Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο
Πως ανακοινώνουμε τις «δυσάρεστες ειδήσεις»;
Κανείς γιατρός δεν θέλει να ανακοινώνει δυσάρεστα νέα στους ασθενείς του, αν και οι περισσότεροι το αποδέχονται ως μέρος των καθηκόντων τους. Η ανακοίνωση των «δυσάρεστων πληροφοριών» προϋποθέτει τη χρήση δεξιοτήτων επικοινωνίας και τη διαθεσιμότητα των επαγγελματιών που υποστηρίζουν τον άρρωστο όταν εκφράζει φόβους, ανησυχίες, αγωνίες, θυμό ή άλλα οδυνηρά συναισθήματα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποιες συγκεκριμένες τεχνικές που μπορούν να βοηθήσουν στην αποτελεσματική ανακοίνωση των δυσάρεστων ειδήσεων. Επιπρόσθετα, οι γενικότερες αρετές της θετικής προσέγγισης του ασθενή και της ενσυναίσθησης είναι ζωτικής σημασίας για την κοινοποίηση τέτοιων πληροφοριών.
Υπάρχει ένα πρωτόκολλο έξι βημάτων για την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων που μπορεί να καθοδηγήσει το προσωπικό υγείας στην αναγγελία «δυσάρεστων» ειδήσεων όσον αφορά τη διάγνωση, την υποτροπή, τα αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων ή άλλες «δύσκολες» ερωτήσεις στις οποίες καλείται να απαντήσει και το οποίο χρησιμοποιείται ευρύτατα κατά την εκπαίδευση των γιατρών και άλλων επαγγελματιών υγείας. Διατυπωμένο στην Αγγλική γλώσσα, το πρωτόκολλο έχει το μνημονικό όνομα «SPIKES» (Buckman,1992, ό.α. Piasecki, 2008).
- Διαμόρφωση συνθηκών και εξασφάλιση εμπιστοσύνης (Setting). Η ανακοίνωση μιας δυσάρεστης είδησης δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνεται τυχαία η απρογραμμάτιστα. Αντίθετα, πρέπει να γίνει μετά από προσεκτική προετοιμασία. Η επίδραση των δυσάρεστων νέων μπορεί να βελτιωθεί όταν ο ασθενής αισθάνεται άνετα με το σκηνικό στο οποίο βρίσκεται. Ένα κατάλληλο σκηνικό θα μπορούσε να είναι αυτό στο οποίο ο γιατρός έχει προϋπολογίσει επαρκή χρόνο έτσι ώστε να μην δείχνει ότι βιάζεται, όταν μπορεί να είναι παρόν στη συζήτηση ένα σημαντικό για τον ασθενή άτομο (εάν το επιθυμεί), και όταν ο ασθενής δεν περισπάται από πόνους ή άλλες διακοπές. Η ανακοίνωση δυσάρεστων ειδήσεων από το τηλέφωνο ή «στο πόδι» μέσα στους διαδρόμους του νοσοκομείου περιορίζει κάθε δυνατότητα ουσιαστικής επικοινωνίας. Απαιτεί χρόνο και διαθεσιμότητα, καθώς όσο σημαντικό είναι το τι θα πει ο γιατρός ή ο νοσηλευτής, άλλο τόσο σημαντικό είναι το τι επιθυμεί να ρωτήσει ή να εκφράσει ο άρρωστος. Πριν δοθεί οποιαδήποτε πληροφορία, είναι χρήσιμο να ενθαρρύνεται ο ασθενής να προσκαλέσει οποιονδήποτε επιθυμεί να παρευρίσκεται στην ενημέρωση. Μετά το σοκ της αποκάλυψης, ο καταπτοημένος ασθενής μπορεί να αποδειχθεί ανίκανος να επιστρέψει στο σπίτι του, ή μπορεί να πέσει θύμα ατυχήματος, λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης της προσοχής του. Ερωτήσεις που τίθενται στον ασθενή κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, και αφορούν, για παράδειγμα, το τι θα κάνει μόλις φτάσει στο σπίτι του ή ποιος θα τον υποδεχτεί, προλειαίνουν το έδαφος για την ανακοίνωση του δυσάρεστου νέου. Επίσης, το προσωπικό υγείας πρέπει να αποφεύγει να αναθέτει στον άρρωστο την ευθύνη της πληροφόρησης του άμεσου συγγενικού περιβάλλοντος και αντιστρόφως. Τέλος, σε έντονες συναισθηματικές φάσεις, κατά τις οποίες ο ασθενής αρχίσει να κλαίει ή δεν μπορεί να σταματήσει να κλαίει, ερωτήσεις του τύπου «Τι σκέφτεστε αυτή τη στιγμή;», αποτρέπουν το μπλοκάρισμα της συζήτησης.
- Εκμαίευση των γνώσεων και της αντίληψης (Perception) που έχει ο ασθενής για το πρόβλημα. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι ασθενείς έχουν κάποιες πληροφορίες για την ασθένειά τους, ακόμη και όταν το αρνούνται. Ωστόσο, πριν δώσει οποιαδήποτε εξήγηση, ο γιατρός χρήσιμο είναι να ζητήσει από τον ασθενή να του αφηγηθεί την ιστορία της ασθένειάς του ή να του περιγράψει τα συμπτώματα που τον οδήγησαν να ζητήσει τη συμβουλή του (π.χ. πόσο ευάλωτο αξιολογεί τον εαυτό του, πώς ερμηνεύει τα συμπτώματά του και πόσο σοβαρά ή απειλητικά τα θεωρεί). Μ' αυτό τον τρόπο, ο επαγγελματίας της υγείας εκτιμά κατά πόσο η αντίληψη που έχει ο άρρωστος για την κατάσταση της υγείας του απέχει από την πραγματικότητα και ποιο είναι το επίπεδο των γνώσεών του. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον τρόπο με τον οποίο εκφράζει ή αποφεύγει να εκφράσει τις ανησυχίες του, ποιες λέξεις χρησιμοποιεί όταν μιλά για το σώμα ή την ασθένειά του και πώς εκδηλώνει τα συναισθήματά του.
- Εκτίμηση των αναγκών και πρόσκληση του ασθενή για συζήτηση (Invitation). Χρήσιμο είναι να ανοίγετε την συζήτηση με φράσεις όπως «Έχω τα αποτελέσματα των εξετάσεων [της εγχείρησης, κ.α.]» και κατόπιν αφήστε τον ασθενή να διατυπώσει ερωτήσεις. Επίσης, είναι σημαντικό να ρωτάται ευθέως το άτομο «πόσα» και «τι» επιθυμεί να γνωρίζει τη συγκεκριμένη στιγμή σχετικά με την αρρώστια, τη θεραπεία και την πρόγνωση. Αν ο ασθενής επιθυμεί, οπωσδήποτε, περισσότερη πληροφόρηση, αυτό πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή, βήμα-βήμα. Εάν, πάλι, δεν θέλει να γνωρίζει, η επιθυμία του οφείλει, για ένα διάστημα, να γίνει σεβαστή. Η άρνηση της πραγματικότητας είναι ένας μηχανισμός άμυνας, που κοστίζει ακριβά στον ασθενή, του επιτρέπει, όμως, να αντιμετωπίσει το άγχος, έστω και με το τίμημα της εθελοτυφλίας. Για να αντιμετωπίσει την άρνηση, εκ μέρους του ασθενή, ο γιατρός μπορεί να ρωτήσει: «Πως νομίζετε ότι θα εξελιχθούν τα πράγματα; Τι πιστεύετε για την ασθένειά σας; Έχει περάσει από το μυαλό σας ότι θα μπορούσε να είναι κάτι σοβαρό;». Σχετικές έρευνες επισημαίνουν ότι ακόμα και όταν τα νέα είναι δυσάρεστα, οι περισσότεροι ασθενείς επιθυμούν να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες οι οποίες, αν και παροδικά αυξάνουν το άγχος, ωστόσο παρέχουν μια αίσθηση ελέγχου (Joubert & Lasagna, 1975. Fleckenstein, 1977, ό.α στο Παπαδάτου, 1999). Ο φόβος των επαγγελματιών υγείας, ότι η «πλήρης» ενημέρωση μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις, δεν επαληθεύεται σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα (Morris & Kanouse, 1982. Ley, 1988, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999).
-
Παροχή πληροφοριών (Knowledge) στον ασθενή. Να δίνετε τις πληροφορίες σε εύκολα αφομοιώσιμες «δόσεις», με σαφήνεια και ειλικρίνεια, ώστε να εξαλείφεται η αβεβαιότητα. Έχοντας υπόψη τις ανάγκες του αρρώστου, το προσωπικό υγείας αρχίζει την ενημέρωσή του τονίζοντας πρώτα τα σημεία που έχει ήδη επισημάνει ο ασθενής που περιγράφει την κατάσταση της υγείας του και αναφέρει τις ανησυχίες του. Οι πληροφορίες που παρέχει ο επαγγελματίας προσαρμόζονται στο επίπεδο των γνώσεων του αρρώστου, ενώ ταυτόχρονα γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια εκπαίδευσής του. Οι ιατρικοί όροι αποφεύγονται ή επεξηγούνται. Η συνήθης ορολογία που χρησιμοποιείται από το προσωπικό υγείας (π.χ. λοίμωξη, ύφεση, υποτροπή, μετάσταση κ.λπ.) δεν είναι αυτονόητα κατανοητή από τους περισσότερους ασθενείς. Τα «θετικά» αποτελέσματα μιας εξέτασης μπορεί να παρερμηνευθούν ως «καλά» από τον άρρωστο. Η Παπαδάτου (1999), κάνοντας αναφορά σε σχετικές έρευνες (Boyle,1970), επισημαίνει ότι οι γνώσεις σχετικά με τη λειτουργία και τον εντοπισμό των οργάνων του σώματος είναι λανθασμένες σε υψηλό ποσοστό. Το ίδιο ισχύει για τις διαγνώσεις κοινών ασθενειών (π.χ. αρθρίτιδα, βρογχίτιδα, ίκτερος, υπέρταση κ.λπ.), αλλά και για την πρόγνωσή τους (Tring & Hayes-Allen, 1973).
Οι φράσεις και λέξεις που χρησιμοποιεί το προσωπικό υγείας, όταν πληροφορεί τον άρρωστο, αποτυπώνονται βαθιά στη μνήμη του τελευταίου και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την προσαρμογή του στην αρρώστια και τις επιπτώσεις της, αλλά και τη σχέση που αναπτύσσει με το μέλος του προσωπικού υγείας που του ανακοινώνει τις «δυσάρεστες ειδήσεις».
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αποφεύγονται λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες (π.χ. «Αυτή είναι μια "κακιά" αρρώστια», «Τα πράγματα είναι άσχημα.... ακροβατούμε...», «Δυστυχώς, θα είστε ανάπηρος» κ.λπ.). Παράλληλα, είναι βοηθητικό να τονίζονται οι δυνατότητες του αρρώστου (τι θα μπορεί να κάνει), χωρίς η πληροφόρηση να εστιάζεται αποκλειστικά στους περιορισμούς και τα προβλήματα που θα προκύψουν από την αρρώστια, από ενδεχόμενη αναπηρία και από τη θεραπεία του.
Το ίδιο σημαντική είναι και η αποφυγή ποσοστιαίων προγνωστικών εκτιμήσεων όσον αφορά τις πιθανότητες ίασης ή τη χρονική διάρκεια επιβίωσης. Οι στατιστικές ενδείξεις (π.χ. «Έχετε πιθανότητες 60% να θεραπευθείτε» ή «Ο μέσος όρος επιβίωσης για τη συγκεκριμένη αρρώστια είναι δύο χρόνια»), μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην περίπτωση του αρρώστου ή να τον αποθαρρύνουν. Άλλοτε, πάλι, τον προκαταβάλλουν και τον προδιαθέτουν αρνητικά, με αποτέλεσμα να εκπληρώνονται οι φόβοι του και ταυτόχρονα οι προβλέψεις του γιατρού. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο γιατρός να παραμένει αισιόδοξος, παρουσιάζοντας διεξόδους, αλλά και αναφερόμενος σε περιπτώσεις ανθρώπων που προσβλήθηκαν από την ίδια ασθένεια και έζησαν (πάντα υπάρχουν παρόμοια περιστατικά).
Όταν η πληροφόρηση παρέχεται σε μικρές δόσεις, τότε ελέγχεται η κατανόησή της και διευκρινίζονται τυχόν ασάφειες, παρερμηνείες ή απορίες. Η συχνή επανάληψη των κυριότερων σημείων, συνοδευόμενη από έντυπο ενημερωτικό υλικό, γραπτές οδηγίες ή διαγράμματα, ενισχύει την αφομοίωση των πληροφοριών και συμβάλλει στην απομνημόνευσή τους. Ο ειδικός της υγείας πρέπει να είναι σίγουρος ότι έγινε απολύτως κατανοητός, ρωτώντας, «Μήπως υπάρχει κάτι που δεν καταλάβατε;».
Κι ενώ ο επαγγελματίας της υγείας έχει ένα νοητικό πλάνο σχετικά με τα βασικά σημεία που επιδιώκει να περιλάβει στην ενημέρωση του αρρώστου, ταυτόχρονα ακούει προσεκτικά τις ερωτήσεις και αγωνίες του και προσαρμόζει ανάλογα και την πληροφόρησή του.
- Αναγνώριση των συναισθημάτων του ασθενή (Empathize). Εδώ απαιτείται, επιπλέον, διερεύνηση για αισθήματα τα οποία δεν εκφράζει λεκτικά ο ασθενής: «Προφανώς αυτά δεν είναι τα νέα που ελπίζαμε. Πώς αισθάνεσαι;». Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ικανοποίηση του αρρώστου από τη σχέση του με το προσωπικό υγείας δεν εξαρτάται μόνο από την πληροφόρηση που δέχεται-εξαρτάται και από τη δυνατότητα που έχει να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του, νιώθοντας ότι αυτά λαμβάνονται υπόψη από επαγγελματίες που ενδιαφέρονται πραγματικά γι' αυτόν. Οι ανησυχίες μπορεί να ποικίλλουν. Σε ορισμένες περιπτώσεις δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά σημαντικά άτομα στο περιβάλλον του. Αν και δεν μπορούν να επιλυθούν όλες, τουλάχιστον ο άρρωστος που «εισακούεται» νιώθει ότι έχει στο πλευρό του επαγγελματίες που είναι διαθέσιμοι να τον στηρίξουν. Οι αντιδράσεις των ασθενών στην ανακοίνωση δυσάρεστων ειδήσεων ποικίλλουν, γι' αυτό και το προσωπικό πρέπει να τις αναγνωρίζει, να τις κατανοεί και να τις αντιμετωπίζει χωρίς να κρίνει ή να συμβουλεύει τον άρρωστο σχετικά με το πώς πρέπει να νιώθει, να σκέπτεται ή να ενεργεί. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται, καθώς κατανόηση και αναγνώριση των συναισθημάτων του ασθενή δεν σημαίνει ότι ο γιατρός ή ο νοσηλευτής πρέπει να μπει στη θέση του ασθενή και να επωμιστεί εξ ολοκλήρου τη σκληρή δοκιμασία του τελευταίου. Ο γιατρός ή ο νοσηλευτής δεν χρειάζεται να κλάψει μαζί με τον ασθενή του, αλλά να τον κατευνάσει, να τον ακούσει, να τον κατανοήσει, να τον βοηθήσει. Άλλωστε, ο ασθενής δεν ζητάει τίποτα περισσότερο.
-
Σύνοψη (Summary) των πληροφοριών που συζητήθηκαν, προγραμματισμός και υποστήριξη. Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει τον προσδιορισμό άμεσων βραχυπρόθεσμων στόχων που θέτουν από κοινού ο ασθενής με το γιατρό ή το νοσηλευτή. Όταν οι στόχοι αφορούν τη θεραπεία, απαραίτητη είναι η συναίνεση του αρρώστου. Με τον όρο «συναίνεση» νοείται η συγκατάθεση που δίνει ο άρρωστος προκειμένου να πραγματοποιηθούν στον ίδιο ορισμένες ιατρικές πράξεις που κρίνονται αναγκαίες από το γιατρό (Κουτσελίνης & Μιχαλοδημητράκης, 1984, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999). Προϋποθέτει την ειλικρινή ενημέρωση του αρρώστου σχετικά με τη φύση της αρρώστιας και την προτεινόμενη θεραπευτική αγωγή. Ο άρρωστος διατηρεί πάντα το δικαίωμα της ανάκλησης της συναίνεσης. Ο νόμος του δίνει το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία ή μέρος αυτής. Τέλος, η υποστήριξη του αρρώστου ισοδυναμεί με τη συνοδεία του στην πορεία και εξέλιξη της υγείας του. Προϋποθέτει διαθεσιμότητα, ενεργητική ακρόαση και κατανόηση, ακόμα και αν οι απόψεις ή τα συναισθήματα του αρρώστου διαφέρουν από εκείνα του επαγγελματία. Μια ουσιαστική σχέση με το γιατρό του δίνει την αίσθηση στον ασθενή ότι η προσωπικότητα του υπολογίζεται. Δεν νιώθει, πλέον, ότι συνθλίβεται από το νοσοκομειακό καθεστώς, αλλά ότι συμμετέχει σε μια κοινή θεραπευτική προσπάθεια. Ο γιατρός πρέπει να αποφεύγει να δίνει ψεύτικες ελπίδες και επιφανειακούς εφησυχασμούς, διότι παρεμποδίζεται η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και η προσαρμογή του αρρώστου σ' αυτή. Αντίθετα, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να είναι προετοιμασμένος για το χειρότερο, ώστε να αποφύγει τρομακτικές απογοητεύσεις, ελπίζοντας, παράλληλα, ότι όλα θα πάνε καλά. Η Bacqué (2007, σ. 171) αναφέρει ένα παράδειγμα ιατρικής αντιμετώπισης που προτείνει, στο βιβλίο του, ο P. Kaye (1995):
«Αν κατάλαβα καλά, η μεγαλύτερη σας ανησυχία, αυτή τη στιγμή, είναι να μάθετε αν υπάρχει κάποια θεραπεία ικανή να σας επιτρέψει να διατηρήσετε τον έλεγχο της κατάστασης σας, για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο διάστημα. Στη συνέχεια, αναρωτιέστε πώς να το πείτε στο γιο σας, και, τέλος, θα θέλατε να γνωρίζετε για πόσο καιρό, ακόμα, θα είστε σε θέση να εργάζεστε. Υπάρχουν πιθανότητες εξεύρεσης μιας θεραπευτικής αγωγής, που θα σταθεροποιήσει την κατάστασή σας, όμως δεν θα σας γιατρέψει. Θα σας πρότεινα να ξαναμιλήσουμε την ερχόμενη Δευτέρα, με περισσότερες λεπτομέρειες, και αν ο γιος σας επιθυμεί να σας συνοδέψει, είναι ευπρόσδεκτος. Μου είπατε ότι έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με την αδερφή σας, και ότι αυτή σημαίνει πολλά για σας. Σε ένα επόμενο στάδιο, να συζητήσετε μαζί της για το μέλλον του γιου σας, και να σταθμίσετε τα υπέρ και τα κατά της συνέχισης της εργασίας σας. Υπάρχει κάτι άλλο για το οποίο θα θέλατε να μιλήσουμε σήμερα; Έχουμε ακόμα λίγο χρόνο στη διάθεσή μας».
ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ:
Μία βασική αρχή για την ανακοίνωση δυσάρεστων νέων είναι το να λέτε πάντα την αλήθεια. Στο παρελθόν, πολλές φορές οι επαγγελματίες υγείας «προστάτευαν» τους ασθενείς από την αλήθεια. Ωστόσο, δεν είναι πλέον αποδεκτό - ούτε από νομικής, ούτε από ηθικής άποψης - το να αποκρύπτει κανείς πληροφορίες σχετικές με τη διάγνωση ή την πρόγνωση της νόσου ενός ασθενή.
Η ανακοίνωση δυσάρεστων νέων είναι, για τους περισσότερους επαγγελματίες υγείας, μία ευκαιρία να δώσουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη μη-λεκτική επικοινωνία. Η επαφή μέσω των ματιών, οι εκφράσεις του προσώπου κι ένα «πρέπον» άγγιγμα - π.χ. στην παλάμη ή στο βραχίονα - μπορούν να δείξουν, χωρίς την συνδρομή λέξεων, πόσο νοιάζεται ο επαγγελματίας υγείας και πόσο τον έχει λυπήσει η διάγνωση. Όταν ο ασθενής βλέπει και αισθάνεται την κατανόηση και τη συμπόνια του επαγγελματία υγείας, μπορεί να αλλάξει δραματικά η εμπειρία που βιώνει κατά την ανακοίνωση των δυσάρεστων νέων.
Η ενημέρωση δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά μια συνεχή διαδικασία πληροφόρησης που προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του αρρώστου. Δεν είναι απλή, καθώς απαιτεί δεξιότητες και πείρα. Απλοϊκές δικαιολογίες όπως «Ο άρρωστος δεν θέλει να ξέρει», «Καλύτερα να μην γνωρίζει τη σοβαρότητα της κατάστασής του, γιατί μπορεί να καταρρεύσει ή να αυτοκτονήσει», «Δεν αντέχω να του στερήσω τη μοναδική του ελπίδα...» κ.λπ. εκφράζουν συχνά το άγχος του προσωπικού υγείας μπροστά στην αρρώστια, τον πόνο και τη δυσμενή εξέλιξη της υγείας του ασθενή. Αποβλέπουν να προστατεύσουν τον ίδιο τον εργαζόμενο και οδηγούν τον άρρωστο σε συναισθηματική απομόνωση.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι ασθενείς τελικού σταδίου αποτελούν πρόκληση - τόσο σε προσωπικό, όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο - για τους περισσότερους επαγγελματίες υγείας. Συγκεκριμένα για τους γιατρούς, μπορεί να πει κανείς ότι παρόλο που οι πανεπιστημιακές σπουδές τους προετοιμάζουν για την εμπειρία της φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, στην πραγματικότητα, η ιατρική κουλτούρα συχνά θεωρεί το θάνατο ως αποτυχία της θεραπείας. Σαν αποτέλεσμα, οι γιατροί περιχαρακώνουν τον εαυτό τους στο χώρο της «αντικειμενικής» επιστήμης τους, αποφεύγοντας να νιώσουν αισθήματα λύπης (και πιθανώς ντροπής). Αν και προσωρινά αυτό μπορεί να τους προστατεύει, δεν ικανοποιεί όμως τις ανάγκες του ασθενή. Απεναντίας, η σχέση θεραπευτή-ασθενή μπορεί να ωφεληθεί από την εκδήλωση συναισθηματικής αντίδρασης εκ μέρους του πρώτου. Αυτή δείχνει στον ασθενή ότι ο επαγγελματίας υγείας μοιράζεται την εμπειρία του σαν μία άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, και μπορεί να κάνει λιγότερο μοναχική την πορεία προς τον θάνατο. Η ενσυναίσθηση του ασθενή που πεθαίνει, δείχνει την αποδοχή του ρόλου μας, ως επαγγελματίες υγείας, και στο θάνατο (Piasecki, 2008. Παπαδάτου, 1999).
Βιβλιογραφία:
- Bacqué, M. - Fr. (2007). Πένθος και Υγεία (3η εκδ.). Αθήνα: Θυμάρι.
- Buckman, R. (1992). How to break bad news: A Practical Guide For Healthcare Professionals. Toronto, Canada: University of Toronto Press & Baltimore: Johns Hopkins University Press (U.S.).
- Παπαδάτου, Δ. (1999). Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο. Στο Δ. Παπαδάτου & Φ. Αναγνωστόπουλος, Η Ψυχολογία στο χώρο της Υγείας (σσ.175-194), θ΄ έκδ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Piasecki, Μ. (2008). Η τέχνη της επικοινωνίας στο χώρο της υγείας: ένας πρακτικός οδηγός. Αθήνα: Παπασωτηρίου.