Δήγματα φιδιών

Εμφανίσεις: 6703

Η οχιά ή έχιδνα (Viperidae) είναι το μοναδικό δηλητηριώδες είδος φιδιού στη χώρα μας. Η οχιά ζει σε ηλιόλουστες, θαμνώδεις ή βραχώδεις περιοχές σε αραιά δάση και ποολίβαδα και τρέφεται με μικρά τρωκτικά, πουλιά, αυγά, κ.λπ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της οχιάς είναι ένα κέρατο στην άκρη της μύτης, που σχηματίζεται από φολίδες, και η σκουρόχρωμη «ζικ-ζακ» γραμμή που φέρει κατά μήκος της πλάτης. Το μήκος της φθάνει τα 70 εκ. Το χρώμα στα αρσενικά είναι γκριζωπό ή καφετί, ενώ των θηλυκών κεραμιδί.

Η ΟχιάΗ τυπική δηλητηριώδη συσκευή του φιδιού αποτελείται από ένα ζεύγος αδένων σε κάθε πλευρά της κεφαλής που βρίσκονται κάτω και πίσω από τα μάτια και συνδέονται με αγωγούς με τα κοίλα εμπρόσθια δόντια, της άνω γνάθου. Σε κατάσταση ηρεμίας αυτά τα δόντια αποσύρονται στην υπερώα.

Το δηλητήριο των φιδιών είναι ένα σύνθετο μίγμα ενζύμων, πολυπεπτιδίων χαμηλού μοριακού βάρους, γλυκοπρωτεϊνών και ιόντων μετάλλων. Ανάμεσα στα επιβλαβή συστατικά του δηλητηρίου είναι και οι αιμορραγίνες που προκαλούν διαρροές των αγγείων με συνέπεια να δημιουργούνται τοπικές και γενικευμένες αιμορραγίες.

Διάφορα πρωτεολυτικά ένζυμα του δηλητηρίου προκαλούν τοπική νέκρωση των ιστών και επηρεάζουν την πήξη του αίματος σε διάφορα στάδια της και παρακωλύουν την λειτουργία διάφορων οργάνων. Κατασταλτικές ουσίες του μυοκαρδίου μειώνουν την καρδιακή παροχή, ενώ νευροτοξίνες ενεργούν είτε προσυναπτικά είτε μετασυναπτικά και αναστέλλουν τις περιφερικές ώσεις.

Κάθε χρόνο παγκοσμίως 125.000 άτομα από τα περίπου 5 εκατομμύρια θύματα χάνουν την ζωή τους μετά από δήγματα δηλητηριωδών φιδιών .

Κλινική εικόνα:

Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από την φύση, την εντόπιση, το βάθος και τον αριθμό των δηγμάτων καθώς και από την ποσότητα του δηλητηρίου που έχει εγχυθεί (συνήθως το δηλητήριο των φιδιών είναι πιο πολύ και πιο δραστικό όταν βγαίνουν από τη χειμερία νάρκη), την μικροβιακή χλωρίδα, το είδος και το μέγεθος του φιδιού, αλλά και από την ηλικία και το μέγεθος του θύματος, την ευαισθησία στο δηλητήριο και τις πρώτες βοήθειες που δέχθηκε. Έτσι μπορεί να παρατηρηθεί:

Επιτόπια αντιμετώπιση:

Η πιο σημαντική πτυχή της προνοσοκομειακής φροντίδας του θύματος μετά από ένα τσίμπημα από δηλητηριώδες φίδι είναι η ταχεία μεταφορά του σε μια οργανωμένη ιατρονοσηλευτική μονάδα κρατώντας όσο πιο ακίνητο γίνεται το θύμα ώστε να περιοριστεί η συστηματική εξάπλωση του δηλητηρίου.

Οι περισσότερες συστάσεις που προτείνονταν στο παρελθόν δεν είναι πλέον χρήσιμες και μερικές μάλιστα μπορούν να επιδεινώσουν τα αποτελέσματα. Η εφαρμογή ενός νάρθηκα στο δαγκωμένο άκρο, προκειμένου να μειωθεί η αιμορραγία και η δυσφορία και αν είναι δυνατόν, να κρατήσει το άκρο περίπου στο επίπεδο της καρδιάς καθώς και η αφαίρεση αντικειμένων όπως δαχτυλίδια, ρολόι, βραχιόλια κ.α ή ρούχων που θα μπορούσαν να σφίξουν το μέλος όσο αυτό πρήζεται λόγω του οιδήματος αποτελούν τις πρώτες ενδεδειγμένες κινήσεις.

Δεν κάνουμε τομές με μαχαιρίδια και δεν αναρροφάμε αίμα από την πληγή ειδικά με το στόμα. Η μηχανική απορρόφηση του δηλητηρίου που χρησιμοποιούταν κατά κόρο για πολλά χρόνια σήμερα δεν ενδείκνυται γιατί είναι ανώφελη και μερικές φορές η παρατεταμένη χρήση της μπορεί να αποβεί επιβλαβής για τους τοπικούς ιστούς.

Η ελαστική περίδεση του άκρου που σταματά την λεμφική ροή (μέσω της οποίας γίνεται κυρίως η κυκλοφορία του δηλητηρίου) μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση του δηλητηρίου αλλά το κλινικό όφελός της δεν έχει αποδειχθεί και επιπλέον υπάρχει ο κίνδυνος εκτεταμένων τοπικών ιστικών νεκρώσεων λόγω του περιορισμού του δηλητηρίου.

Η περίδεση θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο όταν το θύμα απέχει τουλάχιστον μία ώρα από οργανωμένη υγειονομική μονάδα.

Μπορούμε να πλύνουμε ελαφρά το τραύμα με ήπια αντισηπτικά (πχ σαπούνι με νερό, οξυζενέ κ.α.) δεν τοποθετούμε πάγο πάνω στο τραύμα και ούτε δίνουμε στο θύμα να πιει αλκοόλ ή παυσίπονα.

Σχετικά άρθρα