Η λιπώδης διήθηση ή απλή στεάτωση του ήπατος (λιπώδες ήπαρ) αποτελεί την ήπια μορφή της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος (Nonalcoholic Fatty Liver Disease - NAFLD) που χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση λίπους με ή χωρίς τη συνύπαρξη φλεγμονής στο ήπαρ σε άτομα, τα οποία καταναλώνουν ελάχιστα ή καθόλου αλκοόλ.
Στην ήπια μορφή της νόσου, η εναπόθεση λίπους συνήθως δεν προκαλεί ηπατική βλάβη. Η πιο σοβαρή μορφή, η μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα, χαρακτηρίζεται από φλεγμονή και ενίοτε, δημιουργία ινώδους ιστού, διαδικασία η οποία δυνατόν να εξελιχθεί σε κίρρωση του ήπατος ή ηπατοκυτταρικό καρκίνο σε ένα σχετικά μικρό ποσοστό ασθενών.
Η συχνότητα της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος ποικίλει ανάλογα με τον πληθυσμό και τα κριτήρια διάγνωσης και φαίνεται να αυξάνεται συνεχώς, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες. Με αδρή εκτίμηση υπολογίζεται ότι στο 15-20% των ατόμων που υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο ρουτίνας διαπιστώνεται μη αλκοολική λιπώδης νόσος το ήπατος, ενώ η συχνότητα της στεατοηπατίτιδας υπολογίζεται στο 2-5%.
Προσβάλλονται άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών. Συναντάται συχνότερα σε άτομα μέσης ηλικίας που παρουσιάζουν παράγοντες του μεταβολικού συνδρόμου όπως παχυσαρκία, σακχαρώδη διαβήτη, υπερλιπιδαιμία (αύξηση χοληστερόλης ή τριγλυκεριδίων ορού), καθώς και σε άτομα με διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα ή που λαμβάνουν συγκεκριμένα φάρμακα.
Η μη αλκοολική λιπώδης νόσος το ήπατος συνήθως είναι ασυμπτωματική ή υποκλινική. Σπάνια μπορεί να εμφανισθεί κόπωση, αίσθημα κακουχίας ή βάρος στο δεξιό υποχόνδριο (άνω δεξιό μέρος της κοιλιάς).
Σε πιο προχωρημένα στάδια, όπως επί σοβαρής στεατοηπατίτιδας ή επί εγκατεστημένης κίρρωσης του ήπατος ο ασθενής μπορεί να εμφανίσει ανορεξία, ναυτία (τάση για έμετο), ίκτερο (κίτρινο χρώμα των ματιών ή του δέρματος) αιμορραγική διάθεση, ασκίτη (συλλογή υγρού στην κοιλιά), οίδημα κάτω άκρων καθώς και ήπιες έως πολύ σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς (ηπατική εγκεφαλοπάθεια).
Κεντρικό ρόλο στην παθογένεια της νόσου φαίνεται να παίζει η αντίσταση στην ινσουλίνη, φαινόμενο το οποίο κατεξοχήν παρατηρείται σε ασθενείς με διαταραχές του μεταβολισμού (παχυσαρκία κεντρικού ή ανδροειδούς τύπου, υπερλιπιδαιμία, διαβήτης κ.α.) και χαρακτηρίζεται από περιορισμένη έως πλήρη απουσία ανταπόκρισης του μεταβολισμού της γλυκόζης στην ολοένα και αυξανόμενη έκκριση ινσουλίνης.
Η νόσος εμφανίζεται συνήθως σε άτομα με αυξημένο σωματικό βάρος ή παχύσαρκα. Περισσότεροι από 70% των ατόμων με μη αλκοολική στεατoηπατίτιδα είναι παχύσαρκοι. Αυξημένο σωματικό βάρος ορίζεται ως δείκτης μάζας σώματος (υπολογισμός του βάρους σε κιλά δια του τετραγώνου του ύψους σε μέτρα) μεταξύ 25 και 30, και παχυσαρκία ως δείκτης μάζας σώματος μεγαλύτερος του 30.
Τρεις στους τέσσερις ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος πάσχουν επίσης από διαβήτη, ενώ περίπου το 80% των ατόμων με μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος έχουν αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ή/και τριγλυκεριδίων ορού.
Άτομα που έχουν υποστεί χειρουργική αφαίρεση μεγάλου τμήματος του λεπτού εντέρου ή παράκαμψή του συχνά οδηγούνται σε ταχεία απώλεια βάρους και άλλες μεταβολές με συνοδό λιπώδη νόσο του ήπατος.
Φάρμακα όπως τα κορτικοστεροειδή (πρεδνιζολόνη, υδροκορτιζόνη κ.α), τα συνθετικά οιστρογόνα, τα ανδρογόνα, η αμιοδαρόνη, η ταμοξιφαίνη, η μεθοτρεξάτη και άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία αυτοάνοσων (όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σκληρόδερμα κ.α.) ή κακοηθών νοσημάτων, αλλά και φάρμακα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία ασθενών με AIDS συσχετίζονται με την εμφάνιση μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος.
Η νόσος επίσης εμφανίζεται πιο συχνά σε άτομα που πάσχουν από σπάνια κληρονομικά νοσήματα του μεταβολισμού (γαλακτοζαιμία, γλυκογονιάσεις κ.α.) από την νόσο του Wilson (κληρονομική διαταραχή μεταβολισμού του χαλκού) την νόσο Weber-Christian, την συγγενή αβηταλιποπρωτεϊναιμία και άλλα νοσήματα.
Στα αρχικά στάδια η μη αλκοολική λιπώδης νόσος του ήπατος είναι συνήθως ασυμπτωματική και μπορεί να ανακαλυφθεί τυχαία στα πλαίσια προληπτικού έλεγχου ή εξετάσεων για άλλο λόγο, (π.χ υπερηχογράφημα άνω κοιλίας). Στις περιπτώσεις αυτές οφείλεται να αποκλεισθούν όλα τα άλλα αίτια που προκαλούν διαταραχή των δεικτών ηπατική βιοχημείας (ιογενείς ηπατίτιδες, αυτοάνοσα νοσήματα ήπατος, χρήση ή κατάχρηση φαρμάκων/ουσιών συμπεριλαμβανομένου ασφαλώς του αλκοόλ κ.α.). Ημερήσια κατανάλωση οινοπνεύματος πέραν της συνιστώμενης - περισσότερα από 3 ποτά ημερησίως για άνδρες και περισσότερα από 2 ποτά ημερησίως για γυναίκες - δυνατόν να αποτελεί το αίτιο τόσο της απλής και ανεπίπλεκτης λιπώδους διηθήσεως του ήπατος όσο και της σοβαρής στεατοηπατίτιδας.
Επί υποψίας μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος πρέπει να ελέγχεται η παρουσία παραγόντων κινδύνου και να εκτιμάται η ηπατική λειτουργία με κλινικό εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο αν και η βιοψία ήπατος αποτελεί την μόνη εξέταση η οποία θέτει με σαφήνεια την διάγνωση και επιτρέπει τον καθορισμό της βαρύτητας της νόσου ενώ δίνει και σημαντικές πληροφορίες καθορίζουν και την πρόγνωση.
Η απλή στεάτωση του ήπατος είναι μια σχετικά καλοήθης κατάσταση αφού η πλειονότητα των ατόμων δεν παρουσιάζουν διαταραχές της ηπατικής λειτουργίας και δεν κινδυνεύουν από εξέλιξη της. Η στεατοηπατίτιδα ενίοτε μπορεί να εξελιχτεί σε κίρρωση, ηπατική ανεπάρκεια και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος σε άτομα > 45 ετών, παχύσαρκα, με διαβήτη. Εκτιμάται ότι μέχρι 25% των ασθενών με μη αλκοολική λιπώδη νόσος του ήπατος δυνατόν να παρουσιάσουν σοβαρή ηπατική νόσο μετά από 10 χρόνια.
Επί του παρόντος δεν υπάρχει θεραπευτικό σχήμα για την αντιμετώπιση της μη αλκοολικής λιπώδης νόσος το ήπατος. Η θεραπεία στοχεύει στην αντίσταση της ινσουλίνης και τις παραμέτρους του μεταβολικού συνδρόμου.
Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας δεν βοηθά μόνο στην διατήρηση καλής υγείας αλλά συμβάλει και στην βελτίωση της ηπατικής λειτουργίας. Η μείωση βάρους πρέπει να είναι σταδιακή (περίπου 10% του σωματικού βάρους ανά εξάμηνο), επειδή η ταχεία απώλεια δυνατόν να επιδεινώσει την ηπατική νόσο. Δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά και πλούσια σε φυτικές ίνες σε συνδυασμό με πρόγραμμα γυμναστικής μειώνει την εναπόθεση λίπους στο ήπαρ. Απώλεια βάρους έως και 5% μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ηπατικής στεάτωσης και επαναφορά των τρανσαμινασών σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η αυστηρή ρύθμιση του σακχάρου αίματος βελτιώνει την αντίσταση στην ινσουλίνη και μειώνει την ποσότητα λίπους στο ήπαρ.
Η ελάττωση των επιπέδων της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων με δίαιτα, φυσική άσκηση και υπολιπιδαιμικά φάρμακα αποτρέπουν την εξέλιξη της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος. Πρέπει να τονιστεί ότι η χρήση στατινών είναι ασφαλής και ίσως ευεργετική σε ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη νόσος του ήπατος.
Η χρήση αλκοόλ και άλλων ουσιών, δυνητικά ηπατοτοξικών πρέπει να αποφεύγεται.
Φάρμακα που βελτιώνουν την αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως η μετφορμίνη και η πιογλιταζόνη αλλά και η ορλιστάτη, η οποία εμποδίζει την απορρόφηση λίπους από το έντερο θα μπορούσαν να έχουν κάποιο ρόλο στην θεραπεία της λιπώδους διήθησης του ήπατος.
Παρόλο που οι χειρουργικές επεμβάσεις για θεραπεία της κακοήθους παχυσαρκίας δυνατόν να οδηγήσουν σε ταχεία απώλεια σωματικού βάρους και αρχικά επιδείνωση της ηπατικής στεάτωσης, πιστεύεται ότι μακροχρόνια βελτιώνουν την εξέλιξη της ηπατικής νόσου και προφυλάσσουν από τις επιπλοκές της.
Η διατήρηση του φυσιολογικού βάρους και των επιπέδων του σακχάρου, της χοληστερίνης και των τριγλυκεριδίων σε συνδυασμό με την αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης και άλλων ηπατοτοξικών ουσιών μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο ηπατικής νόσου.