Φάρμακα

Αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου και θνησιμότητας σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με φεβουξοστάτη

Η φεβουξοστάτη (Adenuric®, Buxodem®, Febuxostat/Genepharm®, Febinov®) είναι ένας μη πουρινικός εκλεκτικός αναστολέας της οξειδάσης της ξανθίνης, με αντιυπερουριχαιμική δράση μέσω της μείωσης του σχηματισμού του ουρικού οξέος. Η φεβουξοστάτη, σε δόση 80 mg και 120 mg, ενδείκνυται για τη θεραπεία της χρόνιας υπερουριχαιμίας σε καταστάσεις όπου η εναπόθεση ουρικού οξέος έχει ήδη συμβεί (συμπεριλαμβανομένου ιστορικού, ή παρουσίας, τάφου και/ή ουρικής αρθρίτιδας).

Επίσης, η φεβουξοστάτη σε δόση 120 mg ενδείκνυται για την πρόληψη και θεραπεία της υπερουριχαιμίας σε ενήλικες ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία για αιματολογικές κακοήθειες με ενδιάμεσο έως υψηλό κίνδυνο για Σύνδρομο Λύσης Όγκου (ΣΛΟ).

Φεβουξοστάτη και καρδιαγγειακός κίνδυνος

Η μελέτη φάσης IV CARES (μελέτη καρδιαγγειακής ασφάλειας της φεβουξοστάτης και της αλλοπουρινόλης σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα και καρδιαγγειακές συν νοσηρότητες) ήταν μια πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή δοκιμή μη κατωτερότητας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ, στον Καναδά και στο Μεξικό, για την αξιολόγηση της καρδιαγγειακής ασφάλειας της φεβουξοστάτης και της αλλοπουρινόλης σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα και μείζονες καρδιαγγειακές συννοσηρότητες.

Στη μελέτη, για τη σύγκριση των καρδιαγγειακών εκβάσεων μεταξύ της φεβουξοστάτης και της αλλοπουρινόλης εντάχθηκαν περισσότεροι από 6.000 ασθενείς. Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο στη μελέτη CARES ήταν ο χρόνος έως την πρώτη εμφάνιση μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων, ένας συνδυασμός μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου, μη θανατηφόρου εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιαγγειακού θανάτου και επείγουσα επαναγγείωση λόγω ασταθούς στηθάγχης. Τα καταληκτικά σημεία (πρωτεύοντα και δευτερεύοντα) αναλύθηκαν σύμφωνα με την ανάλυση πρόθεσης για θεραπεία, στην οποία συμπεριλήφθηκαν όλοι οι ασθενείς που τυχαιοποιήθηκαν και έλαβαν τουλάχιστον μία δόση οπό τη φαρμακευτική αγωγή της διπλά τυφλής μελέτης.

Συνολικά, το 56,6% των ασθενών διέκοψε πρόωρα τη θεραπεία της δοκιμής και το 45% των ασθενών δεν ολοκλήρωσε όλες τις επισκέψεις της δοκιμής. Συνολικά, 6.190 ασθενείς παρακολουθήθηκαν για μέσο διάστημα 32 μηνών και η μέση διάρκεια έκθεσης ήταν 728 ημέρες για τους ασθενείς της ομάδας φεβουξοστάτης (π=3.098) και 719 ημέρες για τους ασθενείς της ομάδας αλλοπουρινόλης (π=3.092). Τα ποσοστά εμφάνισης του πρωτεύοντος καταληκτικού σημείου μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων ήταν παρόμοια για την ομάδα της φεβουξοστάτης και της αλλοπουρινόλης [10,8% έναντι 10,4% των ασθενών αντίστοιχα, αναλογία κινδύνου (HR) 1,03, αμφίπλευρο επαναλαμβανόμενο 95% διάστημα εμπιστοσύνης (CI) 0,87-1,23].

Στην ανάλυση των επιμέρους στοιχείων μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων (δευτερεύον τελικό σημείο), το ποσοστό καρδιαγγειακών θανάτων ήταν σημαντικά υψηλότερο με τη φεβουξοστάτη σε σχέση με την αλλοπουρινόλη (4,3% έναντι 3,2% των ασθενών, HR 1,34, 95% CI 1,03-1,73). Τα ποσοστά των υπόλοιπων συμβάντων μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβάντων ήταν παρόμοια στην ομάδα φεβουξοστάτης και στην ομάδα αλλοπουρινόλης, δηλ. μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου (3,6% έναντι 3,8% των ασθενών, HR 0,93, 95% CI 0,72-1,21), μη θανατηφόρο εγκεφαλικό επεισόδιο (2,3% έναντι 2,3% των ασθενών, HR 1,01, 95% CI 0,73-1,41) και επείγουσα επαναγγείωση λόγω ασταθούς στηθάγχης (1,6% έναντι 1,8% των ασθενών, HR 0,86, 95% CI 0,59-1,26). Το ποσοστό θνησιμότητας όλων των αιτιών ήταν επίσης σημαντικά υψηλότερο με τη φεβουξοστάτη σε σύγκριση με την αλλοπουρινόλη (7,8% έναντι 6,4% των ασθενών, HR 1,22, 95% CI 1,01-1,47), λόγω κυρίως του υψηλότερου ποσοστού καρδιαγγειακών θανάτων στη συγκεκριμένη ομάδα.

  • Σε μια κλινική μελέτη φάσης IV (μελέτη CARES), σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα και ιστορικό μείζονος καρδιαγγειακής νόσου, παρατηρήθηκε σημαντικά υψηλότερος κίνδυνος θνησιμότητας όλων των αιτιών και θανάτου σχετιζόμενου με το καρδιαγγειακό στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με φεβουξοστάτη συγκριτικά με τους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με αλλοπουρινόλη.
  • Η θεραπεία με φεβουξοστάτη ασθενών με προϋπάρχουσα μείζονα καρδιαγγειακή νόσο (π.χ. έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ασταθή στηθάγχη) θα πρέπει να αποφεύγεται, εκτός εάν δεν υπάρχουν άλλες κατάλληλες επιλογές θεραπείας.

Στην Ευρώπη και συγκεκριμένα από τις ρυθμιστικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητήθηκε η διενέργεια της μελέτης φάσης IV FAST (απλουστευμένη δοκιμή φεβουξοστάτης έναντι αλλοπουρινόλης), για την αξιολόγηση της ασφάλειας της φεβουξοστάτης σε σύγκριση με την αλλοπουρινόλη σε ασθενείς με χρόνια συμπτωματική υπερουριχαιμία και παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου. Η μελέτη είναι σε εξέλιξη και τα αποτελέσματα αναμένονται στο δεύτερο τρίμηνο του 2020.

Η περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος και το φύλλο οδηγιών χρήσης θα επικαιροποιηθούν, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν τα αποτελέσματα της μελέτης CARES και να περιλαμβάνουν ειδικές συστάσεις συνταγογράφησης.

Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική, αφού επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους - κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να αναφέρουν οποιοσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται σε ασθενείς οι οποίοι λαμβάνουν κάποιο από τα προϊόντα που περιέχουν φεβουξοστάτη, μέσω του Εθνικού Συστήματος αυθόρμητων αναφορών στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Τμήμα Ανεπιθύμητων Ενεργειών, με την υποβολή της Κίτρινης Κάρτας.

 

Πηγή: Ενημερωτική επιστολή προς επαγγελματίες υγείας των κατόχων αδειών κυκλοφορίας των προϊόντων που περιέχουν φεβουξοστάτη σε συμφωνία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων και τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (27/06/2019).

Σχετικά άρθρα