Φάρμακα που προκαλούν σακχαρώδη διαβήτη

Μερικά από τα πιο συνηθισμένα φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία άλλων νοσημάτων, αυξάνουν ουσιαστικά τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη ιδιαίτερα σε ασθενείς που παρουσιάζουν προδιαθεσικούς παράγοντες για την πάθηση.

Φάρμακα και σακχαρώδης διαβήτηςΘειαζιδικά διουρητικά:

Τα θειζιδικά διουρητικά χρησιμοποιούμενα στην υπέρταση αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης διαμέσου της μείωσης του Κ+ του οργανισμού, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της έκκρισης ινσουλίνης. Η επίδραση στο μεταβολισμό της γλυκόζης εξαρτάται από τη δόση του φαρμάκου και μειώνεται με την εξωγενή χορήγηση καλίου ή τη διακοπή του διουρητικού.

Στην κλινική πράξη η χρησιμοποίηση μικρών δόσεων θειαζιδικών διουρητικών (π. χ υδροχλωροθειαζείδη 12,5-25mg/ημέρα) έχει μικρή επίδραση στα επίπεδα γλυκόζης.

 

Β- αναστολείς των αδρενεργικών υποδοχέων:

Οι β-αναστολείς αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης, αφού μειώνουν την απελευθέρωση της ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος.Τα φάρμακα αυτής της κατηγορίας διαφέρουν όσο αναφορά την επίδρασή τους στο μεταβολισμό των υδατανθράκων. Έτσι νεότερα φάρμακα της κατηγορίας όπως η νεμπιβολόλη (Lobivon©), αλλά και η καρβεδιλόλη (Dilatrend©), σε αντίθεση με τη μετοπρολόλη ή την ατενολόλη, αυξάνει την ευαισθησία των ιστών στην δράση της ινσουλίνης πιθανότατα λόγω της αναστολής των α-υποδοχέων με αποτέλεσμα την αύξηση της ροής του αίματος στους περιφερικούς ιστούς και την αύξηση της πρόσληψης της γλυκόζης από τους σκελετικούς μυς.

 

Αναστολείς των πρωτεασών:

Οι αναστολείς των πρωτεασών είναι αντιικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία του AIDS και προκαλούν υπεργλυκαιμία στους ασθενείς που τους χορηγούνται, είτε στην έναρξη της θεραπείας είτε ακόμα και μετά από μακροχρόνια χορήγηση, που είναι ανεξάρτητη από την αύξηση του σωματικού βάρους και τον βαθμό καταστολής του ιού HIV.

Η υπεργλυκαιμία πιθανότατα οφείλεται στην αντίσταση των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης και η μειωμένη δραστηριότητα των β κυττάρων του παγκρέατος.

Τα φάρμακα που μειώνουν την αντίσταση των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης (μετφορμίνη, η ροζιγλιταζόνη και η πιογλιταζόνη) αποτελούν την θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της υπεργλυκαιμίας μετά από λήψη των αναστολέων των πρωτεασών.

 

Άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα:

Η χρήση της κλοζαπίνης (Leponex©) και της ολανζαπίνης (Zyprexa©) και λιγότερο της ρισπεριδόνης (Risperdal©) συσχετίσθηκε θετικά με την αύξηση του κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη ιδιαίτερα σε νεότερους ψυχωσικούς ασθενείς, ενώ η νεότερη ζιπρασιδόνη (Geodon©) δεν φαίνεται να επηρεάζει τον μεταβολισμό της γλυκόζης.

Η χορήγηση των φαρμάκων σχετίζεται με σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους, αύξηση του λιπώδους ιστού και την επιδείνωση της αντίστασης των ιστών στη δράση της ινσουλίνης, τον πιθανότερο παράγοντα εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη.

Τα άτομα που ακολουθούν θεραπεία με άτυπα αντιψυχωσικά φάρμακα και ιδιαίτερα τα άτομα που έχουν, θετικό οικογενειακό ιστορικό για διαβήτη, είναι παχύσαρκοι, με μειωμένη μειωμένη φυσική δραστηριότητα, έχουν διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης (επίπεδα γλυκόζης νηστείας >110 mg/dl αλλά <126 mg/dl), έχουν ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη κατά την διάρκεια της κύησης ή γέννησαν νεογνό με βάρος >4 Kg, έχουν υπέρταση και δυσλιπιδαιμία ή εμφανίζουν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών θα πρέπει να παρακολουθούνται συστηματικά από τον ιατρό τους καθ΄ όλη την διάρκεια της θεραπείας τους.

 

Κορτικοειδή:

Η λήψη κορτιζόνης, αν και για μικρά χρονικά διαστήματα είναι ασφαλής, όταν χορηγείται σε μεγάλες δόσεις και για μακρά χρονικά διαστήματα εμφανίζει αρκετές παρενέργειες. Η υπεργλυκαιμία, η κεντρικού τύπου παχυσαρκία, τα οιδήματα, η ευπάθεια στις λοιμώξεις, η οστεοπόρωση είναι μερικές από τις συχνότερες αναφερόμενες παρενέργειες.

 

Νιασίνη:

Η νιασίνη (νικοτινικό οξύ) είναι φάρμακο χρησιμοποιούμενο στις υπερλιπιδαιμίες και η κύρια δράση του είναι η αναστολή της λιπόλυσης στα λιποκύτταρα. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με νιασίνη το σάκχαρο και το ουρικό οξύ έχουν τάση αύξησης. Ο μηχανισμός δεν είναι γνωστός. Η αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης αποκτά κλινική σημασία σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο, με επίπεδα γλυκόζης νηστείας 100-125 mg/dl ή με διαταραχή ανοχής στη γλυκόζη. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη σε μη διαβητικούς ασθενείς που παίρνουν νικοτινικό οξύ έχει συσχετισθεί με τον αυξημένο δείκτη μάζας σώματος. Μελέτες σε διαβητικούς ασθενείς έδειξαν ότι η χορήγηση νικοτινικού οξέος προκαλεί πολύ μικρή αύξηση των επιπέδων της γλυκόζης νηστείας κατά 4-5% και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) (<0,3%), αν και απαιτήθηκε αναπροσαρμογή της δόσης των αντιδιαβητικών φαρμάκων ή της ινσουλίνης.

 

Στατίνες:

Η χορήγηση των στατινών (υπολιπιδαιμικών φαρμάκων) συσχετίζεται με μία μικρή κατά 9% αύξηση του κινδύνου εμφάνισης νεοεμφανιζόμενου σακχαρώδη διαβήτη. Η αύξηση αυτή είναι δοσοεξαρτώμενη, είναι πιο συχνή σε γυναίκες και σε ασθενείς με προδιαβήτη ή σε ασθενείς με τα χαρακτηριστικά του μεταβολικού συνδρόμου. Ενδεχόμενα υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων στατινών όσον αφορά τη διαβητογόνο δράση τους, με την πραβαστατίνη και την πιταβαστατίνη να έχουν πιο ευνοϊκή επίδραση στην ομοιοστασία των υδατανθράκων. Ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη δεν αποτρέπει τη χορήγηση στατίνης εάν ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι υψηλός και η σχέση «κόστους»/«οφέλους» ευνοεί τη χορήγηση τους.

Δείτε επίσης: Διαβητογόνος επίδραση των στατινών

 

Πενταμιδίνη:

Φάρμακο χορηγούμενο σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς (AIDS) με πνευμονία από Pneumocystis Carinii, έχει αναφερθεί ότι προκαλεί σοβαρή υπογλυκαιμία που συνδέεται με ασυνήθιστα υψηλές συγκεντρώσεις ινσουλίνης στο πλάσμα και ακολουθείται από σακχαρώδη διαβήτη που απαιτεί αγωγή με ινσουλίνη. Ο ακριβής μηχανισμός παραμένει αδιευκρίνιστος αν και έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το φάρμακο μπορεί να είναι τοξικό για τα παγκρεατικά β-κύτταρα των νησιδίων του Langerhans, να προκαλεί πρόωρη απελευθέρωση ινσουλίνης στην κυκλοφορία και τελικά να οδηγεί σε καταστροφή των β-κυττάρων.

Σχετικά άρθρα