Μικρολευκωματινουρία

Με τον όρο μικρολευκωματινουρία* (ή μικροαλβουμινουρία) (microalbuminuria) εννοούμε την αυξημένη απέκκριση λευκωματίνης (αλβουμίνης) στα ούρα κάτω από τα επίπεδα του λευκώματος των ούρων που μετριούνται με τις κλασικές ταινίες ελέγχου δηλαδή κάτω από 300mg/L.

Η μικρολευκωματινουρία αποτελεί σημαντικό δείκτη εμφάνισης αρχόμενης διαβητικής νεφροπάθειας καθώς επίσης και αξιόλογος δείκτης νοσηρότητας και θνησιμότητας από νεφροπάθεια και από καρδιαγγειακά επεισόδια (αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου, στεφανιαία νόσο, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια) σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη με ή χωρίς υπέρταση.

Έλεγχος μικρολευκωματινουρίας στα ούραΣε υγιή πληθυσμό η τιμή του φυσιολογικού ρυθμού απέκκρισης λευκωματίνης στα ούρα (Albumin Excretion Rate) είναι 1,5-20 μg/min (με γεωμετρικό μέσο 5-6,5 μg/min) και με φυσιολογική ημερήσια διακύμανση (από ημέρα σε ημέρα) περίπου 40% και είναι κατά 25% υψηλότερη στη διάρκεια της ημέρας από ότι κατά τη διάρκεια της νύχτας. Λόγω των παραπάνω διακυμάνσεων, για τη διάγνωση της μικρολευκωματινουρίας απαιτούνται 3 μετρήσεις, σε διάστημα 3–6 μηνών, από τις οποίες οι δύο πρέπει να εμφανίζουν αυξημένη απέκκριση λευκωματίνης στα ούρα.

Διάφορες, μη παθολογικές ή παθολογικές καταστάσεις μπορούν να προκαλέσουν παροδική αύξηση της απέκκρισης λευκωματίνης στα ούρα, όπως π.χ. άσκηση κατά το προηγούμενο 24ωρο, πυρετός, βαριά συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, υπεργλυκαιμία, ουρολοιμώξεις, σοβαρή υπέρταση, λήψη μη διυδροπυριδινικών αναστολέων ασβεστίου, εγκαύματα, οξεία παγκρεατίτιδα, χειρουργικές επεμβάσεις, τραύματα, έμφραγμα μυοκαρδίου, βακτηριακή μηνιγγίτιδα, φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου.

Η κλινική έναρξη της διαβητικής νεφροπάθειας σηματοδοτείται από την αύξηση της απέκκρισης λευκωματίνης (αλβουμίνης) στα ούρα, μικρής στην αρχή, με ενδεχόμενο να εξελιχθεί περαιτέρω σε σημαντική αύξηση της αποβαλλόμενης λευκωματίνης, που μπορεί να καταλήξει σε τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας.

Η μέτρηση της μικρολευκωματινουρίας γίνεται σε :

  • Ούρα 24ώρου.
  • Ούρα προηγούμενης νύχτας (8ώρου ή 12ώρου).
  • Πρώτα πρωινά ούρα.
  • Τυχαίο δείγμα ούρων.
Ορισμός:
Φυσιολογική απέκκριση = απέκκριση στα ούρα λευκώματος με ρυθμό ίσο με <20 μg/min (σε ούρα 8ώρου) ή <30 mg/24h (σε ούρα 24ώρου) και συγκέντρωση λευκώματος στα ούρα <20 mg/L(μg/ml) (<30mg/g (μg/mg)κρεατινίνης) (σε τυχαίο δείγμα).
Μικρολευκωματινουρία = απέκκριση στα ούρα λευκώματος με ρυθμό ίσο με 20-200 μg/min (σε ούρα 8ώρου) ή 30-300 mg/24h (σε ούρα 24ώρου) και συγκέντρωση λευκώματος στα ούρα 20-200 mg/L(μg/ml) (30-300 mg/g (μg/mg)κρεατινίνης) (σε τυχαίο δείγμα).
Πρωτεϊνουρία = απέκκριση στα ούρα λευκώματος με ρυθμό >200 μg/min (σε ούρα 8ώρου) ή >300 mg/24h (σε ούρα 24ώρου) και συγκέντρωση λευκώματος στα ούρα >500 mg/L (μg/ml) (>300mg/g (μg/mg)κρεατινίνης) (σε τυχαίο δείγμα).
Για τη διάγνωση της λευκωματινουρίας πρέπει να είναι θετικές τουλάχιστον 2 από 3 μετρήσεις σε διάστημα 3-6 μηνών

 

Η συλλογή ούρων 24ώρου αποτελεί τη μέθοδο εκλογής για τον προσδιορισμό της μικρολευκωματινουρίας αλλά λόγω της σχετικής δυσκολίας και της αδυναμίας συμμόρφωσης στις οδηγίες για την συλλογή τους προτιμάται η μέτρηση να γίνεται στα πρώτα πρωινά ούρα ή σε τυχαίο δείγμα ούρων.

Ο υπολογισμός και της τιμής του λόγου λευκωματίνη / κρεατινίνη ούρων [albumin/creatinine ratio (ACR)] σε τυχαίο δείγμα ούρων θεωρείται αξιόπιστη μέθοδος λόγω του μη επηρεασμού του αποτελέσματος από το ρυθμό της διούρησης, αλλά ποικίλει ανάλογα με το φύλο λόγω της χαμηλότερης απέκκρισης της κρεατινίνης στα ούρα των γυναικών λόγω μικρότερης μυϊκής μάζας.

Ορισμός κατηγοριών απέκκρισης λευκωματίνης
  Λόγος λευκωματίνης (αλβουμίνης) προς κρεατινίνη ούρων
Φυσιολογική <30 mg/g
Ήπια αύξηση της αποβαλλόμενης λευκωματίνης 30-300 mg/g
Σημαντική αύξηση της αποβαλλόμενης λευκωματίνης >300 mg/g
Για τη διάγνωση της λευκωματινουρίας πρέπει να είναι θετικές τουλάχιστον 2 από 3 μετρήσεις σε διάστημα 3-6 μηνών

 

Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, ο έλεγχος για εμφάνιση λευκωματινουρίας πρέπει να γίνεται κατ’ έτος, από την αρχή της διάγνωσης, συχνότερα δε, όταν διαπιστωθεί η παρουσία της, για τον έλεγχο της εξέλιξης της νόσου και του αποτελέσματος της θεραπείας. Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ο έλεγχος συνιστάται να αρχίζει 5 έτη μετά τη διάγνωση της νόσου.

Τα επιβεβαιωμένα και επίμονα αυξημένα επίπεδα μικρολευκωματίνης θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης με την χρήση των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου (α-ΜΕΑ) ή ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (αΑΤ1) ώστε να καθυστερήσει παράλληλα με την εξέλιξη της μικρολευκωματινουρίας σε πρωτεϊνουρία και η εξέλιξη της νεφρικής βλάβης. Η χορήγηση των αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου (α-ΜΕΑ) ή των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (αΑΤ1) επί ήπιας λευκωματινουρίας χωρίς αρτηριακή υπέρταση παραμένει ένα αμφιλεγόμενο θέμα.

Ταυτόχρονα γίνεται κατανοητό ότι απαραίτητη είναι και η ρύθμιση της γλυκόζης με στόχο τιμές γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) οπωσδήποτε <7% και σε νεότερα άτομα με σχετικά μικρή διάρκεια σακχαρώδη διαβήτη και χωρίς καρδιαγγειακές επιπλοκές τιμές HbA1c <6,5%. Σε πρόσφατες μελέτες σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, που παραμένουν αρρύθμιστοι, η ρύθμιση του σακχάρου με αναστολείς των συμμεταφορέων νατρίου γλυκόζης (SGLT2) (εμπαγλιφλοζίνη, δαπαγλιφλοζίνη, καναγλιφλοζίνη) φαίνεται να παρέχει νεφροπροστασία ενώ με αγωνιστές των υποδοχέων του GLP-1 (λιραγλουτίδη, ντουλαγλουτίδη και σεμαγλουτίδη) να μειώνεται κυρίως η επιδείνωση της λευκωματινουρίας.

 

* Ο όρος μικρολευκωματινουρία τείνει πλέον να αντικατασταθεί από τη φράση «ήπια αύξηση της αποβαλλόμενης λευκωματίνης».

Πηγή:

  • McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests - Microalbumin (MA, Microalbumin/Creatinine Ratio).
  • Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία - Κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείριση του διαβητικού ασθενούς 2020 - Διαβητική νεφροπάθεια

Σχετικά άρθρα