Διαζύγιο και παιδί

Εμφανίσεις: 22305

Ως γονείς είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι θα υπάρξουν πράγματα που δεν θα γνωρίζουμε πώς να τα χειριστούμε, ούτε θα μπορεί κάποιος να μας συμβουλεύσει. Σε όλες τις περιπτώσεις, και κυρίως σ’ αυτές που δεν θα ξέρουμε τι να κάνουμε, είναι αρκετά βοηθητικό να θυμόμαστε ότι: ενημερώνουμε τα παιδιά μας με ειλικρίνεια για τα γεγονότα που άλ­λαξαν τη ζωή τους, τους δίνουμε την ευκαιρία να εκφραστούν άμεσα ή έμ­μεσα, στεκόμαστε πλάι τους, αποδεχόμαστε όλες τις εκδηλώσεις του θρήνου τους, βοηθώντας τα, όχι να ξεχάσουν αλλά να νοηματοδοτήσουν ξανά και ξανά τις εμπειρίες αυτές και να τις εντάξουν στην ιστορία της δικής τους ζωής. Όταν εμείς, ως ενήλικες, πιστέψουμε στην ικανότητά τους να τα βγάλουν πέρα με τις αντιξοότητες της ζωής και μεταδώσουμε στα παιδιά αυτήν την πεποίθησή μας, τότε μέσα από το δικό μας βλέμμα, θα διατηρήσουν μια θετική εικόνα για τον εαυτό τους και αισιοδοξία για τη ζωή, στοιχεία που θα συμβάλουν ουσιαστικά στην καλλιέργεια της ψυχικής τους ανθεκτικότητας (Cyrulnik, ό.α στο Παπαδάτου 2005).


A. Στάδια στην οικογενειακή διάσπαση

Η οικογενειακή διάσπαση και το διαζύγιο είναι μία μακριά διαδικασία που περνά ορισμένα στάδια και προκαλεί αλλαγές στα χαρακτηριστικά του οικογενειακού συστήματος. Η συζυγική σχέση κατα­στρέφεται, αλλά το μέλλον των υπολοίπων σχέσεων (γονιού-γονιού, γονιού-παιδιού, παιδιού-παιδιού) θα εξαρτηθεί από το πως θα λυθούν τα προβλήματα που προκαλούνται σε κάθε στάδιο. Η διαδικασία της οικογε­νειακής διάσπασης ακολουθεί πέντε στάδια:

α) Στάδιο αναγνώρισης του προβλήματος (cognition). Αρχίζει από τη στιγμή που ο ένας σύντροφος αναγνωρίζει ότι η συζυγική του σχέση ευ­θύνεται για την προσωπική του δυστυχία.

β) Στάδιο μετά την αναγνώριση του προβλήματος (metacognition). Εμφανίζεται όταν η αποτυχία του γάμου συζητείται ανοιχτά στην οικογένεια. Οι παλιοί ρόλοι καταργούνται και η οικογένεια δοκιμάζει καινούριους.

γ) Στάδιο φυσικού αποχωρισμού (physical separation). Χαρακτηρίζεται από αποδιοργάνωση και αίσθημα απώλειας. Οι δύο γονείς και τα παιδιά είναι αβέβαιοι για το μέλλον. Απρόσμενα οικονομικά και συναισθηματικά προβλήματα μπορεί να εμφανισθούν ξαφνικά και να προκαλέσουν δυσκο­λία σε όλους. Η περίοδος του αποχωρισμού αποτελεί την οξεία φάση του διαζυγίου, η οποία χαρακτηρίζεται από τις μεγαλύτερες αλλαγές και διαρκεί περίπου δύο χρόνια. Στο ένα τρίτο των περιπτώσεων, οι προβληματικές σχέσεις α­νάμεσα στους γονείς συνεχίζονται για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και εξακολουθούν τουλάχιστον πέντε χρόνια μετά το διαζύγιο. Οι μελέτες δείχνουν ότι σ' αυτές τις περιόδους τα παιδιά δυσκολεύονται στην προ­σαρμογή. Τα δύο σημαντικότερα γεγονότα για τα παιδιά σ' αυτό το στάδιο είναι η ανακοίνωση του διαζυγίου και η αποχώρηση του ενός γονιού. Η αντίδρασή τους σ' αυτά τα γεγονότα δεν είναι προγνωστική για τη μετέπειτα προ­σαρμογή τους.

δ) Στάδιο επαναδιοργάνωσης (reorganization). Η πυρηνική οικογένεια μετατρέπεται σε διπυρηνική με την οργάνωση των δύο σπιτιών. Εξακο­λουθούν οι αλλαγές στη ζωή των παιδιών, αλλά με τρόπο περισσότερο προβλέψιμο. Θα πρέπει να συνηθίσουν τις καινούργιες σχέσεις των γο­νιών τους και, συχνά, τους καινούργιους ερωτικούς/ σεξουαλικούς τους συντρόφους. Ανησυχούν για την υγεία του γονιού που έχει φύγει και για τη σχέση του μαζί τους, ιδιαίτερα όταν έχουν ξαναπαντρευτεί.

ε) Στάδιο επαναπροσδιορισμού (redefinition). Τα μέλη της οικογένειας ε­παναπροσδιορίζουν τους ρόλους τους. Το κρίσιμο σημείο, για να συνεχι­σθούν οι σχέσεις μέσα στην οικογένεια, είναι να διευρυνθεί η θεώρηση της οικογένειας, ώστε να περιλάβει τους νέους συντρόφους των πρώην συζύγων και να συμβιβάσει τα δύο νοικοκυριά. Όπου υπάρχει κοινωνική άρνηση στο να γίνουν αποδεκτές οι νέες οικογενειακές δομές, είναι πολύ δύσκολη η αλλαγή ώστε να περιληφθούν στην οικογένεια όλα τα μέλη.

Κάθε στάδιο σ'αυτή τη μετάβαση χρειάζεται χρόνο και μία σειρά από δύσκολες αποφάσεις(Τσίτουρα, 2005).


B. Στάδια προσαρμογής των γονέων μετά το διαζύγιο

Ο χωρισμός των γονέων και το διαζύγιο αποτελεί μια πολυσύνθετη δια­δικασία με ποικίλες αλλαγές σε πολλούς τομείς της ζωής όλων των μελών της οικογένειας και με διαφορετικά στάδια προσαρμογής. Σε ό,τι αφορά στην προσαρμογή των γονέων μετά το διαζύγιο ο Bohannon (ό.α. Χατζηχρήστου, 1999, 2005) ανα­φέρει ότι πρόκειται για μια διαδικασία που αποτελείται από έξι "στάδια" σε διάφορους τομείς, των οποίων η σειρά και η ένταση ποικίλουν από ά­τομο σε άτομο. Τα στάδια αυτά είναι τα εξής:

α) Το συναισθηματικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία οι σύζυγοι αρ­χίζουν να συνειδητοποιούν τη συναισθηματική απομάκρυνση στη σχέση τους, την απογοήτευση, την έλλειψη εμπιστοσύνης ενώ επικεντρώνονται σε αρνητικούς χαρακτηρισμούς για τον/ την σύζυγο και το γάμο τους.

β) Το νομικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία ο ένας ή/ και οι δύο σύ­ζυγοι αναζητούν τη βοήθεια δικηγόρου, προκειμένου να προχωρήσουν στην αγωγή διαζυγίου.

γ) Το οικονομικό διαζύγιο: κατά τη φάση αυτή γίνεται η διευθέτηση της κοινής περιουσίας των συζύγων και οι ρυθμίσεις σχετικά με τη διατροφή της συζύγου και των ανήλικων παιδιών.

δ) Το διαζύγιο από τον κοινό γονεϊκό ρόλο: είναι η φάση κατά την οποία διευθετούνται όλα τα ζητήματα σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών και τα δικαιώματα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια. Ο Bohannon θεωρεί ότι η φάση αυτή συνδέεται με τον πιο έντονο ψυχικό πόνο, ο οποίος έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια, καθώς αποτελεί πηγή συ­γκρούσεων και αντιπαραθέσεων.

ε) Το διαζύγιο από την κοινότητα: είναι το στάδιο που συνδέεται με τις αλ­λαγές που επέρχονται στον κοινωνικό κύκλο φίλων και γνωστών, στα αντί­στοιχα προβλήματα μοναξιάς και κοινωνικής απομόνωσης και στην αναζή­τηση υποστήριξης από άλλα άτομα, ομάδες και κοινωνικούς ρόλους.

στ) Το ψυχικό διαζύγιο: είναι η φάση κατά την οποία μετά από μια συνεχή και επίπονη διαδικασία επιτυγχάνεται σταδιακά η "απεξάρτηση" του ενός συζύγου από τον άλλον, ο χωρισμός του εαυτού από την προσωπικότητα και την επίδραση του άλλου συζύγου. Ο Bohannon υποστηρίζει ότι αν και αυτή η φάση είναι η πιο δύσκολη της όλης διαδικασίας, προσφέρει τη με­γαλύτερη ευκαιρία για ατομική ανάπτυξη και εξέλιξη (Χατζηχρήστου, 1999, 2005).


Γ. Αποτελέσματα της οικογενειακής διάσπασης στα παιδιά

Το αποτέλεσμα που προκύπτει για το παιδί από τη διάσπαση της οικογένειας συνδέεται με παράγοντες μέσα και έξω από την οικογένεια, όπως την ηλικία του παιδιού, το φύλο, το αναπτυξιακό του στάδιο, τη φύση και τη διάρκεια της οικογενειακής διάσπασης, την ωριμότητα και την ικανότητα των γονέων να αντεπεξέρχονται δύσκολες καταστάσεις, την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση, το κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο και την επικοινωνία των γονιών μετά το διαζύγιο (Τσίτουρα, 2005).

Σύμφωνα με τη Μυρτώ Νίλσεν (2002) όταν ανακοινώνουν οι γονείς την απόφασή τους (απόφαση που τα παιδιά έχουν ήδη υποψιαστεί από καιρό) και ο χωρισμός πλέον καθίσταται πραγματικότητα, τα παιδιά των διαφόρων ηλικιών εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους μέσα από ποικίλες αντιδράσεις, όπως: άρνηση (εγώ δεν θέ­λω να χωρίσετε …), θυμό (γιατί να φύγει ο μπαμπάς από το σπί­τι,;), ανασφάλεια, την οποία τους προκαλεί η αβεβαιότητα για το δικό τους μέλλον (εγώ τι θα γίνω, που θα πάω, με ποιον θα μείνω;), ή ακόμα και ένα είδος υπαρξιακού άγχους γύρω α­πό τη ζωή και το θάνατο (κι αν φύγει και ο άλλος γονιός...).

Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, πολλά παιδιά βιώνουν το χω­ρισμό των γονιών τους σαν ένα ναρκισσιστικό πλήγμα, α­φού τα ίδια δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν τη ροή των πραγμάτων. Τότε όχι μόνο βιώνουν την κατάρρευση του κόσμου μέσα από τον κλονισμό της δικής τους οικογένειας, αλλά αναγκάζονται να παραδεχθούν και πόσο ανίσχυρα είναι τελικά - εκείνα, που ως τώρα πίστευαν απόλυτη την παντοδυναμία τους.

Σε μερικές οικογένειες το διαζύγιο συνοδεύεται από ανακούφιση μετά από τη χρόνια ένταση και διαμάχη, σε άλλες συνοδεύεται από περισσότε­ρο άγχος, πίεση και δυσκολίες. Συχνά έχει ακουστεί η γνώμη ότι ένα καλό διαζύγιο εί­ναι προτιμότερο από έναν κακό γάμο. Και, οπωσδήποτε, αυτή τη γνώμη συμμερίζονται όσοι κουβαλούν μέσα τους τους καβγάδες των γονιών τους, τη ζοφερή ατμόσφαιρα ε­νός σπιτιού που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να μετατραπεί σε πεδίο μάχης, τις άγριες εικόνες μιας βίας που -σαν παι­διά που ήταν- δεν μπορούσαν να σταματήσουν, ή ακόμα και αυτόν το φόβο, τον αδήλωτο φόβο, για το τι θα φέρει η επό­μενη μέρα, η επόμενη ώρα, η επόμενη στιγμή. Απέναντι σε έναν τέτοιο κακό γάμο όμως τι βάρος μπορεί να έχει ένα καλό διαζύγιο; «Παντρεύονται», καταρχάς, αυτές οι αντιφα­τικές λέξεις; Μπορεί κανείς να αποκαλέσει καλό κάτι που φέρνει τόσο πόνο;

Κι όμως, αν δώσουμε στη λέξη «καλό» την έννοια του λιγότερου τραυματικού, τότε, πράγματι, ένα διαζύγιο μπο­ρεί όχι μόνο να σηματοδοτήσει το τέλος μιας οδυνηρής πε­ριόδου στην ιστορία ενός ζευγαριού αλλά και να προμηνύ­σει γι' αυτούς τους ανθρώπους ένα άνοιγμα προς μια πιο ι­σορροπημένη σχέση, τόσο με τον εαυτό τους όσο και με τον περίγυρο.


Δ. Αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο και αναπτυξιακό στάδιο

Στη συνέχεια αναφέρονται πολύ συνοπτικά οι άμεσες και βραχυχρόνιες αντιδράσεις των παιδιών, συνήθως κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών, μετά το χωρισμό των γονέων τους (για μία εκτενή περιγραφή των άμεσων αντιδράσεων των παιδιών στο χωρισμό των γονέων βλ. Χατζηχρήστου, 1999). Οι αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο επηρεάζονται από το αναπτυ­ξιακό τους στάδιο, γι' αυτό θα περιγραφούν για κάθε ηλικιακή ομάδα ξε­χωριστά.


Ε. Καθοριστικοί παράγοντες για τη μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών στο διαζύγιο

Διαχρονικές έρευνες έχουν επισημάνει τη σπουδαιότητα ορισμένων καθοριστικών παραγόντων που διευκολύνουν τη μακροχρόνια προσαρμο­γή των παιδιών στο χωρισμό των γονέων τους. Σε γενικές γραμμές, αυτοί οι παράγοντες είναι οι ακόλουθοι (Guidubaldi & Perry, 1985. Kurdek, 1981. Wallerstein & Kelly, 1980. Wallerstein & Blakeslee, 1996. Walsh & Stolberg, 1989, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 1999, σελ. 160-161):

  1. Οι σχετικά μικρές οικονομικές επιπτώσεις στη μονογονεϊκή οικογένεια.
  2. Οι περιορισμένες συγκρούσεις και η μειωμένη εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.
  3. Η ύπαρξη ψυχικής υγείας και σταδιακής ισορροπίας των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο και η ικανότητά τους να καλύπτουν τις συναισθημα­τικές ανάγκες των παιδιών.
  4. Η ψυχολογική επάρκεια του παιδιού και η ικανότητά του να θέτει σε λειτουργία κατάλληλους μηχανισμούς αντιμετώπισης και προσαρμογής στο περιβαλλοντικό στρες.
  5. Η συνέπεια και η κοινή στάση των γονέων μετά το διαζύγιο ως προς την ανατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την επίβλεψη των παιδιών καθώς και η ικανότητα του γονέα που έχει την επιμέλεια για την κατάλληλη δια­παιδαγώγηση και επίβλεψη του παιδιού.
  6. Οι κατάλληλες μέθοδοι ανατροφής και διαπαιδαγώγησης με συζήτη­ση, ποιοτική επικοινωνία, σταθερά όρια και προσδοκίες, συνεπή έλεγχο και επίβλεψη και ταυτόχρονα με μεγάλη εκδήλωση αγάπης και τρυφερό­τητας.
  7. Το συναισθηματικό κλίμα που επιτρέπει στο παιδί και σ' όλη την οικο­γένεια ανοιχτές συζητήσεις και έκφραση ανησυχιών σχετικά με τα ζητή­ματα του διαζυγίου.
  8. Η μεγαλύτερη συχνότητα και συνέπεια στην επικοινωνία και επαφή με τo γονέα πού δεν έχει την επιμέλεια.
  9. Τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο σχολικό χώρο, όπως ο μικρότε­ρος αριθμός παιδιών, οι παραδοσιακές τάξεις με οργάνωση και δομή, η μικρή απόσταση του σχολείου από το σπίτι.
  10. Η διάθεση φιλικών και συγγενικών προσώπων για στήριξη των μελών της μονογονεϊκής οικογένειας και συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες.

ΣΤ. Μύθοι σχετικά με το διαζύγιο

Πολύ συχνά οι έρευνες σχετικά με τις επιδράσεις του διαζυγίου στους ανθρώπους που χωρίζουν, βασίζονται σε δεδομένα που προκύπτουν από την εξέταση ανθρώπων ένα ή δύο χρόνια μετά το χωρισμό. Όπως υποστη­ρίζουν οι Hetherington & Kelly (2002, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005) το διάστημα αυτό δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει με ασφάλεια σε συμπεράσματα σχετικά με τις επιδράσεις και κυρίως για τη διάκριση μεταξύ βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθε­σμων επιδράσεων. Το γεγονός αυτό, συνδυαζόμενο με το ότι συνήθως δεν γίνονται συγκριτικές μελέτες μεταξύ παντρεμένων και διαζευγμένων ζευγαριών ώστε να καθοριστούν ποιες δυσκολίες είναι κοινές σε όλες τις οικογένειες και ποιες είναι ιδιαίτερες για τις οικογένειες στις οποίες το ζευγάρι έχει χωρίσει, οδηγεί συχνά σε κάποιους μύθους σχετικά με τις α­ντιλήψεις μας σχετικά με το διαζύγιο, οι συχνότεροι από τους οποίους σύμφωνα με τους Hetherington & Kelly είναι οι εξής:

  1. Το διαζύγιο είναι πάντα καταστρεπτικό για τα παιδιά. Ένα πολύ σημα­ντικό ποσοστό από τα παιδιά που έχουν βιώσει το χωρισμό των γονέων τους αναφέρονται σε αυτόν ως μια επώδυνη εμπειρία, ωστόσο στην πρώ­ιμη νεανική ηλικία είχαν καταφέρει πολλά από τα αναπτυξιακά επιτεύγμα­τα της ηλικίας τους: είχαν βάλει τις βάσεις για επιτυχημένη καριέρα, είχαν εδραιώσει σχέσεις οικειότητας και εγγύτητας και είχαν καταφέρει να ορ­γανώσουν μια ζωή με νόημα και περιεχόμενο.
  2. Οι συνέπειες και οι επιλογές μετά από ένα διαζύγιο είναι δεδομένες και αναπόφευκτες. Μία αρνητική εμπειρία, όπως το διαζύγιο, αποτελεί έ­ να σημείο καμπής στη ζωή ενός άνθρωπου, ωστόσο η εμπειρία καθαυτή δεν καθορίζει την εξέλιξή του, καθώς μπορεί να γίνει αφετηρία για μια σει­ρά από άλλες θετικές αλλαγές. Η κατεύθυνση μιας αλλαγής δεν μπορεί ποτέ να είναι προκαθορισμένη, αφού πολλές φορές διαπιστώνεται ότι σε ένα μεγάλο ποσοστό οι άνθρωποι μετά το διαζύγιο αποφασίζουν να πά­ρουν την ευθύνη της ζωής τους στα χέρια τους.
  3. Οι άνδρες είναι οι Μεγάλοι Νικητές μετά από ένα διαζύγιο. Αντίθετα με αυτό που συνήθως υποστηρίζεται, δύο στους τρεις γάμους σύμφωνα με την έρευνα αυτή έληξαν με πρωτοβουλία των γυναικών. Επιπλέον, οι γυναίκες είχαν καλύτερη συναισθηματική προσαρμογή από τους άνδρες και δημιούργησαν πιο εύκολα και γρήγορα κοινωνικό δίκτυο φίλων. Αν και η διαφορά στην οικονομική κατάσταση μεταξύ ανδρών και γυναικών εξα­κολουθεί να είναι αισθητά εις βάρος των γυναικών, η διαφορά αυτή αρχί­ζει να μειώνεται.
  4. Η απουσία του πατέρα -και συνεπώς οι οικονομικές δυσκολίες- είναι οι δύο μεγαλύτεροι παράγοντες επικινδυνότητας για τα παιδιά μετά από ένα διαζύγιο. Η συμβολή των πατέρων στην οικονομική, κοινωνική και συ­ναισθηματική ευημερία ενός παιδιού είναι πολύ σημαντική. Ωστόσο, η φυ­σική παρουσία από μόνη της δεν είναι αρκετή και απαιτείται ενεργή και σταθερή πατρική παρουσία για να επιτευχθεί η καλή προσαρμογή του παιδιού. Αν ο πατέρας ήταν απών πριν το διαζύγιο, ο χωρισμός των γονέ­ων δεν επιβαρύνει περαιτέρω το παιδί, ενώ μια σταθερή, υποστηρικτική σχέση με τη μητέρα μπορεί να ισοσταθμίσει τις συνέπειες από την έλλει­ψη του πατέρα και τις οικονομικές δυσχέρειες.
  5. Ο θάνατος και το διαζύγιο έχουν παρόμοιες συνέπειες στη ζωή ενός ατόμου. Τόσο ο θάνατος όσο και το διαζύγιο συνδέονται με την απουσία του ενός γονέα, ωστόσο τα παιδιά μετά το θάνατο ενός γονιού φαίνονται να εμφανίζουν λιγότερες δυσκολίες από αυτές που βιώνουν μετά το δια­ζύγιο των γονέων τους. Αυτό οφείλεται στο ότι μετά το θάνατο, ο γονέας που ζει φροντίζει συνήθως να μεταφέρει μια καλή εικόνα για τον γονιό που έχει πεθάνει στο παιδί του και ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας συμβο­λικής σχέσης. Αντιθέτως, στο διαζύγιο συχνά οι συγκρούσεις μεταξύ των γονέων έχουν ως αποτέλεσμα την προσπάθεια παρεμπόδισης της σχέσης με τον άλλο γονέα μέσα από κατηγορίες και σχόλια εις βάρος του άλλου γονέα. Επιπλέον το υποστηρικτικό δίκτυο για τις γυναίκες που έχουν βιώ­σει την απώλεια του συζύγου τους είναι πολύ πιο ισχυρό σε σχέση με τις διαζευγμένες γυναίκες. Τέλος, ενώ ο θάνατος "κλείνει" οριστικά ένα κε­φάλαιο στη ζωή ενός ανθρώπου, στο διαζύγιο η επαφή των πρώην συζύ­γων, κυρίως όταν υπάρχουν παιδιά συχνά γίνεται αιτία αναζωπύρωσης των συγκρούσεων και του επακόλουθου πόνου που αυτές προκαλούν.

Συμπεράσματα:

Σκόπιμο είναι να επισημανθεί ότι η υπόθεση της "παθολογίας" στις μονογονεϊκές οι­κογένειες ως του μοναδικού αποτελέσματος της δομής των οικογενειών αυτών ΕΙΝΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ.

Οι σχετικές έρευνες δείχνουν ότι γενικά πολλά παιδιά προσαρμόζο­νται στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται μετά το χωρισμό των γονέων τους και οι έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις μειώνονται σε διάστημα δύο ετών μετά το διαζύγιο (Χατζηχρήστου, 1999). Ειδικότερα, σε μία από τις σημαντικότερες διαχρονικές έρευνες με δείγμα 1.400 οικογενειών κα­τά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών, οι Hetherington και Kelly (2002, ό.α. στο Χατζηχρήστου, 2005) αναφέρουν ότι τα παιδιά δύο χρόνια μετά το διαζύγιο αρχίζουν να ξεπερνούν τις δυσκολίες, ενώ κάποια αναπτυξιακά προβλήματα που σχε­τίζονται με το διαζύγιο στην πραγματικότητα προϋπήρχαν. Επίσης, στο διάστημα αυτό οι γονείς αρχίζουν και πάλι να χρησιμοποιούν τις κατάλλη­λες δεξιότητες, ενώ τα παιδιά φαίνονται να επιθυμούν την επικοινωνία και με τους δύο γονείς. Στην ίδια έρευνα φαίνεται ότι έξι χρόνια μετά το δια­ζύγιο η προσαρμογή των παιδιών είναι καλή υπό την προϋπόθεση ότι τους παρέχεται στήριξη και φροντίδα. Η έρευνα κατά το διάστημα αυτό δείχνει επίσης ότι τα παιδιά εκτός από αγάπη χρειάζονται μια σταθερή στάση αντιμετώπισης από τους γονείς τους, ενώ η συνεργασία μεταξύ των γονέ­ων διευκολύνει όχι μόνο το δικό τους ρόλο αλλά και την προσαρμογή των παιδιών. Στο διάστημα των είκοσι χρόνων μετά το διαζύγιο οι περισσότε­ροι άνδρες και γυναίκες έχουν προσαρμοστεί ικανοποιητικά στο νέο τρό­πο ζωής και η πλειοψηφία τόσο των γονέων όσο και των παιδιών αντιμε­τωπίζουν με επιτυχία τις διάφορες προκλήσεις της ζωής. Το συμπέρασμα από τη διαχρονική αυτή έρευνα είναι ότι τελικά η διαδικασία προσαρμο­γής στο διαζύγιο είναι μια δυναμική πορεία, η έκβαση της οποίας εξαρτά­ται από τις επιλογές που κάθε άνθρωπος θα επιλέξει να κάνει κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής.

Βιβλιογραφία:

Divorce and child

αγόρι 11 χρονών

Σχετικά άρθρα