Ως γονείς είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι θα υπάρξουν πράγματα που δεν θα γνωρίζουμε πώς να τα χειριστούμε, ούτε θα μπορεί κάποιος να μας συμβουλεύσει. Σε όλες τις περιπτώσεις, και κυρίως σ’ αυτές που δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε, είναι αρκετά βοηθητικό να θυμόμαστε ότι: ενημερώνουμε τα παιδιά μας με ειλικρίνεια για τα γεγονότα που άλλαξαν τη ζωή τους, τους δίνουμε την ευκαιρία να εκφραστούν άμεσα ή έμμεσα, στεκόμαστε πλάι τους, αποδεχόμαστε όλες τις εκδηλώσεις του θρήνου τους, βοηθώντας τα, όχι να ξεχάσουν αλλά να νοηματοδοτήσουν ξανά και ξανά τις εμπειρίες αυτές και να τις εντάξουν στην ιστορία της δικής τους ζωής. Όταν εμείς, ως ενήλικες, πιστέψουμε στην ικανότητά τους να τα βγάλουν πέρα με τις αντιξοότητες της ζωής και μεταδώσουμε στα παιδιά αυτήν την πεποίθησή μας, τότε μέσα από το δικό μας βλέμμα, θα διατηρήσουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους και αισιοδοξία για τη ζωή, στοιχεία που θα συμβάλουν ουσιαστικά στην καλλιέργεια της ψυχικής τους ανθεκτικότητας (Cyrulnik, ό.α στο Παπαδάτου 2005).
A. Στάδια στην οικογενειακή διάσπαση |
Η οικογενειακή διάσπαση και το διαζύγιο είναι μία μακριά διαδικασία που περνά ορισμένα στάδια και προκαλεί αλλαγές στα χαρακτηριστικά του οικογενειακού συστήματος. Η συζυγική σχέση καταστρέφεται, αλλά το μέλλον των υπολοίπων σχέσεων (γονιού-γονιού, γονιού-παιδιού, παιδιού-παιδιού) θα εξαρτηθεί από το πως θα λυθούν τα προβλήματα που προκαλούνται σε κάθε στάδιο. Η διαδικασία της οικογενειακής διάσπασης ακολουθεί πέντε στάδια:
α) Στάδιο αναγνώρισης του προβλήματος (cognition). Αρχίζει από τη στιγμή που ο ένας σύντροφος αναγνωρίζει ότι η συζυγική του σχέση ευθύνεται για την προσωπική του δυστυχία.
β) Στάδιο μετά την αναγνώριση του προβλήματος (metacognition). Εμφανίζεται όταν η αποτυχία του γάμου συζητείται ανοιχτά στην οικογένεια. Οι παλιοί ρόλοι καταργούνται και η οικογένεια δοκιμάζει καινούριους.
γ) Στάδιο φυσικού αποχωρισμού (physical separation). Χαρακτηρίζεται από αποδιοργάνωση και αίσθημα απώλειας. Οι δύο γονείς και τα παιδιά είναι αβέβαιοι για το μέλλον. Απρόσμενα οικονομικά και συναισθηματικά προβλήματα μπορεί να εμφανισθούν ξαφνικά και να προκαλέσουν δυσκολία σε όλους. Η περίοδος του αποχωρισμού αποτελεί την οξεία φάση του διαζυγίου, η οποία χαρακτηρίζεται από τις μεγαλύτερες αλλαγές και διαρκεί περίπου δύο χρόνια. Στο ένα τρίτο των περιπτώσεων, οι προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στους γονείς συνεχίζονται για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και εξακολουθούν τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά το διαζύγιο. Οι μελέτες δείχνουν ότι σ' αυτές τις περιόδους τα παιδιά δυσκολεύονται στην προσαρμογή. Τα δύο σημαντικότερα γεγονότα για τα παιδιά σ' αυτό το στάδιο είναι η ανακοίνωση του διαζυγίου και η αποχώρηση του ενός γονιού. Η αντίδρασή τους σ' αυτά τα γεγονότα δεν είναι προγνωστική για τη μετέπειτα προσαρμογή τους.
δ) Στάδιο επαναδιοργάνωσης (reorganization). Η πυρηνική οικογένεια μετατρέπεται σε διπυρηνική με την οργάνωση των δύο σπιτιών. Εξακολουθούν οι αλλαγές στη ζωή των παιδιών, αλλά με τρόπο περισσότερο προβλέψιμο. Θα πρέπει να συνηθίσουν τις καινούργιες σχέσεις των γονιών τους και, συχνά, τους καινούργιους ερωτικούς/ σεξουαλικούς τους συντρόφους. Ανησυχούν για την υγεία του γονιού που έχει φύγει και για τη σχέση του μαζί τους, ιδιαίτερα όταν έχουν ξαναπαντρευτεί.
ε) Στάδιο επαναπροσδιορισμού (redefinition). Τα μέλη της οικογένειας επαναπροσδιορίζουν τους ρόλους τους. Το κρίσιμο σημείο, για να συνεχισθούν οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, είναι να διευρυνθεί η θεώρηση της οικογένειας, ώστε να περιλάβει τους νέους συντρόφους των πρώην συζύγων και να συμβιβάσει τα δύο νοικοκυριά. Όπου υπάρχει κοινωνική άρνηση στο να γίνουν αποδεκτές οι νέες οικογενειακές δομές, είναι πολύ δύσκολη η αλλαγή ώστε να περιληφθούν στην οικογένεια όλα τα μέλη.
Κάθε στάδιο σ'αυτή τη μετάβαση χρειάζεται χρόνο και μία σειρά από δύσκολες αποφάσεις(Τσίτουρα, 2005).
B. Στάδια προσαρμογής των γονέων μετά το διαζύγιο |
Ο χωρισμός των γονέων και το διαζύγιο αποτελεί μια πολυσύνθετη διαδικασία με ποικίλες αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής όλων των μελών της οικογένειας και με διαφορετικά στάδια προσαρμογής. Σε ό,τι αφορά στην προσαρμογή των γονέων μετά το διαζύγιο ο Bohannon (ό.α. Χατζηχρήστου, 1999, 2005) αναφέρει ότι πρόκειται για μια διαδικασία που αποτελείται από έξι "στάδια" σε διάφορους τομείς, των οποίων η σειρά και η ένταση ποικίλουν από άτομο σε άτομο. Τα στάδια αυτά είναι τα εξής:
α) Το συναισθηματικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία οι σύζυγοι αρχίζουν να συνειδητοποιούν τη συναισθηματική απομάκρυνση στη σχέση τους, την απογοήτευση, την έλλειψη εμπιστοσύνης ενώ επικεντρώνονται σε αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τον/ την σύζυγο και το γάμο τους.
β) Το νομικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία ο ένας ή/ και οι δύο σύζυγοι αναζητούν τη βοήθεια δικηγόρου, προκειμένου να προχωρήσουν στην αγωγή διαζυγίου.
γ) Το οικονομικό διαζύγιο: κατά τη φάση αυτή γίνεται η διευθέτηση της κοινής περιουσίας των συζύγων και οι ρυθμίσεις σχετικά με τη διατροφή της συζύγου και των ανήλικων παιδιών.
δ) Το διαζύγιο από τον κοινό γονεϊκό ρόλο: είναι η φάση κατά την οποία διευθετούνται όλα τα ζητήματα σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών και τα δικαιώματα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια. Ο Bohannon θεωρεί ότι η φάση αυτή συνδέεται με τον πιο έντονο ψυχικό πόνο, ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια, καθώς αποτελεί πηγή συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων.
ε) Το διαζύγιο από την κοινότητα: είναι το στάδιο που συνδέεται με τις αλλαγές που επέρχονται στον κοινωνικό κύκλο φίλων και γνωστών, στα αντίστοιχα προβλήματα μοναξιάς και κοινωνικής απομόνωσης και στην αναζήτηση υποστήριξης από άλλα άτομα, ομάδες και κοινωνικούς ρόλους.
στ) Το ψυχικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία μετά από μια συνεχή και επίπονη διαδικασία επιτυγχάνεται σταδιακά η "απεξάρτηση" του ενός συζύγου από τον άλλον, ο χωρισμός του εαυτού από την προσωπικότητα και την επίδραση του άλλου συζύγου. Ο Bohannon υποστηρίζει ότι αν και αυτή η φάση είναι η πιο δύσκολη της όλης διαδικασίας, προσφέρει τη μεγαλύτερη ευκαιρία για ατομική ανάπτυξη και εξέλιξη (Χατζηχρήστου, 1999, 2005).
Γ. Αποτελέσματα της οικογενειακής διάσπασης στα παιδιά |
Το αποτέλεσμα που προκύπτει για το παιδί από τη διάσπαση της οικογένειας συνδέεται με παράγοντες μέσα και έξω από την οικογένεια, όπως την ηλικία του παιδιού, το φύλο, το αναπτυξιακό του στάδιο, τη φύση και τη διάρκεια της οικογενειακής διάσπασης, την ωριμότητα και την ικανότητα των γονέων να αντεπεξέρχονται δύσκολες καταστάσεις, την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, το κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο και την επικοινωνία των γονιών μετά το διαζύγιο (Τσίτουρα, 2005).
Σύμφωνα με τη Μυρτώ Νίλσεν (2002) όταν ανακοινώνουν οι γονείς την απόφασή τους (απόφαση που τα παιδιά έχουν ήδη υποψιαστεί από καιρό) και ο χωρισμός πλέον καθίσταται πραγματικότητα, τα παιδιά των διαφόρων ηλικιών εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους μέσα από ποικίλες αντιδράσεις, όπως: άρνηση (εγώ δεν θέλω να χωρίσετε …), θυμό (γιατί να φύγει ο μπαμπάς από το σπίτι,;), ανασφάλεια, την οποία τους προκαλεί η αβεβαιότητα για το δικό τους μέλλον (εγώ τι θα γίνω, που θα πάω, με ποιον θα μείνω;), ή ακόμα και ένα είδος υπαρξιακού άγχους γύρω από τη ζωή και το θάνατο (κι αν φύγει και ο άλλος γονιός...).
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, πολλά παιδιά βιώνουν το χωρισμό των γονιών τους σαν ένα ναρκισσιστικό πλήγμα, αφού τα ίδια δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν τη ροή των πραγμάτων. Τότε όχι μόνο βιώνουν την κατάρρευση του κόσμου μέσα από τον κλονισμό της δικής τους οικογένειας, αλλά αναγκάζονται να παραδεχθούν και πόσο ανίσχυρα είναι τελικά - εκείνα, που ως τώρα πίστευαν απόλυτη την παντοδυναμία τους.
Σε μερικές οικογένειες το διαζύγιο συνοδεύεται από ανακούφιση μετά από τη χρόνια ένταση και διαμάχη, σε άλλες συνοδεύεται από περισσότερο άγχος, πίεση και δυσκολίες. Συχνά έχει ακουστεί η γνώμη ότι ένα καλό διαζύγιο είναι προτιμότερο από έναν κακό γάμο. Και, οπωσδήποτε, αυτή τη γνώμη συμμερίζονται όσοι κουβαλούν μέσα τους τους καβγάδες των γονιών τους, τη ζοφερή ατμόσφαιρα ενός σπιτιού που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να μετατραπεί σε πεδίο μάχης, τις άγριες εικόνες μιας βίας που -σαν παιδιά που ήταν- δεν μπορούσαν να σταματήσουν, ή ακόμα και αυτόν το φόβο, τον αδήλωτο φόβο, για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα, η επόμενη ώρα, η επόμενη στιγμή. Απέναντι σε έναν τέτοιο κακό γάμο όμως τι βάρος μπορεί να έχει ένα καλό διαζύγιο; «Παντρεύονται», καταρχάς, αυτές οι αντιφατικές λέξεις; Μπορεί κανείς να αποκαλέσει καλό κάτι που φέρνει τόσο πόνο;
Κι όμως, αν δώσουμε στη λέξη «καλό» την έννοια του λιγότερου τραυματικού, τότε, πράγματι, ένα διαζύγιο μπορεί όχι μόνο να σηματοδοτήσει το τέλος μιας οδυνηρής περιόδου στην ιστορία ενός ζευγαριού αλλά και να προμηνύσει γι' αυτούς τους ανθρώπους ένα άνοιγμα προς μια πιο ισορροπημένη σχέση, τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τον περίγυρο.
Δ. Αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο και αναπτυξιακό στάδιο |
Στη συνέχεια αναφέρονται πολύ συνοπτικά οι άμεσες και βραχυχρόνιες αντιδράσεις των παιδιών, συνήθως κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών, μετά το χωρισμό των γονέων τους (για μία εκτενή περιγραφή των άμεσων αντιδράσεων των παιδιών στο χωρισμό των γονέων βλ. Χατζηχρήστου, 1999). Οι αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο επηρεάζονται από το αναπτυξιακό τους στάδιο, γι' αυτό θα περιγραφούν για κάθε ηλικιακή ομάδα ξεχωριστά.
- Βρεφική ηλικία: 0-2 χρόνων. Η περίοδος από τη σύλληψη μέχρι τη γέννηση είναι περίοδος υψηλού κινδύνου. Οι μόνες μητέρες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να γεννήσουν παιδιά μικρού βάρους, που έχουν μεγαλύτερη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Το βρέφος απαντά κυρίως στις συναισθηματικές αντιδράσεις αυτού που το φροντίζει. Μπορεί να είναι περισσότερο ανήσυχο, να έχει κολικούς, αυξημένο κλάμα, προβλήματα στον ύπνο και άγχος, δεν μπορεί να προσφέρει κατάλληλα ερεθίσματα για την ψυχοκινητική του ανάπτυξη, με αποτέλεσμα ψυχοκινητική καθυστέρηση. Ευτυχώς τα πολύ μικρά βρέφη φαίνεται ότι καλύπτουν τις περισσότερες ανάγκες τους με την επίμονη απαίτησή τους (Τσίτουρα, 2005).
- Προσχολική ηλικία: 3-5 χρόνων. Τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών έχουν δείξει ότι ο φόβος, η θλίψη, το άγχος, ο θυμός, η επιθετικότητα, οι παλινδρομήσεις, οι διαταραχές ύπνου, οι διαταραχές στο φαγητό, η σύγχυση, οι ενοχές, οι αυτοκατηγορίες, η συναισθηματική εξάρτηση και οι αυξημένες αυτοερωτικές δραστηριότητες αποτελούν αναμενόμενες αντιδράσεις στην κρίση χωρισμού των γονέων κατά την αρχική περίοδο του θρήνου των παιδιών της προσχολικής ηλικίας (Hetherington, Cox & Cox, 1979α, 1979β. Wallerstein & Kelly, 1975, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005). Από τα ίδια αποτελέσματα προκύπτει ότι τα παιδιά της ηλικίας αυτής είναι ιδιαίτερα ευάλωτα εξαιτίας της γνωστικής τους αδυναμίας να κατανοήσουν το χωρισμό των γονέων τους, καθώς επίσης ότι η βελτίωση της προσαρμογής των παιδιών μετά τον πρώτο χρόνο συνδέεται άμεσα με την επικοινωνία και την ποιότητα της σχέσης του γονέα πού έχει την επιμέλεια και του παιδιού (Hodges, Landis, Day & Odelberg, 1991, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005).
- Σχολική ηλικία: 6-11 χρονών. Τα αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι οι αναμενόμενες αντιδράσεις των παιδιών της σχολικής ηλικίας στην κρίση του χωρισμού των γονέων τους και των επακόλουθων αλλαγών είναι έντονη θλίψη, απόσυρση, ντροπή, φόβος, άγχος, φαντασιώσεις για προσωπική ευθύνη, θυμός, οργή, μετάθεση του θυμού για το διαζύγιο σε άτομα του οικογενειακού και του σχολικού περιβάλλοντος, προβλήματα διαπροσωπικής και ενδοπροσωπικής συμπεριφοράς στο σπίτι και στο σχολείο, αναζήτηση των αιτίων και επεξηγήσεων για το διαζύγιο και έντονες εσωτερικές συγκρούσεις προκειμένου να πάρουν "θέση" υπέρ του ενός ή του άλλου γονέα (Allison & Furstenberg, 1989. Guidubaldi, Cleminshaw, Perry & McLoughlin, 1983. Kurdek, Fine, & Sinclair, 1995. Wallestein & Kelly, 1976, 1980, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005). Τα αγόρια παρουσιάζουν περισσότερα εξωτερικευμένα προβλήματα συμπεριφοράς στο σπίτι και στο σχολείο και μείωση της σχολικής τους επίδοσης, ενώ τα κορίτσια έχουν περισσότερο εσωτερικευμένα προβλήματα συμπεριφοράς. Οι αντιδράσεις των παιδιών αυτής της ηλικίας χαρακτηρίζονται από την έντονη σύγκρουση μεταξύ αισθημάτων θυμού, οργής και "αφοσίωσης" προς τον ένα ή τον άλλο γονέα, γιατί τα παιδιά έχουν την ανάγκη να διασφαλίσουν την αγάπη και των δύο γονέων και αντιδρούν σε προσπάθειες των γονέων, που τα υποχρεώνουν να πάρουν "θέση" υπέρ του ενός ή του άλλου (Allison & Furstenberg, 1989, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005).
- Εφηβική ηλικία:12-18 χρονών. Βρίσκονται χωρίς την οικογενειακή βάση απ' την οποία, φυσιολογικά σ' αυτήν την ηλικία, θα απομακρύνονταν. Αυτό συχνά προκαλεί ανασφάλεια, μοναξιά και κατάθλιψη, η οποία μπορεί να εκφρασθεί με παραπτωματική συμπεριφορά, σχολική αποτυχία, χρήση ουσιών ή με συχνή αλλαγή σεξουαλικών συντρόφων. Αναρωτιούνται για τη δική τους ικανότητα να κάνουν έναν επιτυχημένο γάμο και ανησυχούν για το μέλλον, την εκπαίδευση και την οικονομική τους επάρκεια (Τσίτουρα, 2005). Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα ερευνών έχουν δείξει ότι, αν και οι έφηβοι έχουν τη γνωστική ικανότητα για πληρέστερη κατανόηση των λόγων του χωρισμού των γονέων τους, το διαζύγιο είναι γι αυτούς, ένα ιδιαίτερα οδυνηρό και δύσκολο στην αντιμετώπιση του γεγονός. Αυτό οφείλεται στο ότι οι έφηβοι χρειάζεται να αντιμετωπίσουν, συγχρόνως με τις έντονες αλλαγές σε όλους τους τομείς της ανάπτυξής τους, και τις επιπρόσθετες μεγάλες αλλαγές που είναι αποτέλεσμα του χωρισμού των γονέων τους. Οι έφηβοι νιώθουν έντονη θλίψη, ψυχικό πόνο, θυμό, προβλήματα διαπροσωπικής και ενδοπροσωπικής συμπεριφοράς στο σπίτι και στο σχολείο, μείωση της σχολικής επίδοσης, δυσκολίες στις σχέσεις με τους γονείς και δυσκολίες στην επίτευξη της αυτονομίας (Buchanan, Maccoby, & Dornbusch, 1991. Frost & Pakiz, 1990. Wallerstein & Kelly, 1980. Weiss, 1979, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005).
Ε. Καθοριστικοί παράγοντες για τη μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο |
Διαχρονικές έρευνες έχουν επισημάνει τη σπουδαιότητα ορισμένων καθοριστικών παραγόντων που διευκολύνουν τη μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών στο χωρισμό των γονέων τους. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι παράγοντες είναι οι ακόλουθοι (Guidubaldi & Perry, 1985. Kurdek, 1981. Wallerstein & Kelly, 1980. Wallerstein & Blakeslee, 1996. Walsh & Stolberg, 1989, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 1999, σελ. 160-161):
- Οι σχετικά μικρές οικονομικές επιπτώσεις στη μονογονεϊκή οικογένεια.
- Οι περιορισμένες συγκρούσεις και η μειωμένη εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.
- Η ύπαρξη ψυχικής υγείας και σταδιακής ισορροπίας των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο και η ικανότητά τους να καλύπτουν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών.
- Η ψυχολογική επάρκεια του παιδιού και η ικανότητά του να θέτει σε λειτουργία κατάλληλους μηχανισμούς αντιμετώπισης και προσαρμογής στο περιβαλλοντικό στρες.
- Η συνέπεια και η κοινή στάση των γονέων μετά το διαζύγιο ως προς την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την επίβλεψη των παιδιών καθώς και η ικανότητα του γονέα που έχει την επιμέλεια για την κατάλληλη διαπαιδαγώγηση και επίβλεψη του παιδιού.
- Οι κατάλληλες μέθοδοι ανατροφής και διαπαιδαγώγησης με συζήτηση, ποιοτική επικοινωνία, σταθερά όρια και προσδοκίες, συνεπή έλεγχο και επίβλεψη και ταυτόχρονα με μεγάλη εκδήλωση αγάπης και τρυφερότητας.
- Το συναισθηματικό κλίμα που επιτρέπει στο παιδί και σ' όλη την οικογένεια ανοιχτές συζητήσεις και έκφραση ανησυχιών σχετικά με τα ζητήματα του διαζυγίου.
- Η μεγαλύτερη συχνότητα και συνέπεια στην επικοινωνία και επαφή με τo γονέα πού δεν έχει την επιμέλεια.
- Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο σχολικό χώρο, όπως ο μικρότερος αριθμός παιδιών, οι παραδοσιακές τάξεις με οργάνωση και δομή, η μικρή απόσταση του σχολείου από το σπίτι.
- Η διάθεση φιλικών και συγγενικών προσώπων για στήριξη των μελών της μονογονεϊκής οικογένειας και συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες.
ΣΤ. Μύθοι σχετικά με το διαζύγιο |
Πολύ συχνά οι έρευνες σχετικά με τις επιδράσεις του διαζυγίου στους ανθρώπους που χωρίζουν, βασίζονται σε δεδομένα που προκύπτουν από την εξέταση ανθρώπων ένα ή δύο χρόνια μετά το χωρισμό. Όπως υποστηρίζουν οι Hetherington & Kelly (2002, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005) το διάστημα αυτό δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει με ασφάλεια σε συμπεράσματα σχετικά με τις επιδράσεις και κυρίως για τη διάκριση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων επιδράσεων. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με το ότι συνήθως δεν γίνονται συγκριτικές μελέτες μεταξύ παντρεμένων και διαζευγμένων ζευγαριών ώστε να καθοριστούν ποιες δυσκολίες είναι κοινές σε όλες τις οικογένειες και ποιες είναι ιδιαίτερες για τις οικογένειες στις οποίες το ζευγάρι έχει χωρίσει, οδηγεί συχνά σε κάποιους μύθους σχετικά με τις αντιλήψεις μας σχετικά με το διαζύγιο, οι συχνότεροι από τους οποίους σύμφωνα με τους Hetherington & Kelly είναι οι εξής:
- Το διαζύγιο είναι πάντα καταστρεπτικό για τα παιδιά. Ένα πολύ σημαντικό ποσοστό από τα παιδιά που έχουν βιώσει το χωρισμό των γονέων τους αναφέρονται σε αυτόν ως μια επώδυνη εμπειρία, ωστόσο στην πρώιμη νεανική ηλικία είχαν καταφέρει πολλά από τα αναπτυξιακά επιτεύγματα της ηλικίας τους: είχαν βάλει τις βάσεις για επιτυχημένη καριέρα, είχαν εδραιώσει σχέσεις οικειότητας και εγγύτητας και είχαν καταφέρει να οργανώσουν μια ζωή με νόημα και περιεχόμενο.
- Οι συνέπειες και οι επιλογές μετά από ένα διαζύγιο είναι δεδομένες και αναπόφευκτες. Μία αρνητική εμπειρία, όπως το διαζύγιο, αποτελεί έ να σημείο καμπής στη ζωή ενός άνθρωπου, ωστόσο η εμπειρία καθαυτή δεν καθορίζει την εξέλιξή του, καθώς μπορεί να γίνει αφετηρία για μια σειρά από άλλες θετικές αλλαγές. Η κατεύθυνση μιας αλλαγής δεν μπορεί ποτέ να είναι προκαθορισμένη, αφού πολλές φορές διαπιστώνεται ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό οι άνθρωποι μετά το διαζύγιο αποφασίζουν να πάρουν την ευθύνη της ζωής τους στα χέρια τους.
- Οι άνδρες είναι οι Μεγάλοι Νικητές μετά από ένα διαζύγιο. Αντίθετα με αυτό που συνήθως υποστηρίζεται, δύο στους τρεις γάμους σύμφωνα με την έρευνα αυτή έληξαν με πρωτοβουλία των γυναικών. Επιπλέον, οι γυναίκες είχαν καλύτερη συναισθηματική προσαρμογή από τους άνδρες και δημιούργησαν πιο εύκολα και γρήγορα κοινωνικό δίκτυο φίλων. Αν και η διαφορά στην οικονομική κατάσταση μεταξύ ανδρών και γυναικών εξακολουθεί να είναι αισθητά εις βάρος των γυναικών, η διαφορά αυτή αρχίζει να μειώνεται.
- Η απουσία του πατέρα -και συνεπώς οι οικονομικές δυσκολίες- είναι οι δύο μεγαλύτεροι παράγοντες επικινδυνότητας για τα παιδιά μετά από ένα διαζύγιο. Η συμβολή των πατέρων στην οικονομική, κοινωνική και συναισθηματική ευημερία ενός παιδιού είναι πολύ σημαντική. Ωστόσο, η φυσική παρουσία από μόνη της δεν είναι αρκετή και απαιτείται ενεργή και σταθερή πατρική παρουσία για να επιτευχθεί η καλή προσαρμογή του παιδιού. Αν ο πατέρας ήταν απών πριν το διαζύγιο, ο χωρισμός των γονέων δεν επιβαρύνει περαιτέρω το παιδί, ενώ μια σταθερή, υποστηρικτική σχέση με τη μητέρα μπορεί να ισοσταθμίσει τις συνέπειες από την έλλειψη του πατέρα και τις οικονομικές δυσχέρειες.
- Ο θάνατος και το διαζύγιο έχουν παρόμοιες συνέπειες στη ζωή ενός ατόμου. Τόσο ο θάνατος όσο και το διαζύγιο συνδέονται με την απουσία του ενός γονέα, ωστόσο τα παιδιά μετά το θάνατο ενός γονιού φαίνονται να εμφανίζουν λιγότερες δυσκολίες από αυτές που βιώνουν μετά το διαζύγιο των γονέων τους. Αυτό οφείλεται στο ότι μετά το θάνατο, ο γονέας που ζει φροντίζει συνήθως να μεταφέρει μια καλή εικόνα για τον γονιό που έχει πεθάνει στο παιδί του και ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας συμβολικής σχέσης. Αντιθέτως, στο διαζύγιο συχνά οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων έχουν ως αποτέλεσμα την προσπάθεια παρεμπόδισης της σχέσης με τον άλλο γονέα μέσα από κατηγορίες και σχόλια εις βάρος του άλλου γονέα. Επιπλέον το υποστηρικτικό δίκτυο για τις γυναίκες που έχουν βιώσει την απώλεια του συζύγου τους είναι πολύ πιο ισχυρό σε σχέση με τις διαζευγμένες γυναίκες. Τέλος, ενώ ο θάνατος "κλείνει" οριστικά ένα κεφάλαιο στη ζωή ενός ανθρώπου, στο διαζύγιο η επαφή των πρώην συζύγων, κυρίως όταν υπάρχουν παιδιά συχνά γίνεται αιτία αναζωπύρωσης των συγκρούσεων και του επακόλουθου πόνου που αυτές προκαλούν.
Συμπεράσματα: |
Σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι η υπόθεση της "παθολογίας" στις μονογονεϊκές οικογένειες ως του μοναδικού αποτελέσματος της δομής των οικογενειών αυτών ΕΙΝΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ.
Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι γενικά πολλά παιδιά προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται μετά το χωρισμό των γονέων τους και οι έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις μειώνονται σε διάστημα δύο ετών μετά το διαζύγιο (Χατζηχρήστου, 1999). Ειδικότερα, σε μία από τις σημαντικότερες διαχρονικές έρευνες με δείγμα 1.400 οικογενειών κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, οι Hetherington και Kelly (2002, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005) αναφέρουν ότι τα παιδιά δύο χρόνια μετά το διαζύγιο αρχίζουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες, ενώ κάποια αναπτυξιακά προβλήματα που σχετίζονται με το διαζύγιο στην πραγματικότητα προϋπήρχαν. Επίσης, στο διάστημα αυτό οι γονείς αρχίζουν και πάλι να χρησιμοποιούν τις κατάλληλες δεξιότητες, ενώ τα παιδιά φαίνονται να επιθυμούν την επικοινωνία και με τους δύο γονείς. Στην ίδια έρευνα φαίνεται ότι έξι χρόνια μετά το διαζύγιο η προσαρμογή των παιδιών είναι καλή υπό την προϋπόθεση ότι τους παρέχεται στήριξη και φροντίδα. Η έρευνα κατά το διάστημα αυτό δείχνει επίσης ότι τα παιδιά εκτός από αγάπη χρειάζονται μια σταθερή στάση αντιμετώπισης από τους γονείς τους, ενώ η συνεργασία μεταξύ των γονέων διευκολύνει όχι μόνο το δικό τους ρόλο αλλά και την προσαρμογή των παιδιών. Στο διάστημα των είκοσι χρόνων μετά το διαζύγιο οι περισσότεροι άνδρες και γυναίκες έχουν προσαρμοστεί ικανοποιητικά στο νέο τρόπο ζωής και η πλειοψηφία τόσο των γονέων όσο και των παιδιών αντιμετωπίζουν με επιτυχία τις διάφορες προκλήσεις της ζωής. Το συμπέρασμα από τη διαχρονική αυτή έρευνα είναι ότι τελικά η διαδικασία προσαρμογής στο διαζύγιο είναι μια δυναμική πορεία, η έκβαση της οποίας εξαρτάται από τις επιλογές που κάθε άνθρωπος θα επιλέξει να κάνει κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής.
Βιβλιογραφία:
- Guidubaldi, J., Perry, J. D., Cleminshaw, Η. Κ., & McLoughlin, C. S. (1983). The impact of parental divorce on children: Report of the nationwide NASP study. School Psychology Review, 12(3), 300-323.
- Herbert, M. (Επιμ. Ι.Ν. Παρασκευόπουλος), (1997). Ψυχολογική φροντίδα του παιδιού και την οικογένειας του. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Neimeyer, A. R. (2006). Ν’ αγαπάς και να χάνεις: Αντιμετωπίζοντας την απώλεια (σσ. 49-54). Αθήνα: Κριτική.
- Νίλσεν, Μ. (2002). Η τέχνη να είσαι γονιός (σσ.149-160), 3η έκδ. Αθήνα: Καστανιώτη.
- Παπαδάτου, Δ. (2005). Απώλειες στη ζωή του Παιδιού. Στο Νίλσεν, Μ. (Επιμ.), Απώλειες στη ζωή του Παιδιού (σσ. 13-24). Αθήνα: Μέριμνα.
- Το βιβλίο της Γραμμής-Σύνδεσμος για τους γονείς (2007). Πώς να μιλήσετε σε ένα παιδί για … (Ι. Τσιάντης, Επιστ. Εποπτ., & Δ. Τζίκας & Σ. Βγενοπούλου, Επιστ. Επιμ.). Αθήνα: Ε.Ψ.Υ.Π.Ε./ Κοάν.
- Τσίτουρα, Σ. (2005). Όταν το διαζύγιο … πονάει. Στο Νίλσεν, Μ. (Επιμ.), Απώλειες στη ζωή του Παιδιού (σσ. 38-46). Αθήνα: Μέριμνα (***Σημείωση: η ζωγραφιά του κειμένου ανήκει στο παραπάνω άρθρο).
- Χατζηχρήστου, Χ. (1999). Ο χωρισμός των γονέων, το διαζύγιο και τα παιδιά (6η έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Χατζηχρήστου, Χ. (2005). Στηρίζοντας τα παιδιά μετά το χωρισμό των γονέων. Στο Νίλσεν, Μ. (Επιμ.), Απώλειες στη ζωή του Παιδιού (σσ. 47-72). Αθήνα: Μέριμνα.
- Woolfson, R. C. (1999). Λεξικό της Ψυχικής Υγείας του Παιδιού (σσ. 258-262). Αθήνα: Περίπλους.
αγόρι 11 χρονών