Αλλαγές στον τύπο της οικογένειας και συνέπειες που προκύπτουν

Αλλαγές στον τύπο της οικογένειας και συνέπειες που προκύπτουν

Μπρούμου Μίνα

Ψυχολόγος, MSc,

Επιστημονικός Συνεργάτης του Πανελληνίου Συνδέσμου Σχολών Γονέων

Αλλαγές στον Τύπο της Οικογένειας και Συνέπειες που Προκύπτουν-

Η Συμβολή της Εκπαίδευσης και της Συμβουλευτικής Γονέων***

***Αναρτημένη Ανακοίνωση (Poster) στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εξελικτικής Ψυχολογίας. Ποικιλομορφία της ανάπτυξης...πολυμορφία της εκπαίδευσης. Αλεξανδρούπολη:Κλάδος Εξελικτικής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας, Σχολή Επιστημών Αγωγής, Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης στην Προσχολική Ηλικία &Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης (26-30 Μαΐου, 2010).

Εισαγωγή

Οι κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών επέφεραν σημαντικές αλλαγές γενικότερα στην οικογένεια ως βασικό κοινωνικό θεσμό, και ειδικότερα, στη μορφή της οικογένειας, η οποία εμφανίζεται με πολλές και διαφορετικές μορφές, ενώ η βιβλιογραφία υποδηλώνει ότι δεν είναι ο τύπος της οικογένειας αυτός κάθε αυτός που δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά, αλλά ένας συνδυασμός παραγόντων (Amato, 2000. Block, Block & Gjerde, 1986. Παππά, 2006. Riddle, 1978). Στην παρούσα εργασία γίνεται αναφορά στις βασικές μεταβολές που υπέστη η ελληνική οικογένεια κατά τη μετάβασή της από την παραδοσιακή στην πυρηνική της μορφή συγκριτικά με την οικογένεια άλλων χωρών, καθώς επίσης και στις επιπτώσεις από τις αλλαγές στο θεσμό στης οικογένειας στην ψυχολογική ανάπτυξη και στην εν γένει συμπεριφορά των παιδιών. Τελειώνοντας επιχειρείται να αναδειχθεί η σημασία της συμβουλευτικής γονέων, στα πλαίσια των Σχολών Γονέων, στην πρόληψη και αντιμετώπιση των προβλημάτων που συνδέονται με τις αλλαγές στο θεσμό της οικογένειας, καθώς και η σημαντική συνεισφορά τους στην ενδυνάμωση του γονικού ρόλου.

Στόχος

Στόχος της παρουσίασης είναι να εξετάσει: (α) τις επιπτώσεις που οι μεταβολές στο θεσμό της οικογένειας επιφέρουν στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, και (β) το ρόλο της εκπαίδευσης και της συμβουλευτικής γονέων στην πρόληψη και αντιμετώπιση των επιπτώσεων αυτών.

Δομή και Λειτουργία της Οικογένειας-Αλλαγές

H ελληνική οικογένεια έχει αλλάξει τόσο ως προς τη δομή (αριθμός, μέγεθος, διαμόρφωση, σύνθεση νοικοκυριών) όσο και ως προς τη λειτουργία (οι τρόποι με τους οποίους η οικογένεια ικανοποιεί τις φυσικές και ψυχολογικές ανάγκες των μελών της), χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι έχει επέλθει η διάλυση της ελληνικής οικογένειας, συμπαρασύροντας και όλες τις συνδεδεμένες με αυτήν αξίες (Γεώργας, 2002), αφού έρευνες δείχνουν ότι η ευρύτερη οικογένεια λειτουργεί ικανοποιητικά σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου (Georgas et al., 2001). Έτσι, όσον αφορά τη δομή, κοινά στοιχεία τόσο για την ελληνική οικογένεια όσο και για την οικογένεια άλλων χωρών είναι η μείωση των γάμων, η πτώση της γεννητικότητας, η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων, των μονογονεικών και των ανύπαντρων οικογενειών (Πυργιωτάκης, 2008), με τη διαφορά, ότι οι αριθμοί αυτοί παραμένουν οι χαμηλότεροι της Ευρώπης, κατατάσσοντας έτσι την οικογένεια στην Ελλάδα ανάμεσα στις πιο συντηρητικές των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δομικά επίσης, κοινή με τις οικογένειες άλλων χωρών φαίνεται να είναι η τάση της απομάκρυνσης και της χωριστής κατοικίας των δύο οικογενειών-εκτεταμένης και πυρηνικής, ως συνέπεια της αύξησης των πυρηνικών αυτόνομων νοικοκυριών, χωρίς αυτό να υποδηλώνει αναγκαστικά και την ψυχολογική απομάκρυνσή τους (Γεώργας, Γκαρή, Χριστακοπούλου, Μυλωνάς, & Παπαλόη, 1998), γεγονός που διαφοροποιεί την ελληνική από πολλές οικογένειες της Ευρώπης (Πυργιωτάκης, 2008). Λειτουργικά, έχει διαπιστωθεί ότι οι Έλληνες συμμερίζονται σε μεγάλο βαθμό τις αξίες που αφορούν τη συναισθηματική σχέση και την φροντίδα ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, κάτι που αποτελεί ένδειξη ότι η ελληνική οικογένεια δεν διαλύεται, αλλά περνάμε από το παραδοσιακό μοντέλο σε ένα πιο ευέλικτο, επικοινωνιακό και συναισθηματικό μοντέλο οικογένειας (Παπαδήμου, 1999).

Συγκεφαλαιώνοντας τις παραπάνω διαπιστώσεις, μπορεί να επισημάνει κανείς ότι οι Έλληνες ακολουθούν τις γενικότερες εξελίξεις και δέχονται πολλά από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης πυρηνικής οικογένειας. Ωστόσο, δεν φαίνονται πρόθυμοι να αποδεχθούν και να υιοθετήσουν εναλλακτικά σύγχρονα οικογενειακά μοντέλα (π.χ. ανύπαντρη μητέρα, ομόφυλη οικογένεια). Για το λόγο αυτό και συναντά κανείς στην ελληνική κοινωνία όλα τα οικογενειακά χαρακτηριστικά, και τα παραδοσιακά και τα σύγχρονα, όπως είναι οι πυρηνικές οικογένειες, οι διαζευγμένες, οι μονογονεϊκές και οι οικογένειες με τρεις γενεές στο ίδιο σπίτι (Γεώργας, 2002. Πυργιωτάκης, 2008).

Μορφή της Οικογένειας-Αλλαγές-Συνέπειες

ΜΟΝΟΓΟΝΕΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Οι μόνοι γονείς αναφέρονται συνήθως ανάλογα με την οικογενειακή τους κατάσταση, δηλαδή αν είναι διαζευγμένοι, ανύπαντροι, ή χήροι, με την κατηγορία των διαζευγμένων γονέων να είναι η μεγαλύτερη στη σύγχρονη εποχή (Κογκίδου, 1995). Η οικογενειακή αναστάτωση που προκαλεί ένα διαζύγιο βιώνεται από κάθε παιδί τελείως διαφορετικά ανάλογα με το φύλο, την ηλικία του, την προσωπικότητά του, το κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο κ.α. Τα ψυχικά αποθέματα του γονιού που έχει αναλάβει την επιμέλεια του παιδιού, δηλαδή το πόσο καλά αντιμετωπίζει το στρες του διαζυγίου, πόσο προστατεύει το παιδί από τις οικογενειακές συγκρούσεις και πόσο του παρέχει αυθεντική γονεϊκή φροντίδα, φαίνεται να συμβάλλουν καθοριστικά στην προσαρμογή ενός παιδιού μετά το διαζύγιο. Η παρουσία στοργικών παππούδων, θείων και φίλων μπορούν να «απορροφήσουν» μέρος του σοκ που έχει υποστεί το παιδί και ν’ απαλύνουν τον πόνο της διάλυσης του γάμου (Amato, 2000. Herbert, 1998. Hetherington & Clingempeel, 1992).

ΜΟΝΕΣ ΜΗΤΕΡΕΣ: Οι επιρροές που δέχεται το παιδί καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης (π.χ. διευρυμένη οικογένεια, φίλοι, κοινότητα), το οποίο μπορεί να μετριάσει το άγχος, την ανασφάλεια και τις οικονομικές δυσκολίες που προκύπτουν από τη νέα κατάσταση της μονογονεϊκότητας για τις μόνες μητέρες (Hashima & Amato, 1994). Τότε βελτιώνεται και ο ρόλος τους ως γονέα και η ποιότητα ζωής των παιδιών τους.

ΜΟΝΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ: Το μεγαλύτερο ποσοστό των μόνων πατέρων κερδίζουν την επιμέλεια των παιδιών ως αποτέλεσμα του διαζυγίου των συζύγων, όταν οι μητέρες είτε έχουν επιλέξει να μην διατηρήσουν την επιμέλεια ή έχουν κριθεί ως ανίκανες. Η πλειοψηφία των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό τον πατέρα ανήκει σε υψηλά μορφωτικά στρώματα (Chang & Deinard, 1982). Οι προκλήσεις για τους μόνους πατέρες και τις μόνες μητέρες είναι ίδιες και περιλαμβάνουν τις δυσκολίες που απορρέουν από το συνδυασμό των γονεϊκών ευθυνών, την εργασία και τις οικονομικές δυσκολίες (Bray & Hetherington, 1993). Τόσο στις οικογένειες με επικεφαλής τη μητέρα όσο και σε εκείνες με αρχηγό τον πατέρα, μια αυθεντική γονεϊκή πρακτική που συνδυάζει τη ζεστασιά, την υποστήριξη, την ειλικρινή επικοινωνία, τη στενή σχέση με το παιδί, καθώς και τη σταθερή επίβλεψη των δραστηριοτήτων του φαίνεται πως συμβάλλουν ουσιαστικά στη θετική προσαρμογή του παιδιού (Hetherington & Clingempeel, 1992).

ΑΝΥΠΑΝΤΡΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ-ΣΥΜΒΙΩΣΗ: Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει αυτή η μορφή οικογένειας είναι ότι δεν προϋποθέτει το γάμο. Δυο άτομα συνειδητά ζουν μαζί, με ή χωρίς παιδιά, αλλά δεν παντρεύονται. Τα προβλήματα ελαχιστοποιούνται (συνήθως παρατηρείται κοινωνική απόρριψη και χλευασμός από τους συνομηλίκους) όταν τα παιδιά έχουν ενημερωθεί για τη σχέση που διέπει τους γονείς τους από τους ίδιους, και όχι από κάποιον τρίτο, και την έχουν κατανοήσει (Μπότου, 2008).

ΑΝΑΣΥΣΤΑΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Ονομάζεται η οικογένεια που αποτελείται από παιδιά (τα ετεροθαλή αδέρφια) που προέρχονται από τους προηγούμενους γάμους της μητέρας ή του πατέρα ή από ερωτικές σχέσεις, τα οποία μεταφέρονται σε μια νέα οικογένεια όταν οι γονείς συζούν ή ξαναπαντρεύονται (Insabella, 2002). Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι παρόλο που τα παιδιά και οι έφηβοι στις ανασυσταμένες οικογένειες είναι πιθανό να επηρεαστούν αρνητικά από πολλούς παράγοντες, ωστόσο μακροπρόθεσμα η πλειοψηφία φαίνεται να παρουσιάζει ικανοποιητική προσαρμογή (Stright, 2002). Η ποιότητα των οικογενειακών σχέσεων φαίνεται να είναι το κλειδί για την προσαρμογή των παιδιών στην καινούρια οικογένεια που δημιουργείται με το δεύτερο γάμο του γονιού (Hetherington, Cox & Cox, 1985).

ΟΜΟΦΥΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ: Η έρευνα για τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών αφορά κυρίως ανησυχίες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ανάπτυξη της σεξουαλικής τους ταυτότητας, της προσωπικότητάς τους και τις σχέσεις τους με τους άλλους. Τα παιδιά ομόφυλων οικογενειών δεν διαφέρουν από τα παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένειες με ετεροφυλόφιλους γονείς ως προς την ταυτότητα φύλου, τη συμπεριφορά του ρόλου του φύλου, το σεξουαλικό προσανατολισμό, την κοινωνική και συναισθηματική προσαρμογή, το στιγματισμό, ή τη γνωστική λειτουργία (Anderssen, Amlie, & Ytterøy, 2002). Αντίθετα μάλιστα, η βιβλιογραφία υποστηρίζει την άποψη ότι τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών είναι όχι μόνο φυσιολογικά και υγιή, αλλά υποδηλώνει επίσης ότι ανέχονται και εκτιμούν περισσότερο τη διαφορετικότητα από όσο τα παιδιά των αμιγώς ετερόφυλων οικογενειών και μπορεί να νιώθουν πιο ικανά να αμφισβητήσουν τα στερεότυπα των παραδοσιακών ρόλων του φύλου (Riddle, 1978).

Η Συμβολή της Συμβουλευτικής Γονέων στην Πρόληψη της Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων

Μετά την αναγνώριση που έχει η οικογενειακή ζωή στην παιδική και εφηβική ηλικία για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ψυχικής υγείας αναπτύχθηκε ως μια πρακτική πρόληψης η συμβουλευτική γονέων με γνωστότερο το σχήμα των Σχολών Γονέων. Στην Ελλάδα οι Σχολές Γονέων λειτουργούν από το 1962 και στοχεύουν στην πρωτογενή πρόληψη, ενώ βασικοί σκοποί λειτουργίας τους είναι: α) η στήριξη του δοκιμαζόμενου θεσμού της οικογένειας, β) η διαφύλαξη και προστασία της ψυχικής υγείας και θετικής εξέλιξης του παιδιού και όλων των μελών της οικογενειακής ομάδας, και γ) η εκπαίδευση του γονέα σε μεθόδους αποτελεσματικότερης επικοινωνίας με το παιδί του (Χουρδάκη, 2000, 2001. Παππά, 2006). Το πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ γονέων και παιδιών φαίνεται να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις, αφού σε πρόσφατη έρευνα βρέθηκε ότι το 40% περίπου των μαθητών αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους γονείς τους και μάλιστα επιλέγουν να μην τα συζητούν με κανένα (Μπρούμου, 2005, 2008). Για την πραγματοποίηση αυτών των σκοπών οι Σχολές Γονέων, σύμφωνα με το «Εξελικτικό Σύστημα» της Μαρίας Χουρδάκη (το οποίο βασίζεται στις αρχές της «Διεθνούς Ομοσπονδίας για την Εκπαίδευση των Γονέων») έχουν ως στόχο να προσφέρουν στους γονείς: α) βασικές γνώσεις μέσα από την ενημέρωση-πληροφόρηση (information) για σημαντικά θέματα της εξέλιξης του παιδιού τους με βάση τα σύγχρονα δεδομένα της Εξελικτικής και της Οικογενειακής Ψυχολογίας και, β) διαμόρφωση-διαφοροποίηση (formation) της στάσης και της συμπεριφοράς του γονέα απέναντι στο παιδί σε κάθε φάση της ζωής του και κατά συνέπεια, όλων των μελών της οικογένειας. Τα αποτελέσματα των εργασιών των Σχολών Γονέων στη μακρά διάρκεια λειτουργίας τους (1962-2002) υπήρξαν θετικά. Εκείνο που τονίζεται είναι ότι η Σχολή Γονέων δεν παρέχει «έτοιμες συνταγές» αλλά αποσκοπεί στην πρόληψη προβλημάτων, την προστασία της ψυχικής υγείας της οικογένειας και όχι στη θεραπεία, καθώς επίσης και στην ενδυνάμωση του άτομου να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στις δυνάμεις του προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και τα προβλήματα που προκύπτουν από τις αλλαγές στο σύγχρονο τρόπο ζωής (Χουρδάκη, 2001).

Συμπέρασμα

Η παραπάνω εργασία αποτελεί μια προσπάθεια ανασκόπησης της σχετικής βιβλιογραφίας και έρευνας που έχει διεξαχθεί διεθνώς σχετικά με τις επιπτώσεις που οι μεταβολές στη μορφή της οικογένειας επιφέρουν στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών και εφήβων. Σήμερα συνυπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι οικογένειας, όπως είναι η πυρηνική, η μονογονεϊκή, η ανύπαντρη, η ανασυσταμένη και η ομόφυλη οικογένεια, ενώ η βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι δεν είναι ο τύπος της οικογένειας αυτός καθαυτός που δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι ενήλικες διαχειρίζονται συναισθηματικά τις διάφορες συνθήκες, καθώς και άλλα πρακτικά ή ψυχολογικά ζητήματα που προκύπτουν, παράλληλα με τη διαμόρφωση της νέας οικογένειας. Τέτοιου είδους ζητήματα αφορούν είτε πρακτικές δυσκολίες όπως είναι τα οικονομικά προβλήματα, το άγχος από την διακοπή του συνηθισμένου τρόπου ζωής της οικογένειας, ανεπαρκές υποστηρικτικό δίκτυο, περισσότερες ευθύνες ή ψυχολογικές δυσκολίες όπως είναι τα προβλήματα συμπεριφοράς, η χαμηλή αυτοεκτίμηση στα παιδιά, θλίψη, θυμός, ανασφάλεια και συγκρούσεις μεταξύ των γονέων (Amato, 2000. Block, Block & Gjerde, 1986. Παππά, 2006. Riddle, 1978).

Τα συμπεράσματα της παρούσας εργασίας αναδεικνύουν την αναγκαιότητα της στροφής προς την συμβουλευτική γενικότερα, ώστε να προλαμβάνονται και να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τα προβλήματα από τις αλλαγές στο σύγχρονο τρόπο ζωής στην υγεία των ατόμων (Μπρούζος, 2004). Ειδικότερα, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη της συμβουλευτικής γονέων, όπου οι γονείς θα οδηγηθούν μέσα από την ενημέρωση, την πληροφόρηση, αλλά και μέσα από την ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων με άλλους γονείς στο τελικό ζητούμενο που είναι η διαφοροποίηση της συμπεριφοράς τους και της σχέσης τους με τα παιδιά τους, ώστε να ανταποκριθούν στη θετική εξέλιξη των παιδιών τους (Χουρδάκη, 2000, 2001).

Τέλος, σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι κάθε αναφορά στο ρόλο που διαδραματίζει η μορφή της οικογένειας στην γενικότερη ανάπτυξη του παιδιού πρέπει να γίνεται με σεβασμό στη μοναδικότητα της κάθε περίπτωσης, ενώ σε καμία περίπτωση η προβληματική συμπεριφορά του παιδιού δεν πρέπει να θεωρείται ως το μοναδικό αποτέλεσμα της δομής των οικογενειών αυτών. Η κάθε οικογένεια έχει τη δική της ιστορία, τις δικές της ανάγκες, αξίες και κανόνες που την κάνουν μοναδική και ξεχωριστή. Όπως μοναδικό και ξεχωριστό είναι το κάθε άτομο που ανήκει σε αυτή.

Βιβλιογραφία

  1. Amato, P. R. (2000). The consequences of divorce for adults and children. Journal of Marriage and the Family, 62, 1269-1287.
  2. Anderssen, N., Amlie, C., & Ytterøy, E. A. (2002). Outcomes for children with lesbian or gay parents. A review of studies from 1978 to 2000. Scandinavian Journal of Psychology, 43, 335-351.
  3. Block, J. Η., Block, Ι., & Gjerde, Ρ. (1986). The personality of children prior to divorce: Α prospective study. Child Development, 57, 827-840.
  4. Bray, Η., & Hetherington, Ε. Μ. (1993). Families in transition: Introduction and overview, Journal of Family Psychology, 7, 3-8.
  5. Γεώργας, Δ., Γκαρή, Α., Χριστακοπούλου, Σ., Μυλωνάς, Κ., & Παπαλόη, Β. (1998). Οικογενειακές σχέσεις των Ελλήνων φοιτητών στο παρόν και στο μέλλον. Βήμα Κοινωνικών Επιστημών, 6, 167-187.
  6. Georgas, J., Mylonas, Κ., Bafiti, Τ., Christakopoulou, S., Poortinga, Υ. Η., Kagitçibasi, A., et al. (2001). Functional Relationships in the Nuclear and Εxtended Family: A 16 culture study. International Journal of Psychology, 36, 289-300.
  7. Γεώργας, Δ. (2002). Πόσο έχει αλλάξει η ελληνική οικογένεια; Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καΐλα, & Φ. Καλαβάσης (Επιμ. Έκδ.), Εκπαιδευτική, Οικογενειακή και Πολιτική Ψυχοπαθολογία: Αποκλίνουσες διαστάσεις στο χώρο της οικογένειας, τόμος Β΄(σσ. 29-54). Αθήνα: Ατραπός.
  8. Chang, P. & Deinard, A. (1982). Single fathers caretakers: Demografic haracteristics and adjustment process. American Journal of Orthopsychiatry, 52, 236-243.
  9. Hashima, P. Υ., & Amato P. Ρ. (1994). Poverty, social support, and parental behavior. Special issue: Children and poverty. Child Development, 65, 394-403.
  10. Herbert, M. (1998). Ψυχολογικά προβλήματα παιδικής ηλικίας, τόμος 1β (Ι. Ν. Παρασκευόπουλος Επιμ. Μετάφ., 10η έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
  11. Hetherington, Ε. Μ., Cox, Μ., & Cox, R. (1985). Long-term effects of divorce and remarriage on the adjustment of children. Journal of the American Academy of Child Psychiatry, 24, 518-530.
  12. Hetherington, Ε. Μ., & Clingempeel, W. G. (1992). Coping with marital transitions: A Family Systems Perspective. Monographs of the Society for Research in Child Development, 57 (2/3, Serial Νο. 227).
  13. Insabella G. M. (2002). Blended Families. In N. Salkind (Ed.), Child Development (p. 64). Machillah Reference, USA.
  14. Κογκίδου, Δ. (1995). Μονογονεϊκές οικογένειες. Πραγματικότητα - Προοπτικές - Κοινωνική Πολιτική. Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη.
  15. Μπότου, Α. (2008). Οικογένεια. Στο Συμβουλευτική Γονέων (σσ. 33-50). Αθήνα: ΙΔΕΚΕ ΥΠΕΠΘ Γενική Γραμματεία Εκπαίδευσης Ενηλίκων.
  16. Μπρούζος, Α. (2004). Προσωποκεντρική Συμβουλευτική: Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθήτω -Γιώργος Δαρδανός
  17. Μπρούμου, Μ., & Μπρούζος, Α. (2005). Προβλήματα συμπεριφοράς παιδιών σχολικής και εφηβικής ηλικίας. Εκτίμηση, Καταγραφή. Η ψυχολογία απέναντι στις προ(σ)κλήσεις του σήμερα: 10ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ψυχολογικής Εταιρείας Ελλάδος. Ιωάννινα: Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία Ελλάδος, Τομέας Ψυχολογίας, Τμήμα Φ.Π.Ψ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1-4 Δεκεμβρίου).
  18. Μπρούμου, Μ. (2008). Ανάγκες Συμβουλευτικής Παιδιών Σχολικής και Εφηβικής Ηλικίας με Προβλήματα Συμπεριφοράς. Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού, 84-85, 158-172.
  19. Παπαδήμου, Δ. (1999). Κοινωνική και ψυχολογική ανάλυση της οικογένειας: Αποτελέσματα από μια πανελλήνια δημογραφική έρευνα. Ψυχολογία, 6, 165-173.
  20. Παππά, Β. (2006). Επάγγελμα γονέας. Αθήνα: Καστανιώτη.
  21. Πυργιωτάκης, Ι. Ε. (2008). Ελληνική Οικογένεια: Δομή και Λειτουργία-Εξελίξεις και Προοπτικές. Επιστημονική Επετηρίδα της Ψυχολογικής Εταιρείας Βορείου Ελλάδος, 6, 1-33.
  22. Riddle, D. Ι. (1978). Relating to children: Gays as role models. J Soc Issues, 34, 38- 58.
  23. Stright, A. D. (2002).Stepfamilies. In N. Salkind (Ed.), Child Development (pp. 386-388). Machillah Reference, USA.
  24. Χουρδάκη, Μ. (2000). Σχολές Γονέων (1962-2000). Αθήνα:Σχολές Γονέων.
  25. Χουρδάκη, Μ. (2001). «Οι αναντικατάστατοι Παιδαγωγοί. Η εκπαίδευση της οικογένειας. Σχολές Γονέων». Σύγχρονη Εκπαίδευση, 118, 33-39.

Αναρτημένη Ανακοίνωση (Poster) στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εξελικτικής Ψυχολογίας (26-30 Μαΐου, 2010 - Αλεξανδρούπολη)

Σχετικά άρθρα