Σχολές γονέων: Το παιδί και ο ύπνος

Στα παλαιότερα χρόνια, εκείνο τον παλιό, καλό καιρό, όπως λένε οι μεγαλύτεροι μας, εγγύηση για μια ισορροπημένη ζωή θεωρούνταν η τήρηση της μαγικής φόρμουλας τρεις φορές οκτώ»: οκτώ ώρες εργασίας, οκτώ ώρες ψυχαγωγίας, οκτώ ώρες ύπνου. Είναι γεγονός ότι ο ύπνος για τον άνθρωπο αποτελεί βασική ανάγκη και βασική προϋπόθεση της ζωής. Ιδιαίτερα θα μας απασχολήσει εδώ το τι γίνεται με τα παιδιά, ποια είναι η φυσιολογική τους σχέση με τον ύπνο και ποιες είναι οι συνέπειες της έλλειψης νυχτερινής ξεκούρασης στην ψυχοσωματική τους εξέλιξη. Ένα παιδί χρειάζεται τον ύπνο για να αναπτυχθεί, για να ωριμάσει το νευρικό του σύστημα, για να φθάσει σ’ ένα τέλος, σ’ ένα σκοπό.

Πόσες ώρες ύπνου χρειάζεται ένα παιδί;

Σύμφωνα με ιατρικές, ψυχολογικές και παιδαγωγικές έρευνες, ένα παιδί ως το τέλος του Δημοτικού χρειάζεται περίπου δέκα με δώδεκα ώρες νυχτερινού ύπνου, ανάλογα με τις προσωπικές του ανάγκες. Ωστόσο, το ότι τα παιδιά χρειάζονται τόσες ώρες ύπνου δεν σημαίνει και ότι όλοι οι γονείς φροντίζουν γι’ αυτό. Πολλά παιδιά κοιμούνται λιγότερες ώρες, με αποτέλεσμα η άστατη βραδινή τους συμπεριφορά γύρω από τον ύπνο να γίνεται πλέον μόνιμη συνήθεια. Μερικά αποκοιμιούνται στο σαλόνι, άλλα στο κρεβάτι των γονιών, μερικά πάνε για ύπνο όταν «πέφτουν» και οι γονείς τους, άλλα όταν τελειώσει η ελληνική ταινία στην τηλεόραση, άλλα… Τότε συμβαίνει οι προβληματισμοί των γονιών για το θέμα του ύπνου να γιγαντώνονται και να εκφράζουν ερωτήματα, όπως είναι τα παρακάτω:

  1. «Τι να. κάνουμε», αναρωτιέται ένας γονιός, «αφού δεν θέλει να πάει για ύπνο;»
  2. «Κι αν πέσει στο κρεβάτι τόσο νωρίς», λέει μια μητέρα, «πότε θα δει τον μπαμπά του;»
  3. «Μα πώς να κοιμηθεί», λέει ένας άλλος γονιός, «αφού στις οκτώ είναι ακόμα μέρα έξω;»
  • Στην πρώτη ερώτηση των προβληματισμένων γονιών η απάντηση φαίνεται να είναι απλή -αν και απογοητευτική- γιατί, πράγματι, σε αυτή την περίπτωση δεν γίνεται πια τίποτα. Αν το παιδί που δεν θέλει να πάει για ύπνο είναι αυτό που παίρνει τις αποφάσεις και έχει τον τελικό λόγο για το τι γίνεται και τι δεν γίνεται στην οικογένεια -δηλαδή εκείνο, ουσιαστικά, κρατά τα γονεϊκά ηνία- τότε οι γονείς, κατά κάποιο τρόπο, περισσεύουν. Στην οικογένεια, όπως συμβαίνει και σε κάθε οργανωμένη ομάδα εξάλλου, δεν μπορούν όλοι να είναι αρχηγοί. Το ότι το παιδί δοκιμάζει να πάρει κι εκείνο κάποια εξουσία στα χέρια του είναι ένας γνωστός, και μάλιστα φυσιολογικός, μηχανισμός εκ μέρους του. Το πόση και ποια εξουσία όμως του παραχωρούν οι γονείς είναι αποκλειστικά δικό τους θέμα.
  • Στη δεύτερη ερώτηση, που υπονοεί ότι το παιδί πρέπει να περιμένει να γυρίσει ο μπαμπάς του προτού να πάει για ύπνο, η απάντηση είναι περίπλοκη. Βέβαια, είναι πρωταρχικής σημασίας η σχέση ενός παιδιού με τον πατέρα του. Αλλά ποιος θα προσαρμόσει το πρόγραμμα της ζωής του στον άλλο; Το παιδί στους ρυθμούς και στις επιθυμίες του πατέρα ή ο πατέρας στις ανάγκες του παιδιού; Αναπληρώνεται, άραγε, η βιολογική ανάγκη για ύπνο ενός (κουρασμένου) παιδιού με τη λίγη ώρα που θα περάσει με τον (πιθανώς εξίσου κουρασμένο) πατέρα του; Η καλή σχέση, όπως γνωρίζουμε ήδη, δεν δημιουργείται από την ποσότητα ωρών που διαθέτουμε γι’ αυτήν, αλλά από την ποιότητα των συναλλαγών που τη χαρακτηρίζει. Και υπάρχουν πατέρες που δεν είναι εφικτό να είναι καθημερινά με τα παιδιά τους. Μερικοί έχουν μόνο τα Σαββατοκύριακα για να ασχοληθούν μαζί τους, κάποιοι ταξιδεύουν, άλλοι ζουν μακριά, αρκετοί είναι χωρισμένοι. Κι όμως, πολλοί από αυτούς, καταφέρνουν τελικά να δημιουργήσουν μια βαθιά και σημαντική σχέση με τα παιδιά τους.
  • Στην τρίτη ερώτηση, που εστιάζεται στη σχέση του ύπνου με το φως της ημέρας, αρκεί να ρωτήσουμε κι εμείς, με τη σειρά μας, πώς μπορεί να κοιμάται αυτό το ίδιο παιδί τα καυτά καλοκαιριάτικα μεσημέρια, τότε που ο ήλιος είναι πιο λαμπερός και πιο φωτεινός από κάθε άλλη ώρα της ημέρας.

Καμιά δικαιολογία λοιπόν δεν μπορεί να ανατρέψει την αναγκαιότητα ενός ήσυχου και πολύωρου ύπνου για τα μικρά παιδιά. Κι αν καμιά φορά η οργάνωση και η εφαρμογή ενός προγράμματος ύπνου, που πρέπει να βασίζεται στις βιολογικές ανάγκες του παιδιού, συγκρούονται με το πρόγραμμα, τις ανάγκες ή τις επιθυμίες των γονιών, είναι στη δικαιοδοσία του κάθε γονιού να αποφασίσει τίνος η ανάγκη έχει προτεραιότητα. Τίθεται θέμα ιεράρχησης προτεραιοτήτων στην οικογένεια.

Τι ώρα να κοιμούνται τα παιδιά;

Για να μπορέσουν να προσδιορίσουν οι γονείς την κατάλληλη ώρα ύπνου για τα παιδιά τους, μπορούν αρχικά να υπολογίσουν την ώρα που θα πρέπει να ξυπνήσουν το επόμενο πρωί, έτσι ώστε να διαθέτουν αρκετό χρόνο για να προετοιμαστούν (π.χ. για να ντυθούν, να φάνε ένα καλό πρωινό, να μιλήσουν λίγο μαζί τους, να προλάβουν το σχολικό) και να φτάσουν χωρίς άγχος και πανικό στο σχολείο τους. Ένα πρόγραμμα ύπνου όμως ισχύει για ολόκληρη τη σχολική περίοδο και για ολόκληρη την εβδομάδα και όχι μόνο για τις μέρες που πάει το παιδί στο σχολείο. Όποιο όμως κι αν είναι το χρονικό πρόγραμμα που επιλέγουν οι γονείς, το σημαντικότερο είναι να μην ξεχνούν ότι ένα παιδί που κοιμάται τις ώρες που χρειάζεται ο οργανισμός του λειτουργεί καλύτερα τις ώρες που είναι ξύπνιο. Και σε αυτή την περίπτωση οι γονείς βασανίζονται από ερωτήματα:

  1. «Πώς όμως να κοιμηθεί τόσο νωρίς», λέει μια μητέρα, «αφού γυρίζουμε από το μπαλέτο (ή τα αγγλικά, το καράτε, τη φλογέρα…) στις οκτώ το βράδυ;»
  2. «Αν κοιμηθεί τόσο νωρίς», λέει ένας πατέρας, «πότε θα προφτάσει να τελειώσει τα μαθήματά του;»
  • Είναι αλήθεια ότι δεν είναι εύκολο να οργανώσει κανείς το πρόγραμμα ζωής ενός παιδιού, ιδίως όταν θέλει να του προσφέρει τα πάντα. Ο καλός γονιός επιθυμεί να δώσει στο παιδί του όλα εκείνα τα εφόδια, σωματικά και πνευματικά, που πιστεύει ότι αποτελούν την πιο σίγουρη εγγύηση για ευτυχία στο μέλλον. Έτσι όμως παραφορτώνει το συχνά ήδη φορτωμένο σχολικό πρόγραμμα του παιδιού, χωρίς ίσως να αναρωτιέται τι είναι πιο εποικοδομητικό για την ψυχοσωματική του υγεία: Να μαθαίνει από τόσο νωρίς μπαλέτο (ή αγγλικά, καράτε, φλογέρα κτλ.) ή να του μένει, κάθε μέρα, αρκετός χρόνος για μια πολύ πιο σημαντική δραστηριότητα, που είναι ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ;
  • Όσο για τα μαθήματα που πρέπει να ετοιμάσει το παιδί για το σχολείο της επόμενης μέρας, οι ώρες συγκέντρωσης που απαιτεί η απογευματινή μελέτη μειώνονται αυτόματα όταν ο μικρός μαθητής είναι ξεκούραστος – δηλαδή όταν έχει κοιμηθεί τις ώρες που χρειάζεται ο οργανισμός του, όταν έχει προφτάσει να παίξει παιχνίδια που αγαπάει προτού ξαναρχίσει να ασχολείται με πνευματικά ζητήματα και όταν έχουν μεριμνήσει οι γονείς του για ένα δικό του χώρο, ήσυχο και ευχάριστο, αλλά όχι αποκομμένο από την υπόλοιπη οικογένεια.

Πως να κοιμάται το παιδί;

Το ιδανικό θα ήταν το παιδί να κοιμάται μόνο του. Ή με τα αδέλφια του – όχι όμως με τους γονείς του. Σε μια ισορροπημένη οικογένεια ο πατέρας και η μητέρα, δηλαδή το γονεϊκό ζευγάρι, έχουν τη δική τους προσωπική, συναισθηματική και σεξουαλική σχέση, που δεν τη μοιράζονται με κανέναν άλλο – ούτε, βέβαια, με τα παιδιά τους. Ο πατέρας που μετακομίζει στον καναπέ του σαλονιού για να κοιμούνται καλύτερα στο μεγάλο κρεβάτι η μητέρα και ο μικρός τους γιος, η μητέρα που στρώνει ένα προσωρινό κρεβάτι στο παιδικό δωμάτιο για να είναι πιο κοντά στο παιδί της, καθώς και άλλες παρόμοιες δομικές ανακατατάξεις προαναγγέλλουν συνήθως ένα ρήγμα στις εσωτερικές σχέσεις των γονιών.

Είναι αλήθεια ότι κάθε παιδί που γεννιέται σε μια οικογένεια ανατρέπει την υπάρχουσα δυναμική: κάποτε, ο αρχι­κός πυρήνας μιας οικογένειας, που τον αποτελεί το ζευγάρι, μεγαλώνει – οι δύο γίνονται τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι. Η δυναμική της οικογενειακής ομάδας, που οργανώνεται εν μέρει γύρω από τις ασυνείδητες επιθυμίες των μελών της, μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Σε μια οικογένεια τεσσάρων ατόμων, για παράδειγμα, «ζευγάρια» μπορεί να είναι ο πατέρας με το ένα παιδί και η μητέρα με το άλλο. Ή μπορεί ο πατέρας να αντιμετωπίζει την υπο-ομάδα που αποτελούν η μητέρα και τα παιδιά – για να αναφέρουμε εδώ μερικά μόνο από τα πιο συνηθισμένα σχήματα δομικής οργάνωσης μιας τετραμελούς οικογένειας. Αν λοιπόν το γονεϊκό ζευγάρι δεν επιθυμεί μια ανατροπή στην αρχική δομή της οικογένειας, θα μεριμνήσει έτσι ώστε το παιδί να κοιμάται μόνο του ή με τα αδέλφια του – όχι όμως μαζί τους. Οι γονείς συνεχίζουν και σε αυτή την περίπτωση να αγωνιούν και να ρωτούν:

  1. «Τη νύχτα ξυπνάει, κλαίει και με θέλει κοντά του», λέει μια νυσταγμένη μητέρα ενός τετράχρονου αγοριού.
  2. «Τι να κάνουμε;» προβληματίζεται μια άλλη. «Μόνο του έρ­χεται στο κρεβάτι μας, και πολλές φορές ούτε που το παίρνουμε είδηση…»
  • Το να ξυπνάει ένα παιδί μία, δύο ή και περισσότερες φορές τη νύχτα είναι και αυτό θέμα συνήθειας. Μάλιστα, οι γονείς των οποίων ο ύπνος διακόπτεται τακτικά από το βραδινό κλάμα του παιδιού αναφέρουν ότι αυτό συμβαίνει τις ίδιες ώρες κάθε νύχτα, λες και το παιδί διαθέτει ένα… ενσωματωμένο ξυπνητήρι, που του υπενθυμίζει ότι είναι ώρα για κλάμα, ώρα δηλαδή για να φέρει κάποιον κοντά του – και, με αυτό τον τρόπο, να τον ελέγχει. Το πόσο βρίσκει ανταπόκριση από το γονιό (τη μητέρα, συνήθως) η ασυνείδητη επιθυμία του παιδιού να ελέγξει τους γονείς του -καθώς και τα όσα γίνονται στο γονεϊκό κρεβάτι, από το οποίο είναι εξόριστο- εξαρτάται, βέβαια, και από τις βαθύτερες ανάγκες και επιθυμίες του κάθε γονιού. Ωστόσο είναι σίγουρο ότι αυτές οι βαθύτερες επιθυμίες του γονιού περνούν στο παιδί και δημιουργούν, μαζί με τις δικές του επιθυμίες, τους αλληλοεξαρτώμενους κρίκους του τρόπου ζωής που επιλέγει η κάθε οικογένεια. Με άλλα λόγια, όταν οι γονείς δεν θέλουν να ασχοληθούν μόνο με τα παιδιά τους, βρίσκουν τρόπο να προστατεύσουν τη δική τους νύχτα, τη δική τους σχέση.
  • Την ίδια παρατήρηση μπορεί να κάνει κανείς και στη μητέρα που παραπονιέται -μάλλον χωρίς να το απορρίπτει εντελώς- ότι το παιδί έρχεται τακτικά στο κρεβάτι τους. Και ποιο παιδί δεν επιθυμεί να κοιμάται με τους γονείς του; Εκεί, στη γλυκιά ζεστασιά των κορμιών τους, στην απόλυτη ασφάλεια που προσφέρει το κρεβάτι τους, ανακαλύπτει την ηδονή τού να γίνεσαι ένα με αυτούς που αγαπάς – και, βέβαια, να τους ελέγχεις. Όταν όμως οι γονείς δεν θέλουν -ή δεν χρειάζονται- να είναι το παιδί τους μέσα στο ζευγάρι τους, θα του δώσουν ένα καθαρό μήνυμα, που δεν ενέχει αμφιθυμία από την πλευρά τους. Τότε το παιδί θα πάψει να εμπλέκεται σε παζαρέματα και σε άχρηστες γι’ αυτό δοσοληψίες. Θα καταλάβει ότι το όχι που λένε οι γονείς του σημαίνει πράγματι όχι – και θα συμμορφωθεί. Όπως συμμορφώνεται όταν του λένε ότι δεν μπορεί να παίζει στη μεγάλη λεωφόρο μπροστά στο σπίτι τους ή στη χωρίς στηθαίο ταράτσα του σπιτιού τους.

Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς;

Ο ύπνος αποτελεί βασική προϋπόθεση ζωής ιδιαίτερα για τα παιδιά. Υπάρχουν μερικές βασικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την ηρεμία στον ύπνο του παιδιού και θα πρέπει να τις δούμε:

  1. Η πρώτη βασική προϋπόθεση για έναν καλό ύπνο του παιδιού είναι η ησυχία και η ηρεμία.
  2. Μια δεύτερη προϋπόθεση είναι το συναίσθημα ασφάλειας που χρειάζεται να έχει το παιδί όταν κοιμάται. Ήδη, ο ύπνος αποτελεί και για τους μικρούς και για τους μεγάλους μια κατάσταση παθητική στην οποία το άτομο αφήνεται κατά κάποιο τρόπο στην καλή διάθεση του περιβάλλοντος. Το παιδί που νιώθει πως αγαπιέται από τους γονείς του, το παιδί που πιστεύει πως δεν διατρέχει κινδύνους, και εμείς το έχουμε πείσει πάνω σ’ αυτό, δεν παρουσιάζει ανησυχίες στον ύπνο του, αφήνεται πιο άνετα στη διάθεση των μεγάλων, που το βάζουν στο κρεβάτι να κοιμηθεί.
  3. Μια τρίτη προϋπόθεση για έναν ήσυχο ύπνο είναι το κανονικό ωράριο. Καλό είναι οι γονείς να μεριμνούν, ώστε το παιδί να κοιμάται και να πέφτει στο κρεβάτι του σε συγκεκριμένη ώρα κάθε βράδυ.
  4. Και η τέταρτη προϋπόθεση, ιδίως σχετικά με τα ανήσυχα παιδιά, είναι αν το παιδί ενοχλείται από το έντονο φως. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να δημιουργήσουμε μια κάποια συσκότιση στο δωμάτιο. Η συσκότιση ήδη ηρεμεί το νευρικό σύστημα και δεν αναγκάζει το παιδί να ξυπνάει πρωί μόλις οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ή της αυγής μπουν μέσα στο δωμάτιο του.

Παρ’ όλες όμως τις παραπάνω προϋποθέσεις, πολύ συχνά παρουσιάζονται ανησυχίες στον ύπνο του παιδιού, οι οποίες έχουν τη δική τους ερμηνεία η καθεμία. Μια πρώτη ενόχληση για την οποία συχνά παραπονιούνται οι γονείς είναι πως το παιδί δεν κοιμάται εύκολα. Το βάζουμε στο κρεβάτι, στριφογυρίζει από δω, από κει, δεξιά, αριστερά, χίλιες κουβέντες θα πει εκείνη την ώρα και δεν έχει διάθεση για ύπνο. Μια άλλη είναι πως το παιδί ξυπνά την νύχτα με φωνές, ή θέλει συντροφιά, ή κάπως φοβισμένο, τρομαγμένο, ταράσσεται και θέλει κάποιον να πάει κοντά του. Μια τρίτη είναι ότι το παιδί ξυπνά πολύ πρωί, δεν ακολουθεί το ρυθμό της οικογένειας.

Τι μπορούμε να κάνουμε για ν’ αντιμετωπίσουμε αυτές τις δυσκολίες και πώς εξηγούμε τις καταστάσεις αυτές;

  1. Πρώτα απ’ όλα, θα διατηρήσουμε τις προϋποθέσεις μας, δηλαδή θα δημιουργήσουμε στο παιδί ησυχία, ένα κλίμα ασφάλειας για να μην έχει άγχος την ώρα που πάει να κοιμηθεί, θα τηρήσουμε το κανονικό ωράριο, θα κάνουμε κάποια συσκότιση κ.α.
  2. Όταν οι δυσκολίες παραμένουν, τότε θα προσέξουμε και άλλα πράγματα. Συχνά παίρνουμε το παιδί, -ας υποθέσουμε πως κοιμάται στις επτά- το παίρνουμε στις επτά παρά τέταρτο, μέσα απ’ το παιχνίδι του, και θέλουμε στα γρήγορα να το ετοιμάσουμε, να το βάλουμε στο κρεβάτι. Η απότομη αυτή μεταφορά από μια κατάσταση παιχνιδιού, έξαλλη κάπως, σε μια κατάσταση ύπνου δεν μπορεί να γίνει τόσο εύκολα. Γι’ αυτό είναι βοηθητικό ν’ αρχίσουμε ν’ απομακρύνουμε το παιδί απ’ το παιχνίδι σιγά σιγά, να το μεταφέρουμε στο δωμάτιο του για να φύγει η ένταση που έχει με το παιχνίδι. Έτσι κάνουμε μια εισαγωγή σιωπηρά και βοηθάμε το παιδί να περάσει στη μεταβατική κατάσταση απ’ το παιχνίδι στον ύπνο.
  3. Ένα ακόμη μέτρο αναφέρεται ΣΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. Έχουν άμεσο αντίκτυπο στον ύπνο του παιδιού. Πολλές περιπτώσεις δυσκολιών ξεκινούν απ’ αυτού του είδους τις διηγήσεις. Τα παραμύθια είναι πολλαπλές εφευρέσεις των ενηλίκων, που έρχονται κατ ευθείαν στον ύπνο του παιδιού να τον ταράξουν, να δείξουν την παρουσία τους. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο το παιδί της νηπιακής ηλικίας ζει μέσα στη φαντασία του, πόσο μπορεί να κάνει διάκριση ανάμεσα σ’ αυτό που φαντάζεται και σ’ αυτό που ζει. Ο ύπνος είναι ευκαιρία για να δημιουργηθεί στο παιδί το άγχος μιας πραγματικότητας φανταστικής. Γι’ αυτό καλό θα είναι να αποφεύγουμε τις διηγήσεις όχι μόνο εμείς αλλά και όλο το περιβάλλον, γιατί δεν έχει σημασία αν εμείς έχουμε καλή τακτική και υπάρχει ένας δεύτερος άνθρωπος στο σπίτι που δεν ακολουθεί την τακτική αυτή και εξουδετερώνονται όλες οι δικές μας προσπάθειες. Όλοι όσοι είναι στο σπίτι και ασχολούνται με το παιδί θα πρέπει να προσέξουν τα παραμύθια και την κουβέντα τους, τις λέξεις που αναφέρονται στα παραμύθια. Ακόμη να προσέχουμε όχι μόνο όταν μιλάμε προς το παιδί αλλά και όταν μιλάμε μεταξύ μας. Συχνά οι γονείς δεν λένε άσχημα παραμύθια στο παιδί, μα όταν κουβεντιάζουν οι δύο τους κουβεντιάζουν για θανάτους, για νοσοκομεία, για δυστυχήματα μιας φίλης που πέθανε, πως ήταν τόσο τραγικό ή για ένα δυστύχημα που είδαμε στο δρόμο. Το παιδί τα επεξεργάζεται με τη σκέψη του, μ’ ένα τρόπο δικό του και τα κάνει κτήμα του.

Όλα τα παραπάνω έχουν σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να δυσκολεύονται στον ύπνο τους και να βλέπουν εφιάλτες. Γιατί και τα παιδιά έχουν φόβους και ανησυχίες, ακόμα και κρυφές επιθυμίες, που εκφράζονται στο όνειρο σαν εφιάλτες και μπορεί να τους προκαλέσουν άγχος. Τότε ξυπνούν, ιδρωμένα και τρομαγμένα, κλαίγοντας με λυγμούς μέσα στο σκοτάδι και στη σιωπή της νύχτας. Αυτοί οι παιδικοί εφιάλτες εμφανίζονται συνήθως στα χρόνια του Νηπιαγωγείου, όταν τα παιδιά των τριών έως πέντε χρόνων ανακαλύπτουν έναν καινούργιο κόσμο που ανοίγεται μπροστά τους, έναν κόσμο όπου νεράιδες και ήρωες κινούνται στον εύθραυστο χώρο μιας φαντασιωτικής πραγματικότητας, μαζί με όμορφες πριγκίπισσες και γενναίους ιππότες. Μαζί όμως και με κακές μητριές, δράκους φοβερούς, άγρια τέρατα και -το χειρότερο απ’ όλα- τον πεινασμένο και κακό λύκο! Αυτός λοιπόν ή κάποιος άλλος κακός έρχεται καμιά φορά τη νύχτα και μετατρέπει τα όνειρα των μικρών παιδιών σε εφιάλτες.

Πώς να αντιδράσουν τότε οι γονείς; Όταν ένα μικρό παιδί ξυπνάει μέσα σε έναν εφιάλτη, ο καλύτερος τρόπος για να το ησυχάσει ο γονιός δεν είναι να τρέξει ανάψει τα φώτα, να το σηκώσει από το κρεβάτι, να το πάει στο σαλόνι και να το ρωτάει επίμονα τι ήταν αυτό που τόσο το τρόμαξε. Το παιδί θα ηρεμήσει καλύτερα και πιο γρήγορα όταν πάει κοντά του ο γονιός, ήρεμος και άφοβος (όπως τον θέλουν τα παιδιά), και, χωρίς να ανάψει όλα τα φώτα γύρω του, το χαϊδέψει απαλά στην πλάτη του ή το κρατήσει για λίγο στην αγκαλιά του. Όταν με σιγανή φωνή, σαν μουρμουρητό που λέει «μη φοβάσαι, εδώ είμαι», το διαβεβαιώσει ότι όλα είναι όπως πρέπει να είναι. Κι όταν έπειτα σταθεί για λίγο ακόμα κοντά του, με το χέρι του πάνω στο σώμα του παιδιού, ώσπου το αναφιλητό να μετατραπεί σε μια ήρεμη αναπνοή. Το άλλο πρωί το παιδί θα δει και από μόνο του ότι, πράγματι, ο κόσμος είναι ο ίδιος και όλα είναι όπως πρέπει να είναι. Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω προϋποθέσεις, τότε πολλές από τις δυσκολίες του ύπνου που παρουσιάζουν τα παιδιά θα μπορούσαν να μετριαστούν.

Το ιδανικό μοντέλο για τη σχέση του παιδιού με τον ύπνο:

  1. Να κοιμάται, χωρίς διακοπές τις ώρες που χρειάζεται ο οργανισμός του, για να μπορεί να ενεργοποιεί στο μέγιστο βαθμό τις ψυχοσωματικές του λειτουργίες,
  2. Να κοιμάται σε δικό του κρεβάτι, μόνο του ή με τα αδέλφια του, σε δωμάτιο σκοτεινό (τα παιδιά αρχίζουν τη ζωή τους στη μήτρα και, από μόνα τους, δεν φοβούνται το σκοτάδι),
  3. Να ξυπνάει από μόνο του, έχοντας δηλαδή κλείσει τους βιολογικούς κύκλους ύπνου που χρειάζεται,
  4. Να έχει το χρόνο να υποδεχτεί την καινούργια μέρα με το δικό του ρυθμό: μερικά παιδιά πηδούν από το κρεβάτι τους μόλις ανοίξουν το ένα μάτι, άλλα θέλουν να χουζουρέψουν λίγο προτού αρχίσουν τις ημερήσιες δραστηριότητές τους. Χρειάζεται να σεβόμαστε την ξεχωριστή προσωπικότητα του κάθε παιδιού.

Μπορεί να είναι δύσκολο να εξασφαλίσουμε στην πράξη για τον εαυτό μας μια τέτοια ιδανική σχέση με τον ύπνο. Ας προσπαθήσουμε όμως να μην τη στερήσουμε από τα μικρά παιδιά. Και κάτι τελευταίο: Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπερκινητικών παιδιών είναι παιδιά που δεν κοιμούνται αρκετά – δηλαδή που δεν συμπληρώνουν τις ώρες που χρειάζεται ο οργανισμός τους για να μπορεί να λειτουργήσει σωστά.

Βιβλιογραφία:

  • Νίλσεν, Μ. (2002). Η Τέχνη να είσαι Γονιός (3η έκδ). Αθήνα. Καστανιώτης.
  • Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία (4η έκδ.). Αθήνα: Leader Books.

Σχετικά άρθρα