Ο καθένας μπορεί να θυμώσει – αυτό είναι εύκολο.
Αλλά το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και στη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με το σωστό τρόπο – αυτό δεν είναι εύκολο
Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια
Τι είναι ο θυμός;
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία (APA, 2011), όλοι γνωρίζουμε τι είναι ο θυμός και όλοι τον έχουμε νιώσει, είτε ως παροδικό εκνευρισμό είτε ως έντονη οργή. Ο θυμός αποτελεί ένα φυσιολογικό, συνήθως υγιές, ανθρώπινο συναίσθημα. Όταν, όμως, ξεφεύγει από τον έλεγχό μας και γίνεται καταστροφικός, μπορεί να οδηγήσει σε πολλά προβλήματα – στον εργασιακό χώρο, ή στις προσωπικές μας σχέσεις, και γενικώς, σε επιβάρυνση της συνολικής ποιότητας της ζωής μας. Επιπλέον, μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε ότι βρισκόμαστε στο έλεος ενός απρόβλεπτου και ισχυρού συναισθήματος.
Σύμφωνα με τον Charles Spielberger, έναν ψυχολόγο που ειδικεύεται στη μελέτη του θυμού, ο θυμός είναι μια «συναισθηματική κατάσταση που ποικίλλει σε ένταση από τον ήπιο εκνευρισμό ως την έντονη οργή και μανία». Όπως και άλλα συναισθήματα, συνοδεύεται από φυσιολογικές και σωματικές αλλαγές: Όταν θυμώνουμε, η καρδιά μας χτυπά πιο δυνατά και η πίεση του αίματός μας αυξάνεται, όπως αυξάνονται και τα επίπεδα των ορμονών αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη.
Ο θυμός γεννιέται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και από ανησυχία ή από συνεχή ενασχόληση με τα προσωπικά μας προβλήματα. Κάποιες μνήμες τραυματικών ή εξοργιστικών γεγονότων μπορούν, επίσης, να προκαλέσουν συναισθήματα θυμού.
Η διαχείριση του θυμού
Ο θυμός, όταν είναι ένα λειτουργικό συναίσθημα, συντελεί στην αυτοπροστασία και την επιβίωση. Μας βοηθά να πολεμήσουμε και να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας όταν μας επιτίθενται. Η διαχείριση του θυμού αποσκοπεί στη μείωση τόσο των συναισθημάτων θυμού όσο και της φυσιολογικής διέγερσης που αυτά προκαλούν. Οι άνθρωποι δεν είναι πάντα σε θέση να αλλάξουν ή να ξεφύγουν από τα πράγματα ή τα πρόσωπα που τους κάνουν να θυμώνουν. Αυτό όμως που μπορούν να κάνουν είναι να ελέγξουν τις αντιδράσεις τους απέναντι σε αυτά που τους προκαλούν θυμό. Όταν οι άνθρωποι θυμώνουν, καταφεύγουν σε τρεις τρόπους διαχείρισης του θυμού τους: α) στην καταπίεσή του (suppressing), β) στην έκφρασή του (expressing) ή γ) στην καταπράϋνση του (calming).
Α) Η καταπίεση ή η απώθηση του θυμού συνήθως σημαίνει τη μεταφορά και τη διοχέτευσή του σε άλλον αποδέκτη. Η παρεμπόδιση και η αναστολή του μπορεί αρχικά να θεωρηθεί ως κάτι θετικό, εφόσον ασκείται αυτοέλεγχος, ωστόσο ο θυμός δεν βρίσκει τον αποδέκτη του, με άλλα λόγια δεν εκφράζεται, τουλάχιστον στο άτομο που οφείλει να εκφραστεί. Συχνά δε, προκαλεί προβλήματα εσωτερίκευσης και ψυχοσωματικές διαταραχές. Η υπέρταση, η υψηλή αρτηριακή πίεση και η κατάθλιψη είναι μερικές από τις συνήθεις επιπτώσεις της καταπίεσης του θυμού. Ο θυμός που δεν εκφράζεται μπορεί να έχει ως συνέπεια παθητικο-επιθετική συμπεριφορά (η έμμεση επίθεση σε άτομα, χωρίς αυτά να γνωρίζουν το λόγο, και όχι η άμεση πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση) ή μια προσωπικότητα κυνική και εχθρική. Τα άτομα που συνεχώς ταπεινώνουν τους άλλους, κριτικάρουν τα πάντα και κάνουν κυνικά σχόλια είναι τα άτομα που δεν έχουν μάθει να εκφράζουν το θυμό τους εποικοδομητικά. Είναι, επίσης, αναμενόμενο να μην έχουν συνάψει πολλές υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.
Β) Η έκφραση του θυμού με θετικό τρόπο -και όχι επιθετικό- είναι η καλύτερη λύση για την διαχείριση αυτού του συναισθήματος. Ωστόσο, προϋποθέτει να αναγνωρίσει το άτομο τις ανάγκες του και τους τρόπους ικανοποίησής τους, χωρίς την πρόκληση βλάβης σε άλλους. Η έκφραση του θυμού συσχετίζεται με διεκδικητική συμπεριφορά, χωρίς την εκδήλωση επιθετικότητας. Το άτομο που διεκδικεί την ικανοποίηση των αναγκών του δεν πιέζει τους άλλους και δεν τους επιτίθεται, αντιθέτως σέβεται τόσο τον εαυτό του όσο και τα άλλα άτομα. Πρόκειται για τον πιο υγιή τρόπο αντιμετώπισης του θυμού.
Γ) Η χαλάρωση, η καταπράϋνση, ή ο κατευνασμός του θυμού αφορά τόσο την εξωτερική του έκφραση όσο και την εσωτερική κατάσταση του ατόμου. Το άτομο μπορεί να ασκεί αυτοέλεγχο στη συμπεριφορά του, αλλά και στις φυσιολογικές μεταβολές που συνοδεύουν το θυμό (π.χ., τη μείωση των καρδιακών παλμών και την απομάκρυνση των άσχημων συναισθημάτων).
Ως προς τη διαχείριση του θυμού, έχουν διατυπωθεί διάφορες στρατηγικές, οι κυριότερες από τις οποίες είναι:
α) Ασκήσεις χαλάρωσης: απλές τεχνικές χαλάρωσης, όπως είναι οι βαθιές αναπνοές, μπορούν να βοηθήσουν στην διαχείριση του θυμού. Άλλες ασκήσεις χαλάρωσης αφορούν τη διαφραγματική αναπνοή, την επανάληψη μιας καθησυχαστικής λέξης ή φράσης, ενώ συγχρόνως το άτομο αναπνέει βαθιά, π.χ. «ηρέμησε», «χαλάρωσε». Επίσης, μπορεί να βοηθήσει η χρήση της φαντασίας με τη φανταστική απεικόνιση μιας χαλαρωτικής εμπειρίας που το άτομο φαντάζεται ή έχει βιώσει, καθώς και στη χαλάρωση των μυών.
Μερικά απλά βήματα που μπορείτε να δοκιμάσετε:
- Αναπνεύστε βαθιά από το διάφραγμα: αναπνέοντας απλά από το στήθος δε θα σας χαλαρώσει. Φανταστείτε την αναπνοή σας να ανεβαίνει από την κοιλιά σας.
- Επαναλάβετε αργά μια ήρεμη λέξη ή φράση όπως «χαλάρωσε», «ηρέμησε».
- Κάντε το ενώ αναπνέετε βαθιά.
- Χρησιμοποιήστε τη φαντασία. Βιώστε νοερά μια χαλαρωτική εμπειρία είτε από τη μνήμη είτε από τη φαντασία σας.
- Εφαρμόστε αυτές τις ασκήσεις καθημερινά. Μάθετε να τις χρησιμοποιείτε αυτόματα όταν βρίσκεστε σε καταστάσεις που προκαλούν ένταση
β) Γνωστική αναδόμηση: με απλά λόγια, αυτό σημαίνει αλλαγή του τρόπου σκέψης του ατόμου. Οι άνθρωποι που θυμώνουν, προσβάλλουν ή απαξιώνουν λεκτικά άλλους ανθρώπους. Ο τρόπος λεκτικής τους έκφρασης αντανακλά έναν τρόπο σκέψης υπερβολικό και δραματικό που αντανακλά τις εσώτερες σκέψεις τους. Η γνωστική αναδόμηση προτείνει την αντικατάσταση αυτών των παράλογων σκέψεων με άλλες, πιο λογικές. Για παράδειγμα, αντί να λέει κάποιος στον εαυτό του: «αυτό που συνέβη είναι φοβερό, τώρα όλα καταστράφηκαν», είναι καλύτερα να λέει: «είναι δύσκολο και είναι κατανοητό και αποδεκτό ότι στενοχωρήθηκα γι’ αυτό, αλλά δεν είναι το τέλος του κόσμου και με το να θυμώνω δεν μπορώ να διορθώσω τίποτα».
Η λογική αντιμάχεται το θυμό, επειδή ο θυμός, ακόμα και αν είναι δικαιολογημένος, μπορεί αμέσως να γίνει παράλογος. Γι’ αυτό, λοιπόν, προσπαθήστε να σκεφτείτε με την ψυχρή λογική. Υπενθυμίστε στον εαυτό σας ότι ο κόσμος «δεν υπάρχει για να σας κατατρέχει», «απλά ζείτε κάποιες από τις δυσκολίες της καθημερινής ζωής».
Πείτε αυτά τα λόγια στον εαυτό σας κάθε φορά που νιώθετε το θυμό να σας αποδυναμώνει, και θα σας βοηθήσουν να δείτε τα πράγματα από μια πιο ισορροπημένη προοπτική. Υπενθυμίστε, ακόμη, στον εαυτό σας ότι με το να θυμώνει δε διορθώνεται τίποτα και ούτε πρόκειται αυτό να σας κάνει να νιώσετε καλύτερα (στην πραγματικότητα, μπορεί να σας κάνει να νιώσετε χειρότερα).
Οι θυμωμένοι άνθρωποι έχουν την τάση να ζητούν: δικαιοσύνη, σεβασμό, συμφωνία, επιθυμία να γίνονται τα πράγματα με το δικό τους τρόπο. Σαν μέρος της γνωστικής τους αναδόμησης, τα άτομα που θυμώνουν πολύ θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν την απαιτητική τους φύση και να μεταφράσουν/ να επαναπροσδιορίσουν τις προσδοκίες τους σε επιθυμίες. Με άλλα λόγια, το να πουν «θα ήθελα» κάτι, είναι υγιέστερο από το να πουν «απαιτώ» ή «πρέπει να έχω» κάτι.
γ) Επίλυση προβλημάτων: Μερικές φορές ο θυμός και η σύγχυση προκαλούνται από πραγματικά και αναπόδραστα προβλήματα της ζωής μας. Ο θυμός συχνά είναι σωστός και αποτελεί μια υγιή αντίδραση στις δυσκολίες αυτές. Υπάρχει επιπλέον μια πολιτισμική πεποίθηση ότι κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του και αυτό επιτείνει την απογοήτευσή μας, όταν διαπιστώνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει πάντα. Η καλύτερη στάση για να αντιμετωπίσουμε μια τέτοια κατάσταση είναι να επικεντρωθούμε όχι στη λύση του προβλήματος, αλλά στον τρόπο που θα χειριστούμε και θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα. Είναι ιδιαίτερα βοηθητικό το άτομο να είσαι σε θέση να καταστρώνει ένα σχέδιο για κάθε θέμα που το απασχολεί, να κάνει ένα πλάνο και να ελέγχει την πρόοδο του.
δ) Καλύτερη επικοινωνία: οι άνθρωποι που θυμώνουν, καταλήγουν αμέσως σε συμπεράσματα και μερικά από αυτά τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά ανακριβή. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνει κάποιος ο οποίος εμπλέκεται σε μία συζήτηση που γίνεται σε υψηλούς τόνους είναι να επιβραδύνει το ρυθμό του και να σκεφτεί τις αντιδράσεις του, σκεπτόμενος προσεκτικά αυτό που έχει να πει. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να ακούσει προσεκτικά αυτό που έχει το άλλο άτομο να πει. Η προσεκτική ακρόαση βοηθά το άτομο να καταλάβει αυτό που βρίσκεται κάτω από το θυμό. Επιπλέον, προσπαθήστε να αντιληφθείτε τι είναι αυτό που βρίσκεται πίσω από τις λέξεις που χρησιμοποιείτε. Για παράδειγμα, εσείς επιθυμείτε ελευθερία και προσωπικό χώρο, ενώ το άτομο που είναι σημαντικό για σας επιθυμεί μια ζεστή και στενή σχέση. Αν αυτός/ή αρχίζει να παραπονείται για τις δραστηριότητές σας, μην ανταποδίδετε κατηγορώντας τον/την ως δεσμοφύλακα ή ως θηλιά στο λαιμό σας.
ε) Χιούμορ: το χιούμορ βοηθά πολύ στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του θυμού. Μπορεί να βοηθήσει κάποιον να δει τα πράγματα στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις και πιο ισορροπημένα. Υπάρχουν δύο επιφυλάξεις στη χρήση του χιούμορ. Πρώτον, να μην προσπαθεί κάποιος να «κοροϊδεύει» και να υποτιμά τα προβλήματά του σε μια προσπάθεια να τα αποφύγει, αλλά μάλλον να χρησιμοποιεί το χιούμορ προσπαθώντας να τα αντιμετωπίζει πιο εποικοδομητικά. Δεύτερον, να μην ενδίδει στο σαρκαστικό, σκληρό χιούμορ, διότι αυτό είναι άλλη μια μορφή μη υγιούς έκφρασης του θυμού.
στ) Αλλαγή περιβάλλοντος: Πολλές φορές το άμεσο περιβάλλον μας αποτελεί αιτία εκνευρισμού και σύγχυσης. Διάφορα προβλήματα και υποχρεώσεις μπορούν να σας επιβαρύνουν και να σας κάνουν να θυμώσετε με τα εμπόδια που σας έχουν τύχει και σχετίζονται με πρόσωπα και πράγματα του περιβάλλοντός σας.
Δώστε στον εαυτό σας την ευκαιρία να κάνει ένα διάλειμμα. Εξασφαλίστε προσωπικό χρόνο σε εκείνες τις στιγμές της ημέρας που γνωρίζετε ότι είναι οι πιο στρεσογόνες.
Έπειτα από αυτό το σύντομο, ήρεμο διάλειμμα, αισθάνεστε καλύτερα προετοιμασμένος να αντιμετωπίσετε τις απαιτήσεις των καταστάσεων, χωρίς να ξεσπάτε πάνω τους.
Μπορούν να βοηθήσουν και τα παρακάτω:
- Χρονική συγκυρία:
Αν εσείς και ο/η σύντροφός σας μαλώνετε όταν συζητάτε το βράδυ –ίσως γιατί είστε κουρασμένοι ή έξαλλοι ή απλά γιατί σας έχει γίνει συνήθεια– προσπαθήστε να αλλάξετε τη χρονική στιγμή που συζητάτε σημαντικά θέματα, έτσι ώστε αυτές οι συζητήσεις να μην μετατραπούν σε καυγάδες.
- Αποφυγή:
Αν η ακαταστασία του δωματίου του συγκατοίκου σας, σας κάνει να θυμώνετε κάθε φορά που την αντικρίζετε, απλά κλείστε την πόρτα. Αποφύγετε γενικά να παρατηρείτε πράγματα που σας εξοργίζουν. Μην πείτε «ο συγκάτοικός μου θα έπρεπε να καθαρίσει το δωμάτιό του για να μη με εξοργίσει». Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι να προσπαθήσετε να κρατήσετε την ψυχραιμία σας.
- Εύρεση εναλλακτικών λύσεων:
Αν το κυκλοφοριακό πρόβλημα σας ενοχλεί αφόρητα, μάθετε μια διαφορετική διαδρομή χωρίς κυκλοφοριακή συμφόρηση και περισσότερο όμορφη. Διαφορετικά, βρείτε άλλη εναλλακτική λύση, όπως το να πάρετε ποδήλατο ή να πάτε με τα πόδια.
Όσον αφορά την περίπτωση του γονιού, για να διαχειριστεί το θυμό του παιδιού του, χρειάζεται να ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη διαχείριση του δικού του θυμού. Αναγνωρίζοντας και κατανοώντας τις δικές του αντιδράσεις, συνειδητοποιεί τι είδους πρότυπο αποτελεί για το παιδί του. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το θυμό του εξαρτάται από το γονικό τύπο (parenting style) στον οποίο ανήκει, καθώς και από τα βιώματά του από τη δική του παιδική ηλικία.
Η Παππά (2013), κάνοντας αναφορά στους Weil και Marden (2008), αναφέρει ότι εκείνοι προτείνουν ένα μοντέλο διαχείρισης του θυμού των γονιών που συνίσταται στα ακόλουθα:
Αναγνώριση από το άτομο των μηνυμάτων που μεταφέρει σχετικά με το θυμό. Αν το άτομο αφιερώσει λίγο χρόνο για να θυμηθεί το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε, κλείσει τα μάτια του και ανακαλέσει μια σκηνή θυμού, σκεφτεί τις ακόλουθες ερωτήσεις και καταγράψει τις απαντήσεις του, θα μπορέσει να κατανοήσει καλύτερα τις αντιδράσεις του.
- Πώς εκφραζόταν ο θυμός στην οικογένειά μου όταν ήμουν παιδί;
- Τι σκεφτόμουν και τι ένιωθα γι’ αυτό; Πώς αντιδρούσα;
- Μου επιτρεπόταν να θυμώνω;
Τα λεκτικά και μη λεκτικά μηνύματα που εκπέμπονταν σχετικά με το θυμό επηρέαζαν σαφώς τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν κάποιος όταν ήταν παιδί. Αν ο θυμός καταπιεζόταν, είναι πιθανό να κατηγορεί κάποιος τον εαυτό του ή τους άλλους όταν αυτός εκφράζεται με εκρηκτικό τρόπο και να προσπαθεί να τον καταπνίγει, αρνούμενος φυσικά ότι είναι θυμωμένος και λέγοντας ότι δεν πρέπει να θυμώνει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι γύρω του. Αν ο θυμός γινόταν αντικείμενο κοροϊδίας και χλευασμού ή δεν αντιμετωπιζόταν σοβαρά, απορεί να προσπαθεί να τον προσπεράσει. Αν ο θυμός εκφραζόταν με την άσκηση σωματικής βίας ή λεκτικής επιθετικότητας, αυτό μπορεί να προκαλέσει φόβο όταν εκδηλώνονται συναισθήματα θυμού, φόβος για απώλεια ελέγχου ή όσον αφορά τις προεκτάσεις που μπορεί αυτός να πάρει ως επιθετική συμπεριφορά. Αν ο θυμός θεωρούνταν ως κάτι ασήμαντο και επουσιώδες, τότε το άτομο θεωρεί ότι δεν υπάρχει λόγος να θυμώνει, διότι ο θυμός δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι, εφόσον κανείς δεν τον λαμβάνει υπόψη. Αν ένα άτομο στην οικογένεια είχε βίαιες εκρήξεις θυμού, οι άλλοι μπορεί να ήταν πολύ φοβισμένοι για να αντιδράσουν και γι’ αυτό μπορεί να εξέφραζαν το θυμό τους με ψυχρότητα ή με σαρκαστικά σχόλια.
Αν μπορέσει κάποιος να διακρίνει το πρότυπο που έχει παραλάβει από την οικογένειά του, αυτό θα του δώσει την ελευθερία να κάνει τις αλλαγές που επιθυμεί, καθορίζοντας το παρόν του. Όταν κάποιος θυμώνει, συχνά επιτίθεται και κατηγορεί. Τα μηνύματα που εκφέρονται με το «εσύ», συνήθως αποτελούν κατηγορίες και επικρίσεις. Συχνά, αυτές εμπεριέχουν απαξιωτικές, υποτιμητικές και υβριστικές λέξεις και εκφράσεις, καθώς και λέξεις όπως «ποτέ» και «πάντα». Αντί να καταφύγει κάποιος σε μηνύματα σε δεύτερο πρόσωπο, μπορεί να χρησιμοποιήσει μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του θυμού του. Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων τότε γίνεται πολύ διαφορετική και πολύ πιο λειτουργική. Έτσι, αντί να πει ένας γονιός στο παιδί:
«Πάλι δεν καθάρισες το δωμάτιο σου! Το έκανες χάλια! Πάλι δεν μου έδωσες καμιά σημασία! Δεν υπάρχει πιο αδιάφορο παιδί! Γιατί δεν ακούς ποτέ αυτά που σου λέω;»
Θα μπορούσε να πει:
«Είχα μια πολύ δύσκολη μέρα σήμερα, γι’ αυτό είμαι πολύ θυμωμένος/-η που βλέπω όλα αυτά τα πράγματά σου κάτω στο πάτωμα. Θα ήθελα να με βοηθήσεις να το καθαρίσουμε αμέσως».
Αν το παιδί ακούσει το γονιό του να του μιλά μ’ αυτό τον τρόπο θα ξέρει ακριβώς το λόγο για τον οποίο αυτός θύμωσε, όπως και τι θα μπορούσε ακριβώς να κάνει για να επανορθώσει. Δεν θα ένιωθε ότι το κατηγορούν ή ότι το επικρίνουν και γι’ αυτό θα ήταν περισσότερο πρόθυμο να βάλει τάξη στην ακαταστασία. Πρόκειται για μια συναλλαγή γονιού-παιδιού που ενθαρρύνει την κατανόηση και την εγγύτητα, και δεν οδηγεί σε αποξένωση και πικρία.
Πότε θυμώνει όμως ένα παιδί; Ένα παιδί θυμώνει όταν δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες του. Οι ανάγκες αυτές συνήθως είναι: η ανάγκη για αυτονομία, για εκτίμηση, για προσοχή και για αποδοχή. Όταν ένα παιδί -αλλά και ένας ενήλικος- νιώθει ότι δεν ενεργεί αυτόνομα, ότι δεν το εκτιμούν, ότι δεν του δίνουν την απαραίτητη προσοχή και ότι δεν το αποδέχονται, τότε συνήθως θυμώνει. Εκτός από ένα πιο οργανωμένο και μεθοδευμένο μοντέλο διαχείρισης θυμού, προτείνονται και κάποιες τεχνικές με στόχο τον άμεσο κατευνασμό του. Οι γονείς θα μπορούσαν να προτείνουν στα παιδιά τους:
- να γράψουν γι’ αυτό που τα θυμώνει (όταν είναι πιο μεγάλα),
- να μιλούν για το θυμό τους,
- να ζωγραφίζουν το θυμό τους,
- να έχουν ένα «μαξιλάρι θυμού» για να το χτυπούν, όταν νιώθουν θυμό,
- να επιδίδονται σε κάποιου είδους σωματική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να απελευθερώσει το θυμό με ένα θετικό τρόπο και μέσα σε ένα ασφαλές γι’ αυτά περιβάλλον.
Διεκδικητική και επιθετική συμπεριφορά
Ο θυμός μπορεί να εκφραστεί παραγωγικά μέσα από τη διεκδικητική συμπεριφορά και ευθύνη όλων των ενηλίκων είναι να εισάγουν τα παιδιά σε δεξιότητες διεκδικητικής συμπεριφοράς. Διεκδικητική συμπεριφορά είναι η ικανότητα ενός ατόμου να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του με ειλικρίνεια, ευθύτητα, ευγένεια και σεβασμό, χωρίς να παραγνωρίζει τα δικαιώματα των άλλων. Η εκπαίδευση στη διεκδικητικότητα συνδέεται άρρηκτα με την εκπαίδευση στη συναισθηματική νοημοσύνη. Όταν τα παιδιά εισάγονται σε δεξιότητες διεκδικητικής συμπεριφοράς, η επιθετικότητά τους μειώνεται, καθώς έχει βρεθεί ότι η επιθετικότητα συσχετίζεται με ελλιπείς δεξιότητες διεκδικητικότητας (Sanz de Acedo Lizarraga, Ugarte Martinez, Cardelle-Elawar, Iriarte Iriarte & Sanz de Acedo Baquedano, ό.α. στο Παππά, 2013). Οι φράσεις του γονιού που εμπεριέχουν μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο εκφράζουν διεκδικητικότητα και εστιάζουν στις ανάγκες και τα συναισθήματα του ατόμου που τα εκφέρει, χωρίς να τα επιρρίπτει σε κάποιο άλλο άτομο.
Μήνυμα σε δεύτερο πρόσωπο:
«Είσαι τόσο τεμπέλης/-α! Πάντα αφήνεις το πιάτο σου πάνω στο τραπέζι! Μήπως νομίζεις ότι είμαι σκλάβος/-α σου;»
Μήνυμα σε πρώτο πρόσωπο:
«Θυμώνω όταν βλέπω το πιάτο σου πάνω στο τραπέζι! Θα το εκτιμούσα πολύ αν με βοηθούσες λίγο στο μάζεμα των πιάτων/»
Όταν κάποιος εκφράζεται με μηνύματα σε πρώτο πρόσωπο τον βοηθά να συνειδητοποιήσει τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του ανάγκες. Επίσης, βοηθά τους άλλους να τον καταλάβουν και να μάθουν αυτό που θέλει, χωρίς επικρίσεις. Ακόμη, είναι σαφής και άμεσος, και τέλος, δίνει ένα παράδειγμα στο παιδί του σχετικά με το πώς να επικοινωνεί.
Μία δυσλειτουργική σκέψη που κάνουν οι άνθρωποι που θυμώνουν είναι ότι «τα πράγματα πρέπει να γίνονται με τον τρόπο μου». Οι προσδοκίες, όταν δεν είναι ρεαλιστικές, συνήθως γεννούν θυμό και ο θυμός, με τη σειρά του, συχνά οδηγεί σε επιθετική συμπεριφορά. Επίσης, οι έννοιες επιθετική συμπεριφορά και διεκδικητική συμπεριφορά συχνά συγχέονται, με αποτέλεσμα να προσδίδεται λανθασμένα ο όρος διεκδικητικότητα στην επιθετική συμπεριφορά. Σπανίως συμβαίνει το αντίστροφο. Η διεκδικητική συμπεριφορά αφορά την υγιή και παραωγική έκφραση του θυμού, ενώ η επιθετική συμπεριφορά συνήθως πυροδοτεί μη παραγωγικές εκρήξεις.
Είναι σημαντικό για τους γονείς να φροντίζουν τον εαυτό τους, να φροντίζουν να έχουν αρκετή χαρά και ικανοποίηση στη ζωή τους. Να αναλύουν τα γεγονότα που τους προκαλούν θυμό και να προσπαθούν να βρίσκουν τρόπους να τα αποφεύγουν. Να προσπαθούν να αναδιοργανώνουν το περιβάλλον τους, ώστε να αποφεύγουν τις συνεχόμενες αιτίες πρόκλησης θυμού. Να είναι ρεαλιστικοί στις προσδοκίες που έχουν από τα παιδιά. Να προσπαθούν να μπαίνουν στη θέση του παιδιού. Να προσπαθούν να φαντάζονται τι είναι αυτό που τους συμβαίνει ή απλώς να τα ρωτούν (Παππά, 2008). Όταν οι γονείς αποτελούν πρότυπα διεκδικητικής και όχι επιθετικής συμπεριφοράς, παρέχουν στα παιδιά τους το καλύτερο εφόδιο σχετικά με την παραγωγική διαχείριση του θυμού τους.
«Η ζωή μπορεί να είναι γεμάτη από απογοητεύσεις, πόνο, απώλεια και από απροσδόκητες αντιδράσεις των άλλων ανθρώπων. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να αλλάξεις. Εκείνο που μπορείς όμως να αλλάξεις είναι ο τρόπος με τον οποίο αφήνεις τέτοιου είδους γεγονότα να σε επηρεάζουν. Ελέγχοντας τις αντιδράσεις του θυμού σου μπορείς να προστατέψεις τον εαυτό σου από το να γίνεις περισσότερο δυστυχισμένος μακροπρόθεσμα».
Βιβλιογραφία:
- American Psychological Association (2011). Controlling anger before it controls you. Διαθέσιμο: http://www.apa.org/topics/anger/control.aspx#. Ανασύρθηκε: 10/03/2011.
- Μπρούμου, Μ. (2015). Θέματα Οικογενειακής Ψυχολογίας: Εγχειρίδιο για γονείς. Αθήνα: Bookstars.
- Παππά, Β. (2008). Γονείς, παιδιά και ΜΜΕ. Ένας οδηγός γονικής συμπεριφοράς. Αθήνα: Καστανιώτης.
- Παππά, Β. (2013). Η Λογική των Συναισθημάτων. Συναισθηματική Ανάπτυξη και Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.