενο σ' αυτά διοξείδιο του άνθρακα. Το μόριο της αιμοσφαιρίνης αποτελείται από τέσσερα πολυπεπτίδια, ανά δύο όμοια, καθένα των οποίων συνδέεται με ένα μόριο οργανικής χρωστικής, της αίμης. Το μόριο της αίμης περιέχει ένα άτομο δισθενούς σιδήρου, με το οποίο αποκτά την ικανότητα να δεσμεύει ένα μόριο οξυγόνου ή άλλου αερίου (CO, CO2).
Αναχθείσα ή ανηγμένη αιμοσφαιρίνη είναι εκείνη της οποίας ο σίδηρος δεν έχει προσλάβει οξυγόνο. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλ. της δέσμευσης οξυγόνου από το σίδηρο της αίμης, έχουμε την οξυαιμοσφαιρίνη. Το σύνολο της αιμοσφαιρίνης του σώματος ανέρχεται σε 600g και έχει την ικανότητα να δεσμεύσει 800 ml περίπου οξυγόνου.
Η αιμοσφαιρίνη αυξάνει σε περιπτώσεις αφυδάτωσης, παρατεταμένης περίδεσης για την αιμοληψία (ψευδής αύξηση), σε πολυκυτταραιμία, έντονη σωματική άσκηση, υπερτριγλυκεριδαιμία, προχωρημένη ηπατική νόσο, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και ελαττώνεται σε διάφορες αναιμίες, βαριές αιμορραγίες, σε αιμόλυση (λοιμώδους, φαρμακευτικής ή χημικής αιτιολογίας, εκτεταμένα εγκαύματα, μετάγγιση ασύμβατου αίματος, τεχνητές καρδιακές βαλβίδες), συστηματικά νοσήματα (λέμφωμα, λευχαιμία, πολλαπλό μυέλωμα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σαρκοείδωση, καρκινώματα κ.α), κίρρωση του ήπατος, νεφρική νόσο, υποθυρεοειδισμός, υποσιτισμός, εγκυμοσύνη κ.α.
HCT (Hematocrit) - Αιματοκρίτης: εκφράζει τη σχέση του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων ως προς τον ολικό όγκο του αίματος. Συνήθως η τιμή του αιματοκρίτη είναι περίπου ίση με το τριπλάσιο της αιμοσφαιρίνης, με προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αξιόλογη υποχρωμία. Ο αιματοκρίτης αυξάνει (βλέπε και αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων) σε περιπτώσεις πολυκυτταραιμίας (νεογνά διαβητικών μητέρων, διαβίωση σε μεγάλο υψόμετρο, υπερβολική σωματική αύξηση κ.α) σε αιμοσυμπύκνωση, παρατεταμένη περίσφιξη κατά την αιμοληψία και σε καταστάσεις σοκ και ελαττώνεται σε αναιμίες, χρόνια κατάκλιση, μετά από γεύμα και με την πάροδο της ηλικίας (> 50ετών).
Αιτιολογία ορθόχρωμης ορθοκυτταρικής αναιμίας (MCV φυσιολογικό) |
|
Κεντρικής αιτιολογίας αναιμία | Περιφερικής αιτιολογίας αναιμία (με αυξημένα ΔΕΚ) |
|
|
MCV (Mean Corpuscular Volume) - Μέσος όγκος ερυθρών αιμοσφαιρίων: εκφράζει το μέσο όγκο ενός ερυθρού αιμοσφαιρίου και καθορίζει το χαρακτηρισμό του ως ορθοκυττάρου, μικροκυττάρου ή μακροκυττάρου και υπολογίζεται από τη σχέση: αιματοκρίτης % Χ 10 / αριθμός ερυθροκυττάρων σε εκατομμύρια ανά mm3. Ο MCV αυξάνει (μακροκυττάρωση) (MCV >95 fl) σε παρουσία υψηλού αριθμού δικτυοερυθροκυττάρων (ΔΕΚ), σε μακροκυτταρικές αναιμίες (μεγαλοβλαστικές, σύνδρομο Di Guglielmo, μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, κυτταροστατικά φάρμακα) σε ένδεια βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέος, σε κατάχρηση αλκοόλ, στον υποθυρεοειδισμό, στα χρόνια ηπατικά νοσήματα και ελαττώνεται (μικροκυττάρωση) (MCV <80 fl) σε μικροκυτταρικές υπόχρωμες αναιμίες (σιδηροπενική, σιδηροαχρηστική, ετερόζυγη μεσογειακή, μεσογειακά σύνδρομα, χρόνια νοσήματα), σε κακοήθειες, στην ρευματοειδή αρθρίτιδα και στην δηλητηρίαση από μόλυβδο.
Αιμοδιάγραμμα | ||
Παράμετρος | Φυσιολογικές τιμές | |
RBC HGB HCT MCV MCH MCHC RDW-SD RDW-CV |
Ερυθρά αιμοσφαίρια Αιμοσφαιρίνη Αιματοκρίτης Μέσος όγκος ερυθρών Μέση περιεκτικότητα Hb Μέση πυκνότητα Hb Εύρος κατανομής ερυθρών SD Εύρος κατανομής ερυθρών CV |
4.20 - 6.20 Μ/μl 11.8 - 17.8 g/dl 36.0 - 52.0 % 79.0 - 98.0 fl 26.0 - 32.0 pg 31.4 - 38.5 g/dl 40.0 - 75.0 fl 11.0 - 16.0 % |
WBC NEUT% NEUT LYMPH % LYMPH MONO % ΜΟΝΟ ΕΟ % ΕΟ ΒΑSΟ % ΒΑSΟ |
Λευκά αιμοσφαίρια Ουδετερόφιλα % Ουδετερόφιλα αριθμός Λεμφοκύτταρα % Λεμφοκύτταρα αριθμός Μονοκύτταρα % Μονοκύτταρα αριθμός Ηωσινόφιλα % Ηωσινόφιλα αριθμός Βασεόφιλα % Βασεόφιλα αριθμός |
4.0 - 11.0 k/μl 45.0 - 85.0% 2.4 - 9.2k/μl 20.0 - 45.0 % 1.0 - 4.0 k/μl 2.0 -10.0 % 0.1 - 1.0 k/μl 2.0 - 6.0% 0.1 - 0.4 k/μl 0.0 - 1.0 % 0.0 - 0.1 k/μl |
PLT PDW PCT MPV P-LCR |
Αιμοπετάλια Εύρος κατανομής PLT Αιμοπεταλιοκρίτης Μέσος όγκος αιμοπεταλίων Ποσοστό μεγάλων PLT |
150 - 400 k/μl 9.0 - 17.0 fl 0.190 - 0.290% 9.0 - 13.0 fl 13.0 - 43.0 % |
MCH (Mean Corpuscular Haemoglobin) - Μέση περιεκτικότητα ερυθροκυττάρου σε αιμοσφαιρίνη: εκφράζει την ποσότητα αιμοσφαιρίνης του μέσου ερυθρού αιμοσφαιρίου και υπολογίζεται από τη σχέση: αιμοσφαιρίνη σε g/dL Χ 10 / αριθμός ερυθροκυττάρων σε εκατομμύρια ανά mm3. Αυξάνει (υπερχρωμία) σε υπερλιπιδαιμίες (ψευδής αύξηση) και σε μακροκυτταρικές υπέρχρωμες αναιμίες και μειώνεται (υποχρωμία) σε μικροκυτταρικές υπόχρωμες αναιμίες.
MCHC (Mean Corpuscular Haemoglobin Concentration) - Μέση συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης κατά ερυθροκύτταρο: εκφράζει, επί τοις εκατό, τη μέση περιεκτικότητα σε αιμοσφαιρίνη που υπάρχει σε όγκο ερυθρών αιμοσφαιρίων και υπολογίζεται από τη σχέση: αιμοσφαιρίνη σε g/dL Χ 100 / αιματοκρίτης. Αυξάνει (υπερχρωμία) σε ορθόχρωμες αναιμίες, στην βρεφική ηλικία και σε σφαιροκυττάρωση και ελαττώνεται (υποχρωμία) σε χρόνια απώλεια αίματος, σε αναιμία χρόνιας νόσου, σε υπόχρωμες μικροκυτταρικές αναιμίες (σιδηροπενική και σιδηροβλαστική αναιμία), στην θαλασσαναιμία και σε δηλητηρίαση από μόλυβδο.
RDW-SD (Red Distribution Width-Standard Deviation) - Εύρος κατανομής μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με σταθερή απόκλιση): αποτελεί δείκτη της απόκλισης ή μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων και ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση (διακύμανση στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων).
RDW-CV (Red Distribution Width-Coefficient Variation) - Εύρος κατανομής μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων (με συντελεστή μεταβλητότητας): αποτελεί δείκτη της απόκλισης ή μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων και ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση.
Το εύρος κατανομής μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων βοηθάει στην διαφοροδιάγνωση της σιδηροπενικής αναιμίας από την μεσογειακή αναιμία όπου και οι δύο αναιμίες έχουν χαμηλό MCV, αλλά ωστόσο, η σιδηροπενική αναιμία έχει ένα υψηλό RDW την ίδια στιγμή που η μεσογειακή αναιμία έχει ένα φυσιολογική RDW (επισημαίνεται ότι το εύρος κατανομής μεγέθους των ερυθρών αιμοσφαιρίων (RDW) μπορεί να αυξηθεί ακόμα και πριν την μείωση του μέσου όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων(MCV) στην σιδηροπενική αναιμία).
Το εύρος κατανομής μεγέθους ερυθρών αιμοσφαιρίων μπορεί να αυξηθεί σε κατάχρηση οινοπνεύματος, στην αναιμία από ανεπάρκεια φυλλικού οξέος, στην αιμολυτική αναιμία, στην σιδηροπενική αναιμία, στην κακοήθη αναιμία και στην δρεπανοκυτταρική αναιμία.
Ταξινόμηση αναιμίας με βάση τις τιμές των ΔΕΚ, MCV και MCH |
|
|
|
|
|
Λευκά αιμοσφαίρια:
WBC (While Blood Corpuscles or Leukocyte) - Λευκά αιμοσφαίρια: με κυριότερη λειτουργία την καταπολέμηση των λοιμώξεων, δηλαδή την προάσπιση του οργανισμού με την φαγοκυττάρωση των εισβολέων μικροοργανισμών και την παραγωγή ή μεταφορά και διανομή, των αντισωμάτων κατά την ανοσοποίηση. Τα λευκά αιμοσφαίρια διακρίνονται σε λεμφοκύτταρα, πολυμορφοπύρηνα ή κοκκιοκύτταρα (ουδετερόφιλα, ηωσινόφιλα, βασεόφιλα) και μονοκύτταρα ή μεγάλα μονοπύρηνα. Η εκατοστιαία αναλογία των παραπάνω κατηγοριών λευκών αιμοσφαιρίων αποτελεί το λευκοκυτταρικό τύπο. Τα λευκά αιμοσφαίρια αυξάνουν (λευκοκυττάρωση) (Leukocytosis) (αρ. λευκών αιμοσφαιρίων >11.000/μl) σε φυσιολογικές καταστάσεις (τοκετό, κοπιαστική άσκηση, έμμηνη ρύση, παροξυσμικές ταχυκαρδίες, έμετους, διάρροιες, υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος, παρατεταμένη ηλιοθεραπεία, νάρκωση, κάπνισμα, στρες) αλλά και σε παθολογικές καταστάσεις όπως λοιμώξεις (πνευμονία, αποστήματα, αμυγδαλίτιδα, σηψαιμία, οξύ ρευματικό πυρετό, κοκκύτης κ.α.), κακοήθη νοσήματα, ιδιαίτερα του γαστρεντερικού σωλήνα, του ήπατος, των οστών και τα μεταστατικά, νοσήματα του κυκλοφορικού, παθήσεις του μυελού των οστών (μυελοσκλήρυνση), μεταβολικές διαταραχές (ουραιμία, ουρική αρθρίτιδα, εκλαμψία, θυρεοειδική κρίση), επιληπτικές κρίσεις, ιστικές νεκρώσεις (εγκαύματα, οξύ έμφραγμα, τραύματα) κ.α. Τα λευκά αιμοσφαίρια ελαττώνονται (λευκοπενία) (Leukopenia) (αρ. λευκών αιμοσφαιρίων <3.700/μl) σε αναιμίες, λευχαιμίες και μυελοκατακτητικές παθήσεις (μεταστατικοί όγκοι, μυκητιάσεις), υπερσπληνισμό, λοιμώξεις βακτηριακές (βρουκέλλωση, κεγχροειδής φυματίωση, παράτυφος) και ιογενείς (λοιμώδης μονοπυρήνωση, ιλαρά, ερυθρά, γρίπη, ηπατίτιδα), ρικετσιώσεις, παρασιτικά νοσήματα κ.α
NEUT (Neutrophils) - Ουδετερόφιλα:
Τα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό των λευκών αιμοσφαιρίων με σημαντικό ρόλο στον ανοσοποιητικό μηχανισμό του οργανισμού. Έχουν μέγεθος περίπου 12 μm και παράγονται στο μυελό των οστών. Μετά από μία σύντομη (μιας ημέρας) παραμονή στο αίμα, εγκαταλείπουν τα αιμοφόρα αγγεία και μεταναστεύουν στους ιστούς.
Τα ουδετερόφιλα (η ονομασία των οποίων προκύπτει από τα χαρακτηριστικά τους κατά την χρώση αιματοξυλίνης-ηωσίνης που χρησιμοποιείται για ιστολογικές και κυτταρολoγικές διεργασίες) παίζουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση των λοιμώξεων λαμβάνοντας μέρος στο μηχανισμό της φλεγμονής μέσω της φαγοκυττάρωσης, όπου και προσελκύονται χημειοτακτικώς από τα βακτηρίδια. Όσα ουδετερόφιλα δεν εμπλακούν στη διεργασία της φλεγμονής, αποβάλλονται με τις εκκρίσεις των βρόγχων και του γαστρεντερικού σωλήνα, με το σάλιο και με τα ούρα (πυοσφαίρια) ή καταστρέφονται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα.
Το κυτταρόπλασμα των ουδετερόφιλων περιέχει λίγα μιτοχόνδρια, υπολειμματικά στοιχεία της συσκευής Golgi, στοιχειώδες αδρό ενδοπλασματικό δίκτυο και σημαντικό ποσό κοκκίων γλυκογόνου που αντικατοπτρίζουν τη σπουδαιότητα του αναερόβιου μεταβολισμού που είναι ικανά να επιτελέσουν και την ικανότητά τους να λειτουργήσουν στο φτωχά οξυγονωμένο περιβάλλον των κατεστραμμένων ιστών. Το κυτταρόπλασμα των ουδετερόφιλων περιέχει επίσης διάφορες αντιοξειδωτικές ουσίες για την καταστροφή των τοξικών υπεροξειδίων, που μπορεί να παραχθούν κατά τη διάρκεια της λυσοσωματικής δραστηριότητας, ενώ κατά την διάρκεια της ενεργοποίησής τους σε φλεγμονή, απελευθερώνουν μία πυρετογόνο ουσία η οποία επιδρά στον υποθάλαμο και αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος.
Τα ουδετερόφιλα έχουν λοβωτό πυρήνα με 2 ως 5 λοβούς (ο αριθμός των λοβών ανέρχεται με την ηλικία του κυττάρου), αλλά εμφανίζονται και ανώριμες μορφές που έχουν πρόσφατα εισέλθει στην κυκλοφορία και φέρουν ταινιωτό πυρήνα χωρίς λοβούς (ραβδοπύρηνα). Ο αυξημένος αριθμός των ραβδοπύρηνων στην κυκλοφορία αντικατοπτρίζει την αύξηση των ουδετερόφιλων σε απάντηση κάποιας βακτηριακής μόλυνσης και το ποσοστό τους κυμαίνεται μεταξύ του 25% στα νεογνά και του 3 % στους ενηλίκους.
Τα ουδετερόφιλα αυξάνουν (ουδετεροφιλία) (Neutrophilia) (αρ. ουδετεροφίλων >7.500/μl) στην οξέωση, στην οξεία αιμόλυση των ερυθρών αιμοσφαιρίων, σε οξείες πυογόνες λοιμώξεις, σε καρκίνο του ήπατος, του πεπτικού συστήματος και του μυελού των οστών, στην εκλαμψία, στην συναισθηματική ή σωματική καταπόνηση (άσκηση, εργασία), στην ουρική αρθρίτιδα, στις αιμορραγίες, σε μυελοϋπερπλαστικές νόσους, σε δηλητηριάσεις από χημικές ουσίες, φάρμακα ή δηλητήρια, στον ρευματικό πυρετό, στην σηψαιμία, στο στρες, στην θυρεοειδική κρίση, σε νέκρωση ιστών (χειρουργική επέμβαση, εγκαύματα, έμφραγμα του μυοκαρδίου), στην ουραιμία και στις αγγειίτιδες, ενώ μειώνονται (ουδετεροπενία) (Neutropenia) (αρ. ουδετεροφίλων <2.000/μl) στην αναφυλακτική καταπληξία (shock), στην νευρική ανορεξία, στην απλαστική αναιμία, στον υπερσπληνισμό, μετά από ακτινοβολία, στην λευχαιμία, στην κακοήθη αναιμία, στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, στις ρικετσιώσεις, στη σηψαιμία και σε ιογενείς λοιμώξεις (ιλαρά, ερυθρά, λοιμώδη μονοπυρήνωση, ηπατίτιδα) .
NEUT% (Neutrophils Percentage) - Εκατοστιαία αναλογία ουδετερόφιλων: είναι η εκατοστιαία αναλογία των ουδετερόφιλων στον λευκοκυτταρικό τύπο (στο σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων).
LYMPH (Lymphocytes) - Λεμφοκύτταρα:
Τα λεμφοκύτταρα παράγονται στον μυελό των οστών και είναι δύο ειδών, Τ-λεμφοκύτταρα και Β-λεμφοκύτταρα. Τα Β-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους ένα μόριο αντισώματος. Όταν ένα Β κύτταρο συναντήσει ένα αντιγόνο διαιρείται γρήγορα και διαφοροποιείται σε Β-κύτταρο μνήμης και Β-κύτταρο τελεστή ή πλασματοκύτταρο. Τα πλασμοκύτταρα παράγουν μεγάλη ποσότητα αντισωμάτων που δρουν πάνω στο αντιγόνο και το καταστρέφουν. Τα Τ-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους έναν υποδοχέα δέσμευσης αντιγόνου και όταν συναντήσουν αντιγόνο εκκρίνουν τους αυξητικούς παράγοντες κυτοκίνες. Οι παράγοντες αυτοί ενεργοποιούν τα Β-κύτταρα καθώς και τα Tc-κύτταρα τα οποία καταστρέφουν τα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού που έχουν υποστεί αλλοιώσεις.
Τα λεμφοκύτταρα αυξάνουν (λεμφοκυττάρωση) (Lymphocytosis) (αρ. λεμφοκυττάρων >3.500/μl) στην οξεία νόσο του Addison, στην χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, στη νόσο του Crohn, σε λοιμώξεις από κυτταρομεγαλοϊό, στη λοιμώδη μονοπυρήνωση, σε υπερευαισθησία σε φάρμακα, στον κοκκύτη, στην ορονοσία, στη θυρεοτοξίκωση, στην τοξοπλάσμωση, στον τύφο, στην ελκώδη κολίτιδα, σε ιογενείς λοιμώξεις (παρωτίτιδα, ερυθρά, ιλαρά, ηπατίτιδα, ανεμοβλογιά) και μειώνονται (λεμφοπενία) (Lymphocytopenia) (αρ. λεμφοκυττάρων <750/μl) στην οξεία φυματίωση, σε φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στο AIDS, στην απλαστική αναιμία, στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στη νόσο του Hodgkin, μετά από ακτινοβολία, σε λεμφοσάρκωμα, στην μυασθένεια, σε παρακώλυση της λεμφικής παροχέτευσης, σε καταστάσεις στρες, στην νεφρική ανεπάρκεια και στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο.
LYMPH% (Lymphocytes Percentage) - Εκατοστιαία αναλογία λεμφοκύτταρων: είναι η εκατοστιαία αναλογία των λεμφοκύτταρων στον λευκοκυτταρικό τύπο (στο σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων).
MONO (Monocytes) - Μονοπύρηνα:
Τα μονοπύρηνα είναι κυκλοφορούντα κύτταρα που αποτελούν το 3-8% των λευκών αιμοσφαιρίων, έχουν μέγεθος 12-20 mm και σχήμα σφαιρικό, μοιάζουν πολύ με τα μεγάλα λεμφοκύτταρα από τα οποία διακρίνονται από το αφθονότερο κυτταρόπλασμα και τον κάπως μικρότερο πυρήνα. Τα μονοπύρηνα είναι πρόδρομοι των μακροφάγων και ανήκουν στο σύστημα των φαγοκυττάρων με σημαντικό ρόλο στην άμυνα του ξενιστή. Τα μονοκύτταρα αφού παραχθούν στο μυελό των οστών και στη συνέχεια αποδεσμευτούν στην κυκλοφορία, απαντούν χημειοτακτικά στην παρουσία νεκρωτικής διεργασίας, φλεγμονής και εισβολέων-μικροοργανισμών εγκαταλείποντας το αίμα και μεταναστεύοντας στους ιστούς, διαφοροποιούμενα σε ιστικά μακροφάγα. Με την μεγάλη ικανότητα της φαγοκυττάρωσης που διαθέτουν και με τη μεγάλη περιεκτικότητά τους σε υδρολυτικά ένζυμα, τα μακροφάγα εγκολπώνουν και αδρανοποιούν ιστικά υπολείμματα και ξένο υλικό ως μέρος της διαδικασίας επούλωσης και αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας.
Τα μονοπύρηνα επίσης - που στην περίπτωση αυτή, ονομάζονται αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα - διεγερμένα από διάφορες κυτταροκίνες επεξεργάζονται τα αντιγόνα, τα εκφράζουν στην επιφάνειά τους και τα παρουσιάζουν στα Τ-λεμφοκύτταρα, συμμετέχοντας έτσι και στην ειδική ανοσιακή απάντηση.
Τα μονοπύρηνα αυξάνονται (μονοπυρήνωση ή μονοκυττάρωση) (Monocytosis) (αρ. μονοκυττάρων >1.000/μl) σε ιογενείς λοιμώξεις, στη φυματίωση, στη σύφιλη, στην υποξεία βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, στη βρουκέλλωση, σε χρόνιες φλεγμονώδεις διαταραχές, στη χρόνια ελκώδη κολίτιδα, στην νόσο του Hodgkin και στις μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές, ενώ μειώνονται (μονοκυτταροπενία) (Monocytopenia) (αρ. μονοκυττάρων <100/μl) σε οξείες στρεσογόνες καταστάσεις και σε σηπτικές λοιμώξεις.
MONO% (Monocytes Percentage) - Εκατοστιαία αναλογία μονοπύρηνων: είναι η εκατοστιαία αναλογία των μονοπύρηνων στον λευκοκυτταρικό τύπο (στο σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων).
EO (Eosinophils) - Ηωσινόφιλα:
Τα ηωσινόφιλα έχουν ένα δίλοβο πυρήνα, είναι μεγαλύτερα από τα ουδετερόφιλα και αναγνωρίζονται από τα μεγάλα επιμηκυσμένα ειδικά κοκκία που περιβάλλονται από μεμβράνη, χρωματίζονται έντονα ερυθρά με την ηωσίνη και περιέχουν ένζυμα όπως την ηωσινόφιλη υπεροξειδάση, η οποία συνδέεται με τους μικροοργανισμούς και διευκολύνει τη νέκρωσή τους από τα μακροφάγα, την μείζονα βασική πρωτεΐνη, πλούσια σε αργινίνη, η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό του κρυσταλλοειδούς του κοκκίου η οποία συνδέεται με την μεμβράνη των παρασίτων και την καταστρέφει, την ηωσινόφιλη κατιονική, η οποία αδρανοποιεί την ηπαρίνη και μαζί με τη μείζονα βασική πρωτεΐνη προκαλεί την κατάτμηση των παρασίτων αλλά και άλλα λυσοσωματικά ένζυμα όπως αρυλσουλφατάση, ισταμινάση, όξινη φωσφατάση, ριβονουκλεάση, καθεψίνη, λυσοζύμη, πρωτεάσες και λυσοφωσφολιπάσες.
Τα ηωσινόφιλα μετά την παραγωγή του στο μυελό των οστών και αφού παραμείνουν εκεί για αρκετές ημέρες μεταναστεύουν στο δέρμα, στους πνεύμονες και στο γαστρεντερικό σωλήνα.
Αυξημένος αριθμός κυκλοφορούντων ηωσινόφιλων (ηωσινοφιλία) παρατηρείται σε αρκετές παρασιτώσεις και σε αλλεργικές καταστάσεις, όπως σε άσθμα, πυρετό από χόρτο και αντιδράσεις από φάρμακα.
Τα ηωσινόφιλα αυξάνονται (ηωσινοφιλία) (Eosinophilia) (αρ. ηωσινοφίλων > 500/μl) στην νόσο του Addison, σε αλλεργικές νόσους, στον καρκίνο του πνεύμονα, του στομάχου, των ωοθηκών, στην χρόνια μυελογενή λευχαιμία, στη νόσο του Hodgkin, μετά από ακτινοβολία, σε παρασιτικές λοιμώξεις (τριχινίαση), στην κακοήθη αναιμία, στην πολυκυτταραιμία, στην ρευματοειδή αρθρίτιδα, στην οστρακιά, στο σκληρόδερμα, στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και στην ελκώδη κολίτιδα ενώ μειώνονται (ηωσινοπενία) (Eosinopenia) (αρ. ηωσινοφίλων <100/μl) σε φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στην νόσο του Cushing, σε σοβαρή λοίμωξη, σε καταστάσεις σοκ, στρες και μετά από τραυματισμούς.
EO% (Eosinophils Percentage) - Εκατοστιαία αναλογία ηωσινόφιλων: είναι η εκατοστιαία αναλογία των ηωσινόφιλων στον λευκοκυτταρικό τύπο (στο σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων).
BASO (Basophils) - Βασεόφιλα:
Τα βασεόφιλα είναι τα λιγότερα συνήθη λευκοκύτταρα κι αποτελούν λιγότερο από το 1% των λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα. Το χαρακτηριστικό τους στοιχείο είναι τα μεγάλα έντονα βασεόφιλα κοκκία που χρωματίζονται μεταχρωματικά με τις βασικές χρωστικές (έντονο ερυθρό-πορφυρό χρώμα) και επισκιάζουν το πυρήνα, ο οποίος είναι διαιρεμένος σε ακανόνιστους λοβούς (συνήθως δίλοβος) και φέρει έντονα συμπυκνωμένη χρωματίνη. Αν και τα βασεόφιλα έχουν την ικανότητα της φαγοκυττάρωσης, αποτελούν κυρίως εκκριτικά κύτταρα που διαμεσολαβούν στις αντιδράσεις άμεσης υπερευαισθησίας. Τα μεταχρωματικά κοκκία των βασεεόφιλων περιέχουν θειωμένες πρωτεογλυκάνες, όπως θειϊκή χονδροϊτίνη, ηπαρίνη, ισταμίνη, λευκοτριένια (LTC4, LTD4, LTE4), βραδείας αντίδρασης ουσία της αναφυλαξίας (SRS-A) και ηωσινόφιλο χημειοτακτικό παράγοντα της αναφυλαξίας (ECF-A).
Τα βασεόφιλα αυξάνουν (βασεοφιλία) (Basophilia) (αρ. βασεοφίλων >200/μl) σε ορισμένα νοσήματα του δέρματος, στην ανεμοβλογιά, στην χρόνια μυελογενή λευχαιμία, στην χρόνια ιγμορίτιδα, μετά από ακτινοβολία, στην ιλαρά, στις μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές, στο μυξοίδημα, μετά από σπληνεκτομή, στην ευλογία και στην ελκώδη κολίτιδα και μειώνονται (βασεοπενία) (Basopenia or Basocytopenia) (αρ. βασεοφίλων <100/μl) στις οξείες λοιμώξεις, στην φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στη νόσο Graves, μετά από ακτινοβολία, στην εγκυμοσύνη, σε καταστάσεις καταπληξίας (Shock) και σε στρεσογόνες καταστάσεις.
BASO% (Basophils Percentage) - Εκατοστιαία αναλογία βασεόφιλων: είναι η εκατοστιαία αναλογία των βασεόφιλων στον λευκοκυτταρικό τύπο (στο σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων).
Καταστάσεις και φάρμακα που επηρεάζουν τις φυσιολογικές τιμές των λευκών αιμοσφαιρίων: |
|
Δείτε επίσης: Λευκοπενία - Ουδετεροπενία
Αιμοπετάλια:
PLT (Platelets) - Αιμοπετάλια: Τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα παράγονται στο μυελό των οστών και ουσιαστικά αποτελούν θραύσματα των προγονικών τους κυττάρων δηλαδή των μεγακαρυοκυττάρων. Τα αιμοπετάλια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πήξη του αίματος μέσω της απελευθέρωσης σεροτονίνης, της ελάττωσης της ροής αίματος και της διατήρησης της ακεραιότητας του τοιχώματος του αιμοφόρου αγγείου (με την έκκριση αυξητικών παραγόντων).
Τα αιμοπετάλια φυσιολογικά με την δράση της προστακυκλίνης βρίσκονται μακριά από το ενδοθήλιο και δεν δημιουργούν πήγμα σε φυσιολογικό αγγείο αλλά εμπλέκονται στην ιστική βλάβη, στη φλεγμονή και στην επούλωση πληγής ελκύοντας και συνδέοντας λευκοκύτταρα.
Με την βλάβη του αγγείου και την έκθεση του υποενδοθηλιακού ιστού στο αίμα, τα ενδοθηλιακά κύτταρα εκκρίνουν τον παράγοντα Von Willebrand και τα αιμοπετάλια με την σειρά τους προσκολλώνται στο κολλαγόνο του υποενδοθηλίου με την βοήθεια υποδοχέα για το κολλαγόνου και την συμμετοχή του παράγοντα Von Willebrand. Επιπλέον επέρχεται αλλαγή του αιμοπεταλιακού σχήματος και ενεργοποίηση του αιμοπεταλίου με ταυτόχρονη απελευθέρωση ουσιών από τα κοκκία (ADP, σεροτονίνη, θρομβοξάνη A2) που τελικά οδηγούν στην συσσώρευση των αιμοπεταλίων και σχηματισμό της πρωτοπαθούς αιμοστατικής πλάκας.
Τα αιμοπετάλια αυξάνουν* (θρομβοκυττάρωση) (Thrombocytosis) (αρ. αιμοπεταλίων >400.000/μl) σε οξεία λοίμωξη, ασφυξία, χρόνια λευχαιμία, χρόνια παγκρεατίτιδα, κίρρωση, νόσους του κολλαγόνου, καρδιακά νοσήματα, φλεγμονές, σιδηροπενική αναιμία, κακοήθεις όγκους, πολλαπλό μυέλωμα, αληθή πολυκυτταραιμία, μεθαιμορραγική αναιμία, μετά από σπληνεκτομή, εγκυμοσύνη, μετά από τοκετό, ρευματοειδή αρθρίτιδα, δρεπανοκυτταρική αναιμία, φυματίωση, ιογενείς λοιμώξεις και μειώνονται** (θρομβοπενία), (Thrombocytopenia) (αρ. αιμοπεταλίων <150.000/μl) σε οξεία λευχαιμία, AIDS, αλλεργικές παθήσεις, απλαστική αναιμία, αυτομεταγγίσεις, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, κλωστηριδιακή λοίμωξη, έκθεση σε DDT, εξωσωματική παράκαμψη, αιμολυτική αναιμία, υπερσπληνισμό, ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα, λεμφοπολλαπλασιαστικά νοσήματα, έμμηνο ρύση, πολλαπλό μυέλωμα, κακοήθη αναιμία, προσθετική καρδιακή βαλβίδα, ακτινοβολία, σπληνομεγαλία, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο κ.α.
Αίτια θρομβοκυττάρωσης: |
|
Πηγή: Harrison’s Principles of Internal Medicine – 20th edition - Causes of Thrombocytosis |
*Φάρμακα που μπορεί να αυξήσουν τον αριθμό των αιμοπεταλίων: κεφαλοσπορίνες, κλινδαμυκίνη, κλοζαπίνη, κορτικοστεροειδή, δαναζόλη, διπυριδαμόλη, δονεπεζίλη, ερυθροποιητίνη (εποετίνη), γεμφιβροζίλη, λίθιο, αντισυλληπτικά από το στόμα, ζιδοβουδίνη.
**Φάρμακα που μπορεί να μειώσουν τον αριθμό των αιμοπεταλίων: αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (ΑΜΕΑ), ακεταμινοφαίνη, αλλοπουρινόλη, αντιαρρυθμικά, αντιβιοτικά, βαρβιτουρικά, χημειοθεραπευτικοί παράγοντες, διουρητικά, δονεπεζίλη, ινφλιξιμάμπη, µη στεροειδή αντιφλεγµονώδη φάρµακα (ΜΣΑΦ), φαινοθειαζίνες.
PDW (Platelet Distribution Width) - Εύρος κατανομής αιμοπεταλίων: Ο δείκτης αντανακλά την ετερογένεια μεγέθους των αιμοπεταλίων (βαθμός ανισοκυττάρωσης). Η αύξηση του PDW μπορεί να αποτελεί ένδειξη παρουσίας συσσωρευμένων αιμοπεταλίων και θραυσμάτων των αιμοπεταλίων. Αλλαγή του PDW παρατηρείται σε μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές.
PCT (Plateletcrit) - Αιμοπεταλιοκρίτης: είναι ο δείκτης εκατοστιαίας αναλογίας αιμοπεταλίων ανά μονάδα όγκου αίματος {αιμοπετάλια (PLT) x μέσο όγκο αιμοπεταλίων (MPV)} και αντικατοπτρίζει το ποσοστό του όγκου του ολικού αίματος που καταλαμβάνεται από τα αιμοπετάλια.
MPV (Mean Platelet Volume) - Μέσος όγκος αιμοπεταλίων: είναι ο υπολογισμός του μέσου μεγέθους των αιμοπεταλίων. Στην περίπτωση παραγωγής αυξημένου αριθμού αιμοπεταλίων, τα νέα αιμοπετάλια είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος με αποτέλεσμα να προκύπτει αύξηση του μέσου όγκου αιμοπεταλίων. Αύξηση του MPV παρατηρείται σε: ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα, λευχαιμία, ανωμαλία May-Hegglin, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, υπερθυρεοειδισμό, αθηροσκλήρωση, σακχαρώδη διαβήτη, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σε καπνιστές, σε αλκοολικούς, σε πάσχοντες από το σύνδρομο Bernard-Soulier και σε μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές ενώ μείωση του MPV παρατηρείται μετά από σπληνεκτομή, σε υπερσπληνισμό, σε απλαστική αναιμία, σε έξαρση φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, σε μεγαλοβλαστική αναιμία και σε πάσχοντες από το σύνδρομο Wiskott-Aldrich.
P-LCR (Platelet Larger Cell Ratio) - Ποσοστό μεγάλων αιμοπεταλίων: Το P-LCR υποδεικνύει το ποσοστό των μεγάλων αιμοπεταλίων με έναν όγκο >12 fL σε σχέση με τον συνολικό αριθμό των αιμοπεταλίων. Μια αύξηση της παραμέτρου μπορεί να είναι μια ένδειξη για συσσώρευσης αιμοπεταλίων ή παρουσίας γιγάντιων αιμοπεταλίων.
Πηγή:
- McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests
- Πρωτόπαπας Θ., Εγχειρίδιο Εργαστηριακής Διάγνωσης, Αθήνα 1995.
- Αργύρης Συμεωνίδης - Γενική αίματος και φυσιολογικός αιμοποιητικός μυελός - Απαρτιωμένη διδασκαλία Αιματολογίας 2014