Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο
Γιατί το προσωπικό υγείας δυσκολεύεται να ανακοινώσει τις «δυσάρεστες ειδήσεις»;
Α. Δυσκολία-αποφυγή ενημέρωσης του αρρώστου |
Σύμφωνα με την Παπαδάτου (1999), οι λόγοι για τους οποίους το προσωπικό υγείας δυσκολεύεται και στη συνέχεια αποφεύγει να ενημερώσει τον άρρωστο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, μπορεί να οφείλονται είτε σε κοινωνικές προκαταλήψεις που επικρατούν σε σχέση με ορισμένες αρρώστιες (π.χ. η διάγνωση του καρκίνου αποκρύπτεται από τον άρρωστο, γιατί είναι μια ασθένεια που στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη και ταυτόχρονα θεωρείται «κακιά» αρρώστια - βλ. άρθρο ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ) είτε σε ένα σύνολο παραγόντων άμεσα συνδεδεμένων με τις δυσκολίες του προσωπικού υγείας, οι οποίοι παρεμποδίζουν την ανακοίνωση «δυσάρεστων πληροφοριών» (Αναγνωστόπουλος & Ιακωβίδης, 1993. Buckman, 1992, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999). Μερικοί από τους πιο σημαντικούς παράγοντες περιλαμβάνουν:
(α) Το φόβο της πρόκλησης ψυχικού πόνου από την αναγγελία δυσάρεστων ειδήσεων. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έχει εκπαιδευτεί να ανακουφίζει ή να ελαττώνει τον πόνο του αρρώστου και συνήθως είναι διστακτικό και απρόθυμο να τον υποβάλει σε μια ψυχική δοκιμασία.
(β) Την αδυναμία χειρισμού των αντιδράσεων του αρρώστου. Πολλές φορές το προσωπικό υγείας δεν διαθέτει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που θεωρούνται χρήσιμες για να χειριστεί τις έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις του αρρώστου (π.χ. κλάμα, οργή, απελπισία, πανικός κ.λπ.). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βιώνει αμηχανία και συχνά να αποφεύγει να αναστατώσει τον άρρωστο. Μια από τις πιο συνηθισμένες αντιδράσεις των ασθενών είναι η εκδήλωση επιθετικότητας, με την απόδοση κατηγοριών, στο μέλος του προσωπικού υγείας που αναγγέλλει τις δυσάρεστες ειδήσεις. Οι πληροφορίες «προσωποποιούνται», παίρνουν «μορφή», και ο/η γιατρός ή η/ο νοσηλεύτρια/τής που εκπροσωπεί την εξουσία, τη γνώση και την επιστήμη, γίνεται στόχος της οργής του αρρώστου. Η δυσκολία επομένως του επαγγελματία υγείας αφορά κυρίως το χειρισμό των κατηγοριών και της επιθετικότητας που του απευθύνει ο ασθενής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο επαγγελματίας φοβάται ότι με την αναγγελία δυσάρεστων ειδήσεων, ο άρρωστος θα αρνηθεί την προτεινόμενη αγωγή ή θα διακόψει τη συνεργασία.
(γ)Το φόβο της έκφρασης προσωπικών συναισθημάτων μπροστά στην ψυχική οδύνη που βιώνει ο άρρωστος. Το προσωπικό υγείας έχει εκπαιδευτεί να πιστεύει ότι πρέπει να συμπεριφέρεται με αυτοκυριαρχία και ψυχραιμία, να τηρεί αποστάσεις από τους ασθενείς και να καταπνίγει ενδεχόμενα συναισθήματα συμπάθειας, θυμού ή λύπης. Η πεποίθηση ότι οι εμπειρίες των αρρώστων δεν πρέπει να επηρεάζουν τους επαγγελματίες της υγείας εντείνουν την απώθηση συναισθημάτων που παραμένουν ανεπεξέργαστα και τους απειλούν. Παράλληλα, η σοβαρότητα της κατάστασης του αρρώστου και η πιθανότητα θανάτου ανακινούν έντονα συναισθήματα που πηγάζουν από τις προσωπικές αντιλήψεις και εμπειρίες που έχει ο επαγγελματίας σχετικά με την αρρώστια, το θάνατο και την πορεία προς αυτόν. Όταν αναβιώνουν προϋπάρχοντα άλυτα προσωπικά βιώματα σε σχέση με τα θέματα αυτά, τότε παρεμποδίζεται η αποτελεσματική λειτουργία και παροχή υπηρεσιών,
(δ) Το φόβο της αμφισβήτησης του «παντοδύναμου» ρόλου που το προσωπικό υγείας υιοθετεί. Η εντυπωσιακή πρόοδος της ιατρικής έχει ενισχύσει την ψευδαίσθηση ότι όλες σχεδόν οι ασθένειες θεραπεύονται. Η επιστήμη μοιάζει να διαθέτει απαντήσεις και λύσεις για όλα τα προβλήματα υγείας, γεγονός που ενισχύει την αντίληψη της παντοδυναμίας του προσωπικού υγείας. Κι ενώ ο/η γιατρός και η/ο νοσηλεύτρια/τής επιστρατεύονται για να θεραπεύσουν τον άρρωστο, έρχονται σε αντίθεση με τους στόχους τους όταν καλούνται να τον πληροφορήσουν ότι δεν διαθέτουν πλέον τα μέσα για να τον κάνουν καλά ή ότι η πορεία της υγείας του «δεν ελέγχεται». Ο φόβος της θεραπευτικής αποτυχίας βρίσκει το προσωπικό υγείας ανέτοιμο να χειριστεί τις επιπτώσεις. Επιπρόσθετα, η αβέβαιη πρόγνωση, η άγνωστη αιτιολογία μιας αρρώστιας και οι «δύσκολες» ερωτήσεις που θέτει ο ασθενής αυξάνουν το άγχος του προσωπικού υγείας που αποφεύγει να ενημερώσει ή να ομολογήσει ότι «δεν γνωρίζει», γεγονός που προσβάλλει το κύρος, την παντογνωσία και την παντοδυναμία του.
Επομένως, το εάν «πρέπει ή δεν πρέπει» να ενημερώνεται ο άρρωστος δεν αποτελεί δίλημμα αλλά ψευτοδίλημμα, αφού η πληροφόρηση σχετικά με την κατάσταση της υγείας του αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του. Τόσο η «πλήρης», χωρίς ευαισθησία ενημέρωση, όσο και η παντελής απόκρυψη της αλήθειας έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες και είναι το ίδιο τραυματικές. Και στις δύο περιπτώσεις ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες του προσωπικού υγείας και λιγότερο σ’ εκείνες του αρρώστου.
Για να δεχθεί ο ασθενής την αρρώστια του, πρέπει να την ονομάσει, να την κατανοήσει και να διορθώσει τις εσφαλμένες αναπαραστάσεις που ενδεχόμενα τη συνοδεύουν. Το πραγματικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι «πώς» το προσωπικό υγείας θα ενημερώσει το συγκεκριμένο ασθενή και όχι «εάν πρέπει ή δεν πρέπει» να τον ενημερώσει.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η αναγγελία «δυσάρεστων ειδήσεων» πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση και η αποδοχή τους, ενώ ταυτόχρονα να μειώνεται η πιθανότητα αντιδράσεων άρνησης, αποδιοργάνωσης, αμφιθυμίας ή η υιοθέτηση παράλογων προσδοκιών (Faulkner, Maguire, Regnard, 1994, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999). Όταν ο επαγγελματίας της υγείας εξατομικεύει την ενημέρωση, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ένα σύνολο παραγόντων που περιλαμβάνουν την ηλικία, το κοινωνικομορφωτικό επίπεδο, τις ανάγκες του αρρώστου για πληροφόρηση, την ψυχολογική του κατάσταση και τη διαθεσιμότητα του υποστηρικτικού του δικτύου (οικογένεια, συγγενείς, φίλοι).
Β. Αντιδράσεις μελών του προσωπικού υγείας απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο |
Τα μέλη του προσωπικού υγείας όταν φροντίζουν άτομα, η ζωή των οποίων απειλείται από μια σοβαρή ασθένεια, βιώνουν πολλές και σημαντικές απώλειες. Σε περιπτώσεις όμως που δένονται με τον άρρωστο συναισθηματικά, συχνά εμφανίζουν συμπτώματα όμοια μ' εκείνα που βιώνουν οι συγγενείς και φίλοι που θρηνούν. Έτσι, με αφορμή την επιδείνωση της υγείας ενός ασθενή ή το θάνατο του, μπορεί να αισθανθούν την ανάγκη να κλάψουν, νιώθουν θλίψη, δυσκολεύονται να αυτοσυγκεντρωθούν, βιώνουν θυμό, ενοχές, άγχος, γενική κούραση ή αδυναμία να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της δουλειάς τους, έχουν πονοκεφάλους, αϋπνίες κ.λπ.
Παρ' όλα αυτά, ένα σημαντικό σημείο που διαφοροποιεί το θρήνο του προσωπικού υγείας από εκείνον των συγγενών είναι ότι ο θρήνος του προσωπικού παραγνωρίζεται όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από τον ίδιο τον εργαζόμενο. Και αυτό συμβαίνει γιατί λανθασμένα πιστεύει ή λανθασμένα έχει διδαχθεί ότι «Δεν Πρέπει» να έχει προσωπικές ανάγκες, αντιδράσεις και συναισθήματα, όταν φροντίζει τον άρρωστο. Αντίθετα, πρέπει να είναι «δυνατός», να αντέχει στον πόνο, στην αρρώστια και στο θάνατο, και να διατηρεί τις αποστάσεις του ώστε να μην επηρεάζεται από τις καταστάσεις αυτές!... Αλλά ακόμα κι αν επηρεαστεί, επιβάλλεται να ελέγχει τα συναισθήματά του για να μην εκτεθεί στα μάτια των συναδέλφων ή και στα δικά του. Όλες αυτές οι παράλογες προσδοκίες δυσκολεύουν την αναγνώριση και την αποδοχή του θρήνου που βιώνουν οι επαγγελματίες της υγείας, καθώς στερούνται της υποστήριξης που συχνά έχουν ανάγκη όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη σοβαρή αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο αρρώστων (Παπαδάτου, 1995, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999).
Η Παπαδάτου (1999), κάνοντας αναφορά στον Kalish (1985), υποστηρίζει ότι ο θάνατος των αρρώστων επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο το ιατρικό από το νοσηλευτικό προσωπικό:
(α) Συνήθως οι περισσότεροι γιατροί επιδιώκουν στόχους προσανατολισμένους στη θεραπεία του αρρώστου, με αποτέλεσμα να βιώνουν το θάνατο ως προσωπική αποτυχία και ήττα. Απορροφημένοι από την πρόκληση της ίασης, αναλώνονται συχνά σε άσκοπες παρεμβάσεις που παρατείνουν τη ζωή του αρρώστου που πεθαίνει, χωρίς να παρέχουν ποιότητα σ' αυτήν. Όταν συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν πλέον «τίποτα» να προσφέρουν, απομακρύνονται από τον ασθενή, καθώς νιώθουν ότι αμφισβητείται η παντοδυναμία τους, ενώ ταυτόχρονα δοκιμάζουν αισθήματα αδυναμίας, ενοχών, οργής, ματαίωσης ή/και κατάθλιψης.
(β) Οι νοσηλευτές, από την άλλη πλευρά, είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στη γενικότερη φροντίδα του αρρώστου και βρίσκονται κοντά του στις διάφορες φάσεις της πορείας του, με αποτέλεσμα να τον γνωρίζουν καλύτερα, να συνδέονται μαζί του και να επηρεάζονται από την εξέλιξη της κατάστασής του. Η επιδείνωση της υγείας του αρρώστου ανακινεί στο νοσηλευτή μια εσωτερική σύγκρουση που εκδηλώνεται μέσα από την τάση του να προσεγγίσει τον ασθενή προκειμένου να του παράσχει την απαιτούμενη φροντίδα, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνεται από αυτόν για να προστατεύσει τον εαυτό του από τα έντονα και οδυνηρά συναισθήματα που προκαλεί ο επικείμενος θάνατος του. Κάθε θάνατος οδηγεί σε σκέψεις-φαντασιώσεις ενός προσωπικού θανάτου και προκαλεί την αναβίωση παλαιότερων εμπειριών - άμεσα συνδεδεμένων με την απώλεια, το θάνατο και το πένθος - που παραμένουν άλυτες (Λαζαράτου, 1990., ό.α. στο Παπαδάτου1999).
Κάθε μέλος του προσωπικού υγείας, σε μια προσπάθειά του να ελέγξει και να μειώσει το άγχος που δημιουργεί ο θάνατος, ενεργοποιεί ασυνείδητα ορισμένους φυσιολογικούς μηχανισμούς άμυνας και συμπεριφορές. Το φάσμα των αμυντικών μηχανισμών ποικίλλει αναλόγως με το άτομο. Όταν ορισμένοι μηχανισμοί άμυνας χρησιμοποιούνται συνεχώς και χωρίς διάκριση, μετατρέπονται σε ανασταλτικούς παράγοντες που έχουν σοβαρές συνέπειες τόσο στην επικοινωνία όσο και στην παροχή ποιοτικής φροντίδας στον άρρωστο. Παρακάτω αναφέρονται ενδεικτικά μερικοί από τους μηχανισμούς αυτούς συνοδευόμενοι από παραδείγματα για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί:
- Ο μηχανισμός της άρνησης συνίσταται στην αδυναμία του ατόμου να αναγνωρίσει την πραγματικότητα μιας τραυματικής κατάστασης. Μέσα από την άρνηση μειώνει το άγχος του και αποφεύγει την κατάθλιψη. Για παράδειγμα, αργοπορεί να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του αρρώστου, γιατί δεν αξιολογεί ως «κρίσιμη» την κατάστασή του, ασχολείται με τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν τη φροντίδα του ή με πρωτόκολλα θεραπείας που αποβλέπουν στον έλεγχο της ασθένειας ή τη θεραπεία.
- Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης επιτρέπει στο προσωπικό υγείας να αναλύει «λογικά» την παρούσα κατάσταση, απωθώντας έτσι τα οδυνηρά συναισθήματά του. Για παράδειγμα, ο γιατρός αποφεύγει να επισκεφτεί τον άρρωστο προβάλλοντας λογικά επιχειρήματα: «Έτσι και αλλιώς δεν καταλαβαίνει», «Δεν μπορώ να του προσφέρω τίποτε άλλο», «Δεν έχει νόημα, σύντομα θα πεθάνει» κ.λπ.
- Ο μηχανισμός της προβολής αφορά την απόδοση προσωπικών οδυνηρών συναισθημάτων, σκέψεων ή προθέσεων σε άλλα άτομα, αντικείμενα ή καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο νοσηλευτής που νιώθει αδύναμος και αμήχανος μπροστά στον άρρωστο, χωρίς να ξέρει τι να πει ή πώς να συμπεριφερθεί, προβάλλει τα αισθήματά του στον άρρωστο, αντί να τα αναγνωρίσει ως δικά του. Έτσι τον αποφεύγει, ισχυριζόμενος ότι ο ασθενής δεν επιθυμεί να του μιλούν, να τον ενοχλούν ή να τον επισκέπτονται.
- Ο μηχανισμός της μετάθεσης επιτρέπει στον εργαζόμενο να μεταβιβάσει τα συναισθήματα που του προκαλεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή κατάσταση σε κάποιο άλλο πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση. Για παράδειγμα, ο ψυχολόγος που νιώθει θυμό για το άδικο της υποτροπής ενός αρρώστου, με τον οποίο είναι συνδεδεμένος, μεταθέτει την οργή του και «εκτονώνεται» πάνω στους συναδέλφους ή/και στα μέλη της οικογένειάς του.
Πολλοί από τους προαναφερόμενους μηχανισμούς χρησιμοποιούνται και σε συλλογικό επίπεδο από τα μέλη μιας Μονάδας που επιδιώκει να προστατευθεί από το άγχος που προκαλούν οι συχνοί θάνατοι ασθενών. Έτσι, μερικές φορές, τα μέλη του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού δένονται μεταξύ τους και αλληλο- υποστηρίζονται. Άλλες φορές, όμως, συγκεντρώνονται για να εκφράσουν το θυμό, την απελπισία και την επιθετικότητά τους προς κάποιο στόχο. Αναζητούν διαρκώς έναν «αποδιοπομπαίο τράγο» που εναλλακτικά μπορεί να είναι ένας «δύσκολος» συγγενής, άλλοτε ένας συνάδελφος, η διοίκηση, η πολιτεία ή οποιοσδήποτε άλλος. Ο στόχος αυτός, στην ουσία, τους επιτρέπει να εκφορτίσουν τα έντονα συναισθήματά τους∙ αυτά όμως παραμένουν ανεπεξέργαστα, γιατί δεν αναγνωρίζονται οι πραγματικές τους αιτίες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη φύση μιας δύσκολης δουλειάς, όπου η απειλή του θανάτου ή της αναπηρίας αποτελούν καθημερινή πραγματικότητα (Papadatou, 1991, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999).
Μια άλλη κοινή αντίδραση που χρησιμοποιείται ως μέθοδος εκτόνωσης είναι το χιούμορ. Όταν όμως γίνεται σε βάρος του ασθενούς, είναι κυνικό ή μακάβριο, εκφράζει μια βαθύτερη επιθετικότητα. Η λεκτική αυτή βία χρησιμοποιείται από το προσωπικό που επιδιώκει να αντεπεξέλθει στην πραγματική βία του θανάτου και συμβάλλει στη «διασκέδαση» των αισθημάτων αδυναμίας που βιώνουν οι επαγγελματίες της υγείας, όταν δεν μπορούν να ανατρέψουν το αναπόφευκτο του θανάτου.
Μια άλλη συνήθης αντίδραση αφορά το «παιχνίδι των πιθανοτήτων». Τα μέλη του προσωπικού υγείας βάζουν στοιχήματα όσον αφορά τη διάγνωση, θεραπεία, πρόγνωση και πιθανότητα επιβίωσης του αρρώστου. Αυτές οι αντιδράσεις συχνά εκδηλώνουν το βαθύτερο άγχος τους μπροστά στην αβεβαιότητα που προκαλεί η κατάσταση της υγείας του αρρώστου ή/και ο επικείμενος θάνατος του.
Μια ακόμα αμυντική συμπεριφορά αφορά τη διαρκή υπερδραστηριότητα ή ακατάπαυστη ομιλία του προσωπικού υγείας που δεν επιτρέπουν στον άρρωστο να αναπτύξει τις προσωπικές σκέψεις και συναισθήματά του, ενώ ταυτόχρονα προστατεύουν τα μέλη του προσωπικού από την άμεση επαφή με τα δικά τους συναισθήματα.
Όλοι οι θάνατοι που συμβαίνουν μέσα σ' ένα Τμήμα δεν προκαλούν την ίδια ψυχική ένταση στα μέλη του προσωπικού υγείας. Κάθε άρρωστος επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο το προσωπικό. Όταν προϋπάρχει μακρόχρονη και στενή σχέση και όταν η ταύτιση με τον άρρωστο είναι έντονη (είτε λόγω ηλικίας, χαρακτηριστικών ή τρόπου ζωής), τότε η διεργασία θρήνου που βιώνει ο επαγγελματίας είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Επίσης, όταν οι θάνατοι είναι συχνοί και αλλεπάλληλοι, τότε το προσωπικό υγείας βιώνει μια «υπερφόρτιση πένθους» (bereavement overload) που συμβάλλει στην επαγγελματική εξουθένωση. Αντιμέτωπο με πολλαπλές απώλειες, χωρίς να έχει το χρόνο ούτε τη δυνατότητα να αφομοιώσει και να αποδεχθεί καθεμιά χωριστά, απωθεί μαζικά τα συναισθήματά του, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να βιώσει και να επεξεργαστεί ένα σύνολο οδυνηρών εμπειριών (Παπαδάτου, 1995, ό.α. στο Παπαδάτου).
Συνοψίζοντας τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τις αντιδράσεις μελών του προσωπικού υγείας απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο, μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό το νοσοκομειακό πλαίσιο να παρέχει μια συστηματική και οργανωμένη υποστήριξη στα μέλη του προσωπικού υγείας (μέσα από ομάδες ή/και εποπτεία με την καθοδήγηση ψυχολόγου ή ψυχίατρου), ώστε να επεξεργάζονται τις εμπειρίες που βιώνουν στην καθημερινή κλινική πράξη. Εξίσου σημαντική είναι και η παροχή συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στα πλαίσια της οποίας, πέρα από την απόκτηση γνώσεων, είναι σημαντικό να αναθεωρούνται στόχοι και να διαμορφώνεται μια φιλοσοφία που να διέπει τη φροντίδα ασθενών που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της ζωής τους και των οικογενειών τους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ-ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ
Στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με τίτλο «Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας», που πραγματοποιήθηκε στις 9-11 Νοεμβρίου 2007 στη Θεσσαλονίκη, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις σχετικά με την ενημέρωση ή όχι των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο. Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τις δυο παρακάτω εισηγήσεις, οι οποίες φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με το θέμα του παρόντος άρθρου και τη δυσκολία του προσωπικού υγείας να ανακοινώνει «δυσάρεστες ειδήσεις»:
1η εισήγηση Παρουσίαση Περιστατικού: «Τι μπορώ να πω. Τι θέλεις να ακούσεις...» (Γ. Μηντζιώρη & Ε. Τσίγγα):
Ο Νίκος 22 ετών έχει συχνούς πονοκεφάλους, ανεγχείρητος καρκίνος εγκεφάλου, ανακοινώνεται στους συγγενείς, δύο χρόνια μετά πεθαίνει, δεν μαθαίνει την αλήθεια.
Σε αντιδιαστολή:
Όταν οι ασθενείς μαντεύουν την αλήθεια:
Κατευθυντήριες οδηγίες:
Θεράπων ιατρός του Νίκου, 36 ετών: «Δε νιώθω καλά σήμερα. Φταίει αυτό που έγινε το πρωί. Τόσα χρόνια σπουδές για να κάνω τον καραγκιόζη. Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Τι να έκανα; Αφού οι γονείς του ήταν ορθοί κοφτοί να μην το πω. Νιώθω τόση κούραση. Είναι αρχή όμως, θα συνηθίσω. Μετά θα γίνει ρουτίνα. Μακάρι.. Αλλά μετά μήπως γίνω σαν και αυτούς που δε σκέφτονται τον ασθενή τους; Ο Νίκος δεν έπρεπε να μου ζητήσει την τελευταία χάρη; Ο Νίκος, έπρεπε να μου ζητήσει τι θέλει. Δεν αντέχω άλλο, δεν πρέπει να το σκεφτώ άλλο. Έκανα αυτό που μπορούσα, αυτό που μου είπανε».
2η εισήγηση «Γιατροί, ασθενείς, και...ψυχολόγοι υγείας» (Ι. Ιεροδιακόνου) Ανάλυση περιστατικού:
Υπάρχει συνάντηση δύο ανθρώπων, έρχονται σε συνάντηση δύο κόσμοι, ένας συνειδητός και ένας ασυνείδητος. Ο γιατρός έχει να κάνει με στοιχεία. Είναι ένα πρόσωπο που έχει εξουσία και στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας είναι αυτός που σώζει ζωές. Υπάρχουν προσπάθειες, όχι λύση. Ούτε για τους ψυχίατρους είναι εύκολα αυτά τα θέματα. Πρέπει να υπάρχει μια θεραπευτική ομάδα, να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει απόψεις. Κάθε φορά, κάθε περιστατικό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ξεχωριστή περίπτωση. |
Βιβλιογραφία:
- Bacqué, M. - Fr. (2007). Πένθος και Υγεία (3η εκδ.). Αθήνα: Θυμάρι.
- Ιεροδιακόνου, Ι. (2007). Γιατροί, ασθενείς, και...ψυχολόγοι υγείας. Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας: 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ (9-11 Νοεμβρίου).
- Μηντζιώρη, Γ., & Τσίγγα, Ε. (2007). Παρουσίαση Περιστατικού: «Τι μπορώ να πω. Τι θέλεις να ακούσεις...». Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας: 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ (9-11 Νοεμβρίου).
- Παπαδάτου, Δ. (1999). Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο. Στο Δ. Παπαδάτου & Φ. Αναγνωστόπουλος, Η Ψυχολογία στο χώρο της Υγείας (σσ.175-194), θ΄ έκδ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.