Διαταραχές άγχους

Στις διαταραχές άγχους, περιλαμβάνονται η διαταραχή πανικού (F41.0), η διαταραχή γενικευμένου άγχους (F41.1) και η κοινωνική φοβία ή διαταραχή κοινωνικού άγχους (F40.1). Η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κατατάσσεται σε άλλη κατηγορία καθώς υπάρχουν στοιχεία που τη διαφοροποιούν από τις άλλες αγχώδεις διαταραχές και, ήδη, η καινούρια έκδοση του Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-V, APA 2013) την ταξινομεί σε ιδιαίτερο κεφάλαιο.

Διαταραχές άγχους

Το κύριο ψυχοπαθολογικό χαρακτηριστικό της διαταραχής γενικευμένου άγχους (ΔΓΑ) είναι η ανησυχία (worry) η οποία είναι επίμονη, υπερβολική, σύντονη προς το εγώ, αλλά δύσκολα ελεγχόμενη από το άτομο, που την βιώνει και η οποία συνοδεύεται από ποικίλα σωματικά συμπτώματα άγχους. Η ανησυχία συνήθως λαμβάνει τη μορφή μιας αλυσίδας αρνητικών σκέψεων, που εκφράζονται λεκτικά, ενώ θεματικά συνδέεται με τυπικές δραστηριότητες του ατόμου, που σχετίζονται με τις προσωπικές, οικογενειακές ή επαγγελματικές του επιδιώξεις ή με θέματα υγείας και ασθένειας.

Η διαταραχή πανικού (ΔΠ) είναι μια σχετικά συχνή διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία ξαφνικών και απροσδόκητων κρίσεων πανικού οι οποίες κορυφώνονται μέσα σε λίγα λεπτά. Εκτός από τις κρίσεις πανικού (οι οποίες μπορεί να εμφανίζονται και σε άλλες διαταραχές αλλά με πιο προβλέψιμο τρόπο, π.χ. στις ειδικές φοβίες επί παρουσίας του φοβογόνου αντικειμένου, ή στην κοινωνική φοβία) χαρακτηριστικό της διαταραχής αποτελεί η επίμονη ανησυχία του πάσχοντα για την πιθανότητα εμφάνισης επιπρόσθετων κρίσεων στο μέλλον ("anticipatory anxiety"), αλλά και για τις συνέπειες των κρίσεων στην υγεία του (σωματική και ψυχική) ή την λειτουργικότητά του. Το κύριο χαρακτηριστικό όλων των φοβιών είναι το έντονο άγχος που προκαλείται, όταν το άτομο εκτεθεί σε αυτό που φοβάται. Το άγχος συνήθως αντιμετωπίζεται ή προλαμβάνεται με την αποφυγή των φοβογόνων ερεθισμάτων, αλλά η συμπεριφορά αυτή μπορεί να οδηγήσει τον πάσχοντα σε λειτουργική έκπτωση.

Στην κοινωνική φοβία ή Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους (ΔΚΑ), οι πάσχοντες συνήθως φοβούνται την έκθεση σε καταστάσεις οι οποίες εμπλέκουν και άλλα άγνωστα ή μη οικεία άτομα ή καταστάσεις στις οποίες ο πάσχων πρέπει να κάνει κάτι μπροστά σε άλλους, όπως να μιλήσει δημόσια, να προσεγγίσει άτομα του άλλου φύλου, να συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις, να φάει ή να γράψει μπροστά σε άλλους, να χρησιμοποιήσει δημόσιες τουαλέτες, να εκφράσει τη διαφωνία του με άλλους, να διεκδικήσει βασικά του δικαιώματα κ.λ.π. Οι πάσχοντες συχνά έχουν ιδέες ανεπάρκειας ή κατωτερότητας που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες κοινωνικές δεξιότητες (ή μπορεί να έχουν μειωμένη αυτοεκτίμηση γενικότερα). Εφόσον εκτεθούν στις καταστάσεις που φοβούνται μπορεί να εμφανίσουν σωματικά συμπτώματα δηλωτικά του άγχους τους ή της αμηχανίας τους, όπως ερυθρότητα προσώπου, εφίδρωση, τάση για έμετο, τρόμο ή ταχυκαρδία. Η κύρια ανησυχία του ατόμου με κοινωνική φοβία είναι ότι στις καταστάσεις που φοβάται θα δράσει με τέτοιο τρόπο που θα τον φέρει σε μεγάλη αμηχανία ή θα τον ταπεινώσει με αποτέλεσμα την αρνητική αξιολόγηση από τους άλλους.

Διαγνωστική ταξινόμηση / Κλινική εικόνα - Συννοσηρότητα

Διαταραχή Γενικευμένου Άγχους (ΔΓΑ)

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-V, APA 2013), η διάγνωση της ΔΓΑ προϋποθέτει την παρουσία δύο κύριων συμπτωμάτων (υπερβολικό άγχος και ανησυχία για ένα σύνολο καταστάσεων και δραστηριοτήτων, καθώς και δυσκολία ελέγχου της ανησυχίας) και τουλάχιστον τριών μη ειδικών συμπτωμάτων (όπως κόπωση, διαταραχές συγκέντρωσης, διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα, μυϊκή τάση, νευρικότητα). Για να τεθεί η διάγνωση, τα συμπτώματα πρέπει να διαρκούν τουλάχιστον για 6 μήνες και να προκαλούν κλινικά σημαντική δυσφορία ή έκπτωση της λειτουργικότητας σε σημαντικούς τομείς (πχ κοινωνικό, επαγγελματικό).

Η πρόσφατη αναθεώρηση του DSM δεν περιελάμβανε αλλαγές στα διαγνωστικά κριτήρια της διαταραχής. Με παρόμοιο τρόπο ορίζεται η ΔΓΑ και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Σύμφωνα με τη διεθνή ταξινόμηση ICD-10 (WHO 1993), το άγχος στα πλαίσια της ΔΓΑ είναι γενικευμένο και επίμονο και δεν περιορίζεται ούτε προεξάρχει σε κάποια συγκεκριμένη περιβαλλοντική κατάσταση ("free-floating"). Η ανησυχία και το άγχος είναι δυσανάλογα των καταστάσεων και, αν και δεν συνδέονται με πρόσφατα ψυχοπιεστικά γεγονότα, μπορούν να επιδεινωθούν σημαντικά στα πλαίσια συγκεκριμένων καταστάσεων.

Οι πάσχοντες από ΔΓΑ χαρακτηρίζονται από μία διαστρεβλωμένη και διογκωμένη αντίληψη των κινδύνων και απειλών της καθημερινότητας, κυρίως αυτών που αφορούν την υγεία, την ασφάλεια και την ευημερία των ιδίων ή των οικείων τους. Συχνά οι πάσχοντες εκφράζουν φόβο για πιθανή νόσο ή για ατύχημα των ιδίων ή συγγενών τους, ενώ χαρακτηριστική είναι και η χαμηλή ανοχή στην αβεβαιότητα που παρουσιάζουν.

Τα συμπτώματα της σωματικής δυσφορίας, που συχνά εκδηλώνονται, γίνονται αντιληπτά από τους ίδιους τους πάσχοντες ως παράγωγα του άγχους παρά ως συμπτώματα σωματικών νόσων. Η ΔΓΑ εμφανίζει υψηλή συννοσηρότητα με τις συναισθηματικές διαταραχές (κυρίως με τη μείζονα κατάθλιψη και τη δυσθυμία), τις διαταραχές χρήσης ουσιών και κυρίως την κατάχρηση αλκοόλ και τις άλλες αγχώδεις διαταραχές (κυρίως διαταραχή πανικού, κοινωνική φοβία και ειδικές φοβίες) με ποσοστό συννοσηρότητας που κυμαίνεται μεταξύ 68% και 93% στις σχετικές μελέτες ενώ ειδικά για την κατάθλιψη υπολογίζεται περίπου στο 45%.

Η συννοσηρότητα της ΔΓΑ με άλλες κοινές διαταραχές είναι αρκετά μεγάλη, τόσο στην Ελλάδα, όπου το 53% των περιπτώσεων αφορούσαν μορφές με συννοσηρότητα, όσο και σε άλλες επιδημιολογικές μελέτες στον κόσμο. Επίσης, η ΔΓΑ συσχετίζεται ισχυρά με την παρουσία σωματικών προβλημάτων υγείας, όπως το άσθμα, τα νοσήματα του γαστρεντερικού, την κεφαλαλγία και τον χρόνιο πόνο. Στις περιπτώσεις αυτές η ΔΓΑ οδηγεί στην περαιτέρω έκπτωση της λειτουργικότητας, που προκαλείται από το σωματικό πρόβλημα.

Είναι σημαντικό για τον καλύτερο θεραπευτικό σχεδιασμό, κατά την διαγνωστική αξιολόγηση ασθενών με ΔΓΑ να λαμβάνονται υπόψη οι συννοσηρές καταστάσεις, η αλληλεπίδρασή μεταξύ τους και ο βαθμός έκπτωσης της λειτουργικότητας που καθεμία προκαλεί (NICE 2013).

Διαταραχή Πανικού (ΔΠ)

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-V, APA 2103), η διαταραχή πανικού χαρακτηρίζεται από την παρουσία επαναλαμβανόμενων και απροσδόκητων κρίσεων πανικού. Μεταξύ των κρίσεων ο πάσχων αναπτύσσει έντονη ανησυχία για το ενδεχόμενο να πάθει νέες κρίσεις πανικού, καθώς και για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι κρίσεις στη σωματική και ψυχική υγεία του. Επίσης, μπορεί να αναπτύσσει δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές σε σχέση με τις κρίσεις πανικού (π.χ. αγοραφοβική συμπεριφορά).

Αν και η διαταραχή πανικού μπορεί να εμφανίζει συννοσηρότητα με άλλες φοβικές διαταραχές, υπονοείται ότι στην περίπτωση αυτή οι απροσδόκητες κρίσεις πανικού προεξάρχουν στην συμπτωματολογία, ενώ στις φοβικές διαταραχές προεξάρχει η φοβία και η κρίση πανικού σχετίζεται άμεσα με το φοβογόνο αντικείμενο ή κατάσταση. Τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, στο ICD-10 (WHO 1993), όσο και η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία στην καινούρια έκδοση του DSM-V δεν συνδέουν άμεσα την αγοραφοβία με την διαταραχή πανικού, αλλά την ταξινομούν ως ξεχωριστή διαταραχή. Γίνεται ωστόσο δεκτό ότι, αρκετά συχνά, η αγοραφοβία μπορεί να αποτελεί επιπλοκή της ΔΠ και να οδηγεί σε περαιτέρω λειτουργική έκπτωση. Η διαταραχή πανικού συνυπάρχει πολύ συχνά (45%-50%) με άλλες αγχώδεις διαταραχές ή κατάθλιψη, ενώ όταν επιπλέκεται με αγοραφοβία η συννοσηρότητα με άλλες διαταραχές ξεπερνά το 80%.

Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελληνική επιδημιολογική μελέτη στο γενικό πληθυσμό η ΔΠ ήταν σπάνια ως "καθαρή" (μη-συννοσηρή) διαταραχή. Η διαταραχή πανικού παρουσιάζει επίσης σημαντική συννοσηρότητα με διαταραχές σχετιζόμενες με χρήση ουσιών (αλκοόλ, κάπνισμα). Αν και δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένο, η κατάθλιψη και η επιβλαβής χρήση αλκοόλ συχνά μπορούν να θεωρηθούν επιπλοκή της διαταραχής πανικού, ενώ για το κάπνισμα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μπορεί να ενέχεται στην αιτιολογία της διαταραχής πανικού. Οι ασθενείς με διαταραχή πανικού και ιδιαίτερα εκείνοι που παρουσιάζουν επιπρόσθετα αγοραφοβία, είναι πιο πιθανό να αποπειραθούν να αυτοκτονήσουν.

Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους (ΔΚΑ)

Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-V, APA 2013), η ΔΚΑ χαρακτηρίζεται από έντονη και επίμονη φοβία μιας ή περισσότερων κοινωνικών καταστάσεων ή καταστάσεων, στις οποίες το άτομο πρέπει να επιτελέσει κάτι. Στις καταστάσεις αυτές, το άτομο εκτίθεται σε ανθρώπους που δεν είναι οικείοι του και υπάρχει η πιθανότητα εξονυχιστικής και λεπτομερούς εξέτασης εκ μέρους των άλλων. Ο πάσχων φοβάται ότι θα δράσει με τέτοιο τρόπο (ή θα δείξει σημάδια άγχους) με αποτέλεσμα τη δημόσια ταπείνωσή του ή την έκδηλη αμηχανία του.

Σε κάθε περίπτωση υπάρχει έντονος φόβος αρνητικής αξιολόγησης από τους άλλους και αποκάλυψης των προσωπικών αδυναμιών. Λόγω αυτών των συμπτωμάτων το άτομο τείνει να αποφεύγει την έκθεση σε τέτοιες καταστάσεις. Εάν δεν μπορεί να τις αποφύγει τότε η έκθεσή του θα οδηγήσει σε έντονα συμπτώματα άγχους που μπορεί να φτάσουν και σε κρίση πανικού. Καθώς ήπια συμπτώματα κοινωνικού άγχους είναι πολύ διαδεδομένα στο γενικό πληθυσμό, η κλινική διαταραχή προϋποθέτει τη σημαντική λειτουργική έκπτωση του πάσχοντα.

Χρήσιμη είναι η διάκριση μεταξύ πιο εστιασμένων μορφών (π.χ. σε κοινωνικές καταστάσεις που το άτομο πρέπει να επιτελέσει κάτι, όπως να μιλήσει) και πιο γενικευμένων μορφών κοινωνικού άγχους (όπου ο πάσχων μπορεί να έχει άγχος ακόμη και να παρευρίσκεται μεταξύ άλλων). Η συννοσηρότητα με την κατάθλιψη και άλλες αγχώδεις διαταραχές είναι πολύ συχνή (πάνω από τις μισές περιπτώσεις). Σημαντική είναι επίσης και η συννοσηρότητα με την εξάρτηση ή κατάχρηση αλκοόλ (περίπου 10-15%), καθώς αρκετοί πάσχοντες χρησιμοποιούν το αλκοόλ σαν αυτο-θεραπεία για τις αγχολυτικές του ιδιότητες.

Επιδημιολογία

Από τις διάφορες κοινοτικές μελέτες που συμπεριελήφθησαν υπολογίστηκε η διάμεση τιμή του επιπολασμού έτους (12 μηνών) που κυμάνθηκε στο 2% για την ΔΓΑ και την ΔΚΑ ΚΑΙ 1,2% για τη ΔΠ. Σε Ελληνική επιδημιολογική μελέτη εκτιμήθηκε ο επιπολασμός μηνός και οι εκτιμήσεις είναι αρκετά κοντά στις Ευρωπαϊκές εκτιμήσεις, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών στη μεθοδολογία, με τη ΔΓΑ ωστόσο να δείχνει μια τάση για μεγαλύτερο επιπολασμό (της τάξης του 4% στο μήνα).

Σε όλες τις περιπτώσεις ο επιπολασμός είναι κατά μέσον όρο διπλάσιος στις γυναίκες από ότι στους άνδρες. Από την Ελληνική επιδημιολογική μελέτη, όλες οι αγχώδεις διαταραχές είναι αυξημένες στους διαζευγμένους και σε εκείνους που πάσχουν από χρόνιες σωματικές διαταραχές, ενώ είναι λιγότερο συχνές στους οικονομικά αδρανείς και ιδιαίτερα σε εκείνους που φροντίζουν το σπίτι.

Φυσική ιστορία / Πρόγνωση

Η ΔΓΑ θεωρείται μια χρόνια νόσος με υφέσεις και εξάρσεις, που έχει την έναρξη της, συνήθως, στην πρώιμη ενήλικο ζωή. Συχνά, πριν την πλήρη εκδήλωση του συνδρόμου προηγούνται υπο-ουδικές/υπο-κλινικές μορφές της νόσου, ενώ η μικρότερη ηλικία έναρξης των συμπτωμάτων σχετίζεται με χειρότερη πρόγνωση. Η αθροιστική πιθανότητα πλήρους ύφεσης των συμπτωμάτων σε κλινικά δείγματα σε βάθος 12 ετών παρακολούθησης υπολογίζεται περίπου στο 60%, ενώ αντίστοιχα η αθροιστική πιθανότητα υποτροπής υπολογίζεται σε περίπου 40%, με τους άνδρες να εμφανίζουν ελαφρώς μεγαλύτερη πιθανότητα τόσο πλήρους ύφεσης όσο και υποτροπής των συμπτωμάτων σε σχέση με τις γυναίκες.

Τα παρατηρούμενα ποσοστά ύφεσης συμπτωμάτων στην κοινότητα είναι λίγο καλύτερα από ότι στα κλινικά δείγματα με το 80% των αρχικά πασχόντων να παρουσιάζει υποχώρηση των συμπτωμάτων μετά από 22 έτη παρακολούθησης. Μειωμένη πιθανότητα πλήρους ύφεσης συμπτωμάτων συσχετίστηκε με την παρουσία κατάθλιψης ή διαταραχής χρήσης ουσιών, τη χαμηλότερη συνολική λειτουργικότητα και ικανοποίηση από την ζωή, τις κακές διαπροσωπικές σχέσεις και τη συνύπαρξη με διαταραχές προσωπικότητας.

Η ΔΠ έχει πιο συχνή έναρξη μεταξύ των ηλικιών 18-25 και υπάρχουν ασθενείς ενδείξεις ότι στους άνδρες εμφανίζεται μια μικρή κορύφωση ξανά κατά τη μέση ηλικία (>40-45 έτη). Μελέτες σε κλινικά δείγματα δείχνουν ότι η πλήρης ύφεση στα πρώτα 2 έτη είναι πολύ πιθανή για το 60% περίπου των ασθενών χωρίς διαφορές στα 2 φύλα.

Η πρόγνωση ωστόσο είναι χειρότερη σε συνύπαρξη αγοραφοβίας (περίπου 20% ύφεση στα πρώτα 2 έτη). Οι υποτροπές μέσα στα πρώτα 2 έτη (μεταξύ αυτών που είχαν ύφεση) είναι πιο συχνές στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες (33% έναντι 14%), αν και αυτή η διαφορά μεταξύ των 2 φύλων μειώνεται σε συνύπαρξη αγοραφοβίας (29% έναντι 26%).

Καθώς οι μελέτες αυτές έχουν γίνει σε κλινικά δείγματα είναι πιθανό η πρόγνωση σε μη επιλεγμένα δείγματα που διαβιούν στην κοινότητα να είναι καλύτερη. Σε μελέτη όπου συμμετείχαν 162 ασθενείς με ΔΚΑ με μέση ηλικία έναρξης τα 16 έτη για τους άνδρες και τα 14 για τις γυναίκες, ύφεση στα 2 έτη παρατηρήθηκε μόλις στο 18% των γυναικών και στο 15% των ανδρών, ενώ στα 8 έτη παρακολούθησης ήταν 31% και για τα δύο φύλα. Τα ποσοστά αυτά ύφεσης είναι τα μικρότερα από τις άλλες 2 αγχώδεις διαταραχές που συμπεριέλαβαν και είναι μικρότερα ακόμη και από την ΔΠ με συνυπάρχουσα αγοραφοβία. Τα ποσοστά υποτροπής σε άτομα που βρίσκονταν σε ύφεση, ήταν στα 2 έτη 19% στις γυναίκες και 16% στους άνδρες.

Επίδραση στην ποιότητα ζωής

Οι πάσχοντες από ΔΓΑ παρουσιάζουν χαμηλότερη ποιότητα ζωής, μικρότερη ικανοποίηση από τη ζωή τους, καθώς και έκπτωση στην ικανότητά τους να ανταποκρίνονται σε καθημερινούς ρόλους. Η ΔΓΑ προκαλεί έκπτωση στη λειτουργικότητα συγκρίσιμη με αυτή που προκαλείται από την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή και μια σειρά από άλλες σωματικές παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, το πεπτικό έλκος και το άσθμα.

Η συννοσηρότητα της ΔΓΑ με άλλη ψυχική διαταραχή ή διαταραχή προσωπικότητας σχετίζεται με μεγαλύτερη έκπτωση της λειτουργικότητας στον κοινωνικό και εργασιακό τομέα και μεγαλύτερη χρήση των υπηρεσιών υγείας σε σχέση με ΔΓΑ χωρίς συννοσηρότητα. Επίσης, η ΔΓΑ μπορεί να αυξήσει προοπτικά την πιθανότητα νόσου ή αρνητικών εκβάσεων από σωματικά προβλήματα π.χ. καρδιαγγειακά και διαβήτης τύπου 2. Η ΔΠ σχετίζεται με σημαντική επιδείνωση της ποιότητας ζωής, ιδιαίτερα όταν παρατηρείται συννοσηρότητα με κατάθλιψη ή αγοραφοβία.

Είναι χαρακτηριστικό, ότι η ΔΠ με αγοραφοβία σχετίζεται με σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας σε όλες τις διαστάσεις της ποιότητας ζωής, σωματικές και ψυχολογικές, ακόμη και συγκρινόμενη με χρόνια νοσήματα όπως ο διαβήτης και οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Η ΔΚΑ σχετίζεται με σημαντική έκπτωση της λειτουργικότητας η οποία είναι συγκρίσιμη με τις άλλες αγχώδεις διαταραχές και την κατάθλιψη. Η έκπτωση στη λειτουργικότητα δεν περιορίζεται μόνο στον τομέα των κοινωνικών ή διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά επεκτείνεται στον ακαδημαϊκό και επαγγελματικό τομέα.

Θεραπευτικές επιλογές

Η κύρια θεραπευτική επιλογή, η οποία παρέχεται από το σύστημα υγείας στην Ελλάδα για τις διαταραχές άγχους, είναι η φαρμακευτική αντιμετώπιση και η μη ειδική υποστηρικτική παρακολούθηση σε δευτεροβάθμιο ή τριτοβάθμιο επίπεδο. Η παροχή θεραπείας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο είναι γενικά περιορισμένη, είτε λόγω χαμηλής αναζήτησης φροντίδας από την πλευρά των ασθενών είτε λόγω χαμηλής αναγνώρισης από την πλευρά των ιατρών και συχνά μη ειδική (με χρήση π.χ. βενζοδιαζεπινών).

Καθώς, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι διαταραχές άγχους παρουσιάζουν σημαντική συννοσηρότητα με την κατάθλιψη, είναι αρκετά πιθανό περιπτώσεις με συνυπάρχουσα κατάθλιψη να αντιμετωπιστούν σε πρωτοβάθμιο επίπεδο για την κατάθλιψη αλλά όχι και για την υποκείμενη αγχώδη διαταραχή. Στο κρατικό σύστημα υγείας (Γενικά Νοσοκομεία, Ειδικά Νοσοκομεία, Κέντρα Ψυχικής Υγείας) δίνεται η δυνατότητα διάγνωσης και αντιμετώπισης σε εξωτερική βάση και για τις βαρύτερες περιπτώσεις (π.χ. παρουσία αυτοκτονικότητας, συννοσηρότητα με κατάθλιψη ή αλκοολισμό) και σε εσωτερική βάση (κυρίως σε κλίνες γενικών νοσοκομείων).

Σε εξωτερική βάση γίνεται κυρίως φαρμακευτική αντιμετώπιση και τακτική παρακολούθηση. Δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για την ψυχοθεραπευτική παρακολούθηση ασθενών με διαταραχές άγχους στο κρατικό σύστημα υγείας, αλλά η χρησιμοποίηση ειδικών ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων που έχουν τεκμηριώσει την αποτελεσματικότητά τους αναμένεται να είναι ιδιαίτερα χαμηλή.

Στο ιδιωτικό σύστημα ψυχικής υγείας (ιδιωτικά ιατρεία δευτεροβάθμιας φροντίδας, γραφεία κλινικών ψυχολόγων) παρέχεται ένα σημαντικό ποσοστό της φροντίδας ασθενών με διαταραχές άγχους, ενώ η χρήση και άλλων παρεμβάσεων, πέραν των φαρμακευτικών μεθόδων, αναμένεται υψηλότερη από ότι στο κρατικό σύστημα. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν σχετικά στοιχεία στην Ελλάδα.

Στη μελέτη στο γενικό πληθυσμό της Ελλάδας, οι αγχώδεις διαταραχές είχαν γενικά μέτρια πιθανότητα αναζήτησης βοήθειας από ειδικό ψυχικής υγείας (από 30 - 40% περίπου) με τη συννοσηρότητα να μην παίζει μεγάλο ρόλο πλην της ΔΓΑ. Από τις αγχώδεις διαταραχές, η ΔΠ φαίνεται να σχετίζεται με λίγο πιο αυξημένη πιθανότητα αναζήτησης φροντίδας που μπορεί να φτάνει και στο 45%.

 

Πηγή: Πέτρος Σκαπινάκης, Στέφανος Μπέλλος, Μυρτώ Σαμαρά, Βενετσάνος Μαυρέας - Κατευθυντήριες Οδηγίες Ελλήνων Εμπειρογνωμόνων για τη φαρμακευτική αντιμετώπιση των διαταραχών άγχους σε ενηλίκους - Κατευθυντήριες Οδηγίες Υπουργείου Υγείας.

Σχετικά άρθρα