Η μηνιγγίτιδα είναι μία σοβαρή λοίμωξη των μηνίγγων (υμένων που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό). Κλινικά το σύνδρομο χαρακτηρίζεται από εμφάνιση συμπτωμάτων λόγω ερεθισμού των μηνίγγων. Μπορεί να προκληθεί από βακτήρια, ιούς, ρικέτσιες, πρωτόζωα ή από μη λοιμώδη αίτια (συστηματικά νοσήματα, φάρμακα, όγκοι εγκεφάλου).
Η μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα είναι η λοίμωξη των μηνίγγων που οφείλεται στο βακτήριο ναϊσσέρια της μηνιγγίτιδας (µηνιγγιτιδόκοκκο). Ο µηνιγγιτιδόκοκκος δε ζει στο περιβάλλον και η μετάδοση της νόσου γίνεται από άτομο σε άτομο με τα σταγονίδια των αναπνευστικών εκκρίσεων.
Η μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα (Meningococcal meningitis) είναι μία λοίμωξη, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε λίγες ώρες μέχρι μερικές ημέρες. Υψηλός πυρετός που δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στη λήψη αντιπυρετικών, κεφαλαλγία και αυχεναλγία είναι τα συνήθη συμπτώματα της μηνιγγίτιδας. Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν την ναυτία, τον εμετό, την αδιαθεσία, τη σύγχυση και την αϋπνία. Η νόσος μπορεί να συνοδεύεται από αιμορραγικό εξάνθημα (ερυθρές κηλίδες μεγέθους κεφαλής καρφίτσας που δεν εξαφανίζονται στην πίεση του δέρματος -δείτε παρακάτω εικόνα).
Στα νεογέννητα και τα μικρά παιδιά, τα συνήθη συμπτώματα όπως πυρετός, κεφαλαλγία και αυχεναλγία μπορεί να απουσιάζουν ή να είναι δύσκολο να διαγνωσθούν και το παιδί μπορεί να παρουσιάζει απλά ανησυχία και άρνηση λήψης τροφής. Η εξέλιξη της νόσου μπορεί να οδηγήσει σε παραλήρημα, σπασμούς, κώμα και θάνατο.
Η πλειονότητα των περιπτώσεων μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας οφείλεται στο μηνιγγιτιδόκοκκο οροομάδας Β, ενώ η συμμετοχή της οροομάδας C, ειδικά στην Ελλάδα είναι μικρή μετά την κυκλοφορία του ειδικού εμβολίου το 2001. Σποραδικά κρούσματα μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο με μεγαλύτερη αύξηση το χειμώνα και την άνοιξη και αποτελούν το 10–40% των μικροβιακών μηνιγγίτιδων. Οι ορότυποι Β και C είναι οι συχνότεροι στην Ευρώπη και την Αμερική. Οι συχνότερες επιδημίες αφορούν την υπό τη Σαχάρα περιοχή της Αφρικής γνωστή και ως «ζώνη μηνιγγίτιδας».
Σε περίπτωση εμφάνισης μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας συνιστάται απομόνωση του ασθενή και χρήση μάσκας από άτομα που έρχονται σε στενή επαφή για τουλάχιστον 24 ώρες από την έναρξη της κατάλληλης αντιμικροβιακής αγωγής. Γενικά μέτρα (πλύσιμο χεριών, απόρριψη μολυσμένων αντικειμένων, χρήση γαντιών, κλπ) και αποφυγή κοινής χρήσης φαγητού ή σκευών φαγητού επίσης συνιστώνται. Σημειώνεται δε ότι δεν απαιτείται απολύμανση του χώρου επειδή ο μηνιγγιτιδόκοκκος δεν επιβιώνει στο περιβάλλον.
Η εμφάνιση εξανθήματος σε ασθενή με ύποπτα συμπτώματα μηνιγγίτιδας που δεν υποχωρεί μετά την εφαρμογή πίεσης πάνω του με ένα ποτήρι, αλλά παραμείνει ορατό μέσα από το ποτήρι απαιτεί άμεση ιατρική βοήθεια. Επίσης πρέπει να γίνεται παρακολούθηση για ύποπτα κρούσματα στο περιβάλλον του ασθενούς (οικιακό, παιδικός σταθμός / νηπιαγωγείο, σχολείο) για 2 εβδομάδες από την έναρξη συμπτωμάτων του κρούσματος και χημειοπροφύλαξη πρέπει να λάβουν άμεσα (εντός 24 ωρών) όλα τα άτομα που ήρθαν σε στενή επικίνδυνη επαφή με το άτομο που προσβλήθηκε από μηνιγγιτιδοκοκκική μηνιγγίτιδα. Η χημειοπροφύλαξη δεν έχει νόημα αν έχουν παρέλθει περισσότερες από 10 ημέρες από την επαφή με το κρούσμα. Σε περίπτωση που πρόκειται για 2 ή περισσότερα κρούσματα που συνδέονται μεταξύ τους θα πρέπει να εξασφαλίσουμε την υγιεινή των χώρων διαβίωσης (ελάττωση του συγχρωτισμού και καλός αερισμός των χώρων, π.χ. των στρατώνων).
Μαζική χημειοπροφύλαξη χορηγείται εάν ο μικροοργανισμός που είναι υπεύθυνος για την επιδημία ανήκει σε οροομάδα που δεν καλύπτεται από τα διαθέσιμα εμβόλια. Ο εμβολιασμός έχει δειχθεί πολύ αποτελεσματικός στη διακοπή επιδημίας οφειλόμενης σε μηνιγγιτιδόκοκκο A και C.
Η ιογενής ή άσηπτη μηνιγγίτιδα (Aseptic meningitis) είναι η πιο συχνή μηνιγγίτιδα και προκαλείται από έναν από τους διάφορους τύπους ιών. Οι εντεροϊοί, το πιο συχνό αίτιο ιογενούς μηνιγγίτιδας, πολύ συχνά μεταδίδονται με τις εκκρίσεις του αναπνευστικού (σάλιο, πτύελα) από το μολυσμένο άτομο. Αυτό συνήθως συμβαίνει με το βήχα, το φτάρνισμα ή το φιλί. Ο ιός επίσης μπορεί να βρεθεί στα κόπρανα των ασθενών, οπότε μπορεί να μεταδοθεί και με το γαστρεντερικό, αφού προηγουμένως τα χέρια μας έρθουν σε επαφή με τα μολυσμένα κόπρανα.
Τα συμπτώματα της ιογενούς μηνιγγίτιδας έχουν άμεση σχέση με την ηλικία του αρρώστου. Ο πυρετός, η υπνηλία, ο εμετός και η ευερεθιστότητα (αποστροφή για το δυνατό φως και τους έντονους ήχους) είναι τα πιο συχνά συμπτώματα. Τα μεγαλύτερα παιδιά παραπονούνται συνήθως για έντονο πονοκέφαλο, ενώ τα βρέφη παρουσιάζουν έντονο κλάμα ή ανησυχία. Ο άρρωστος με μηνιγγίτιδα μπορεί να παρουσιάσει σπασμούς. Κατά την κλινική εξέταση μπορεί να διαπιστωθεί αυχενική δυσκαμψία (δυσκολία στην κάμψη του αυχένα προς τον θώρακα). Τα βρέφη μπορεί να παρουσιάσουν αυχενική δυσκαμψία ή να προέχει η πρόσθια πηγή. Τα συμπτώματα στα πολύ μικρά βρέφη και νεογέννητα είναι άτυπα.
Για τους ιούς που προκαλούν μηνιγγίτιδα δεν υπάρχουν εμβόλια. Η θεραπεία της ιογενούς μηνιγγίτιδας είναι κυρίως συμπτωματική και ενίοτε κατά την κρίση των θεραπόντων ιατρών είναι δυνατόν να χορηγηθούν αντιϊκά φάρμακα, η πρόγνωση δε για τους ασθενείς με ιογενή μηνιγγίτιδα είναι γενικά καλή.
Πηγή: Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων
Περισσότερες πληροφορίες: Meningitis Research Foundation