Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα πολύ μικρά παιδιά -τα μωρά, τα βρέφη- «δεν καταλαβαίνουν αυτά που λέμε, αφού δεν γνωρίζουν τις λέξεις που χρησιμοποιούμε».
Κι όμως, από τη στιγμή που γεννιέται -αν όχι και από νωρίτερα- ο άνθρωπος είναι σε θέση να δέχεται μηνύματα και να τα ερμηνεύει, έστω κι αν αυτά δεν περνούν από το λεκτικό κανάλι. Γιατί «καταλαβαίνω» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην «γνωρίζω το σημαινόμενο των λέξεων»· καταλαβαίνω μπορεί να σημαίνει και «αναγνωρίζω τη συναισθηματική πρόθεση των λέξεων». Έτσι, λόγου χάρη, όπως μπορεί να «καταλάβει» και ένας ενήλικας κάποιο συνάνθρωπο του που τον πλησιάζει μιλώντας μια άγνωστη σε αυτόν γλώσσα. Υπάρχει πιθανότητα να μην καταλάβει και να μην ερμηνεύσει σωστά αμέσως ο ενήλικας αν οι προθέσεις του ξένου είναι φιλικές ή εχθρικές; Εντούτοις δεν γνωρίζει ο ίδιος το νόημα των λέξεων που ο άλλος χρησιμοποιεί... Τα μωρά, τα βρέφη, δεν γνωρίζουν κι αυτά τις σημασίες των λέξεων που χρησιμοποιούμε όταν τους μιλάμε, συλλαμβάνουν όμως αμέσως τη συναισθηματική διάθεση που χρωματίζει τον εσωτερικό μας κόσμο.
Η Βασιλική Παππά, στο βιβλίο της Γονείς σε κρίση: Η διαχείριση της απώλειας και της αλλαγής (2016), επισημαίνει πολύ εύστοχα την λειτουργική διάλεκτο της οικογένειας ενάντια στη διάλεκτο της δυσλειτουργίας για το διαζύγιο που και την απώλεια που καλούνται να διαχειριστούν οι γονείς.
Κανείς δεν αμφισβητεί τη σημασία των λέξεων. Οι λέξεις εκφράζουν σκέψεις, απόψεις, ιδέες, πεποιθήσεις και αξίες. Καμιά φορά όμως μπορεί και να τις διαμορφώνουν. Η εκφορά των λέξεων μπορεί να διαμορφώσει αξίες και πεποιθήσεις, να αλλάξει νοοτροπίες και βαθιά ριζωμένα στερεότυπα. Όταν αλλάζει η λεκτική διατύπωση, αλλάζει και η συμπεριφορά.
Οι λανθασμένες/δυσλειτουργικές λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούν οι γονείς μπορεί να υπονομεύσουν την αίσθηση του εαυτού των παιδιών και των εφήβων, την αίσθησή τους για την οικογένεια και τον γονικό ρόλο. Αλλάζοντας κάποιες λέξεις, οι γονείς μπορούν να αλλάξουν και την αίσθηση των παιδιών για την ταυτότητα, για την οικογένεια και για το ότι ανήκουν σε μια κοινότητα.
Η απλή αλλαγή των λέξεων δεν εξαφανίζει το τραύμα από την απώλεια και τη θλίψη που όλα τα μέλη της οικογένειας καλούνται να αντιμετωπίσουν. Η βίωση της απώλειας δεν αποτρέπεται, ούτε παρακάμπτεται. Απλώς, όταν ένας γονιός πενθεί για την απώλεια δεν ωφελεί να προσδιορίζει τον εαυτό του ή το παιδί/τα παιδιά του σε σχέση με την απώλεια αυτή. Η χρήση λέξεων και φράσεων που χαρακτηρίζονται ως «δυσλειτουργικές» το μόνο που καταφέρνουν είναι να θυματοποιούν γονείς και παιδιά και να τους κάνουν να νιώθουν δυστυχείς, αβοήθητοι και αποδιοπομπαίοι. Έτσι, οι λέξεις στιγματίζουν και δημιουργούν παραμορφωτικά κάτοπτρα της πραγματικότητας στο παρόν και το μέλλον. Η θυματοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε παθητική στάση και σε περαιτέρω θυματοποίηση. Τα λάθη πολλαπλασιάζονται γιατί υπάρχει δικαιολογία: το διαζύγιο. Αν επιλέξει κανείς να βλέπει τον εαυτό του μέσα από αυτό το παραμορφωτικό κάτοπτρο, δεν θα μπορέσει ποτέ να αυτονομηθεί, να ενηλικιωθεί ψυχικά και να απελευθερωθεί.
Οι παραπάνω φράσεις υποδηλώνουν ότι το διαζύγιο υπήρξε, αλλά δεν συνιστά πλέον πρόβλημα, ότι δεν αποτελεί εμπόδιο στο παρόν ή στο μέλλον. Η Ahrons (1994) χαρακτηρίζει τον οικογενειακό αστερισμό που δημιουργείται ως αποτέλεσμα του διαζυγίου «διπυρηνική οικογένεια» - δηλαδή μια οικογένεια που εκτείνεται σε δύο σπίτια/δύο νοικοκυριά. Πρόκειται για έναν όρο που, αν και αποδίδει ρεαλιστικά την πραγματικότητα, χαρακτηρίζεται από θετική φόρτιση, δεν επικρίνει, δεν στιγματίζει, δεν θυματοποιεί.
Οι νομικές ταμπέλες «έχει την επιμέλεια» και «συχνότητα επισκέψεων» τείνουν να θέτουν ένα σενάριο νικητή/ χαμένου. Αν πούμε ότι ο ένας γονέας έχει την επιμέλεια και ο άλλος έχει δικαιώματα επίσκεψης, αυτό τείνει να δίνει μεγαλύτερη αξία στη συνεισφορά μόνο του ενός γονέα. Η «κοινή ευθύνη» είναι πιο ακριβής όρος παρά η «κοινή επιμέλεια». Δεν σημαίνει απαραίτητα μοίρασμα 50-50. Σημαίνει ότι και οι δύο γονείς αναγνωρίζουν ότι η συνεισφορά του κάθε γονέα είναι σημαντική, και ότι και οι δύο είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν ώστε να κάνουν ο ένας τη συνεισφορά του άλλου λειτουργική και ουσιαστική.
Επιπλέον, δεν είναι μόνο η κοινωνική και η νομική γλώσσα που μπορεί να είναι δυσλειτουργική. Οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στο σπίτι μπορεί να είναι εξίσου δυσλειτουργικές και καταστροφικές για τα παιδιά. Πρόκειται για τοξικά σχόλια/δηλώσεις του ενός γονιού για τον άλλο που λέγονται στα παιδιά. Αυτά είναι περίπου τα εξής:
«Δεν είναι καλή/-ός».
«Είναι τεμπέλα/-ης».
«Είσαι σαν τη μητέρα σου/τον πατέρα σου».
«Είναι πολύ καλύτερα χωρίς αυτόν/αυτή στη ζωή μας».
«Αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω θα πας να ζήσεις με τον πατέρα σου/τη μητέρα σου».
«Τι σου είπε για μένα;»
«Αν σε αγαπούσε, δεν θα έφευγε».
«Αν σε αγαπούσε, θα έδινε τα χρήματα της διατροφής στην ώρα τους».
«Αν σας έβλεπα κι εγώ μόνο κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο, τότε θα κάναμε μόνο ευχάριστα πράγματα».
«Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρετε».
«Μακάρι να πέθαινε. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο για όλους μας».
«Οι άνδρες δεν είναι καλοί» / «Οι γυναίκες δεν είναι καλές».
«Δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι τις γυναίκες/τους άνδρες».
«Μην παντρευτείς. Κάνε κάτι καλύτερο στη ζωή σου».
«Αν ο πατέρας σου αργήσει την επόμενη φορά, θα φροντίσω να χάσει το δικαίωμα να σε επισκέπτεται».
«Διάλεξε με ποιον θέλεις να είσαι».
«Εγώ έχω αναλάβει το δύσκολο έργο της ανατροφής σας. Αυτό που κάνει εκείνος είναι μόνο να περνάει καλά μαζί σας».
«Αν θέλεις ..., ζήτα το από τον πατέρα σου. Αυτός έχει χρήματα».
Όλες αυτές οι παραπάνω φράσεις είναι γνώριμες. Οι περισσότεροι γονείς, ενώ ξέρουν ότι δεν πρέπει να τις λένε, τις εκστομίζουν, αφήνοντας τον θυμό να τους κυριεύσει. Ωστόσο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αν και ο θυμός είναι απολύτως αποδεκτός, η συμπεριφορά που προκαλεί μπορεί να είναι καταστροφική και γι' αυτό χρειάζεται οριοθέτηση. Οι γονείς οφείλουν να δείχνουν αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση. Αν τυχόν τα παραπάνω λόγια διατυπωθούν σε κατάσταση θυμού, είναι προτιμότερο να είναι διατυπωμένα γραπτώς παρά προφορικώς. Όταν κάτι γράφεται και ξαναγράφεται, διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται, μπορεί να «ξορκιστεί» και επομένως να ξεθυμάνει. Κάθε γονιός που σκέφτεται και εκφέρει αυτά τα λόγια -έστω και γραπτώς- είναι σημαντικό να προσπαθήσει να εντοπίσει ποια συναισθήματα κρύβονται πίσω από τις λέξεις και στη συνέχεια να τα διαχειριστεί με όσο το δυνατόν πιο εποικοδομητικό, παραγωγικό και υπεύθυνο τρόπο.
Στη διαδικασία του διαζυγίου, σύμφωνα με τις Carter και McGoldrick (1999) είναι σημαντικό οι γονείς να λάβουν υπόψη τους τα εξής τρία βήματα:
- Να διακρίνουν αυτό που είναι σωστό από αυτό που είναι λάθος.
- Να συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτό που θεωρούν σωστό, ακόμη κι αν αυτό είναι εις βάρος τους. Π.χ. να πληρώνουν τη διατροφή, όποια κι αν είναι η συμπεριφορά του παιδιού ή του άλλου γονιού.
- Να λένε ανοιχτά ότι συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτό που θεωρούν σωστό.