Προσωπικό υγείας-Γιατί δυσκολευόμαστε να ανακοινώσουμε τις «δυσάρεστες ειδήσεις»;

Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο

Γιατί το προσωπικό υγείας δυσκολεύεται να ανακοινώσει τις «δυσάρεστες ειδήσεις»;

 

Α. Δυσκολία-αποφυγή ενημέρωσης του αρρώστου

 

Σύμφωνα με την Παπαδάτου (1999), οι λόγοι για τους οποίους το προσωπικό υγείας δυσκολεύεται και στη συνέχεια αποφεύγει να ενημερώσει τον άρρωστο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του, μπορεί να οφείλονται είτε σε κοινωνικές προκαταλήψεις που επικρα­τούν σε σχέση με ορισμένες αρρώστιες (π.χ. η διάγνωση του καρκίνου αποκρύπτεται από τον άρρωστο, γιατί είναι μια ασθένεια που στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη και ταυτόχρονα θε­ωρείται «κακιά» αρρώστια - βλ. άρθρο ΗΘΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ) είτε σε ένα σύνολο παραγόντων άμεσα συνδεδεμένων με τις δυσκολίες του προσωπικού υγείας, οι οποίοι παρεμποδίζουν την ανακοίνωση «δυσάρεστων πληροφοριών» (Αναγνωστόπουλος & Ιακωβίδης, 1993. Buckman, 1992, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999). Μερικοί από τους πιο σημαντικούς παράγοντες περιλαμβάνουν:

(α) Το φόβο της πρόκλησης ψυχικού πόνου από την αναγγελία δυσάρεστων ειδήσεων. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό έ­χει εκπαιδευτεί να ανακουφίζει ή να ελαττώνει τον πόνο του αρρώστου και συνήθως είναι διστακτικό και απρόθυμο να τον υποβάλει σε μια ψυχική δοκιμασία.

(β) Την αδυναμία χειρισμού των αντιδράσεων του αρρώστου. Πολλές φορές το προσωπικό υγείας δεν διαθέτει τις γνώσεις και τις δεξιότητες που θεωρούνται χρήσιμες για να χειριστεί τις έντονες συναισθηματικές αντι­δράσεις του αρρώστου (π.χ. κλάμα, οργή, απελπισία, πανικός κ.λπ.). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να βιώνει αμηχανία και συχνά να αποφεύγει να αναστατώ­σει τον άρρωστο. Μια από τις πιο συνηθισμένες αντιδράσεις των ασθενών είναι η εκδήλωση επιθετικότητας, με την από­δοση κατηγοριών, στο μέλος του προσωπικού υγείας που αναγγέλλει τις δυσάρεστες ειδήσεις. Οι πληροφορίες «προσωποποιούνται», παίρνουν «μορφή», και ο/η γιατρός ή η/ο νοσηλεύτρια/τής που εκπροσωπεί την εξουσία, τη γνώ­ση και την επιστήμη, γίνεται στόχος της οργής του αρρώ­στου. Η δυσκολία επομένως του επαγγελματία υγείας αφο­ρά κυρίως το χειρισμό των κατηγοριών και της επιθετικότη­τας που του απευθύνει ο ασθενής. Σε ορισμένες περιπτώ­σεις, ο επαγγελματίας φοβάται ότι με την αναγγελία δυσά­ρεστων ειδήσεων, ο άρρωστος θα αρνηθεί την προτεινόμε­νη αγωγή ή θα διακόψει τη συνεργασία.

(γ)Το φόβο της έκφρασης προσωπικών συναισθημάτων μπρο­στά στην ψυχική οδύνη που βιώνει ο άρρωστος. Το προσω­πικό υγείας έχει εκπαιδευτεί να πιστεύει ότι πρέπει να συ­μπεριφέρεται με αυτοκυριαρχία και ψυχραιμία, να τηρεί α­ποστάσεις από τους ασθενείς και να καταπνίγει ενδεχόμε­να συναισθήματα συμπάθειας, θυμού ή λύπης. Η πεποίθη­ση ότι οι εμπειρίες των αρρώστων δεν πρέπει να επηρεά­ζουν τους επαγγελματίες της υγείας εντείνουν την απώθη­ση συναισθημάτων που παραμένουν ανεπεξέργαστα και τους απειλούν. Παράλληλα, η σοβαρότητα της κατάστα­σης του αρρώστου και η πιθανότητα θανάτου ανακινούν έ­ντονα συναισθήματα που πηγάζουν από τις προσωπικές α­ντιλήψεις και εμπειρίες που έχει ο επαγγελματίας σχετικά με την αρρώστια, το θάνατο και την πορεία προς αυτόν. Όταν αναβιώνουν προϋπάρχοντα άλυτα προσωπικά βιώ­ματα σε σχέση με τα θέματα αυτά, τότε παρεμποδίζεται η αποτελεσματική λειτουργία και παροχή υπηρεσιών,

(δ) Το φόβο της αμφισβήτησης του «παντοδύναμου» ρόλου που το προσωπικό υγείας υιοθετεί. Η εντυπωσιακή πρόο­δος της ιατρικής έχει ενισχύσει την ψευδαίσθηση ότι όλες σχεδόν οι ασθένειες θεραπεύονται. Η επιστήμη μοιάζει να διαθέτει απαντήσεις και λύσεις για όλα τα προβλήματα υγείας, γεγονός που ενισχύει την αντίληψη της παντο­δυναμίας του προσωπικού υγείας. Κι ενώ ο/η γιατρός και η/ο νοσηλεύτρια/τής επιστρατεύονται για να θεραπεύ­σουν τον άρρωστο, έρχονται σε αντίθεση με τους στό­χους τους όταν καλούνται να τον πληροφορήσουν ότι δεν διαθέτουν πλέον τα μέσα για να τον κάνουν καλά ή ότι η πορεία της υγείας του «δεν ελέγχεται». Ο φόβος της θε­ραπευτικής αποτυχίας βρίσκει το προσωπικό υγείας ανέ­τοιμο να χειριστεί τις επιπτώσεις. Επιπρόσθετα, η αβέβαιη πρόγνωση, η άγνωστη αιτιολογία μιας αρρώστιας και οι «δύσκολες» ερωτήσεις που θέτει ο ασθενής αυξάνουν το άγχος του προσωπικού υγείας που αποφεύγει να ενημε­ρώσει ή να ομολογήσει ότι «δεν γνωρίζει», γεγονός που προσβάλλει το κύρος, την παντογνωσία και την παντο­δυναμία του.

Επομένως, το εάν «πρέπει ή δεν πρέπει» να ενημερώνεται ο άρρωστος δεν αποτελεί δίλημμα αλλά ψευτοδίλημμα, αφού η πληροφόρηση σχετικά με την κατάσταση της υγείας του αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά του. Τόσο η «πλήρης», χωρίς ευαισθησία ενημέρωση, όσο και η παντελής απόκρυψη της αλήθειας έχουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες και είναι το ίδιο τραυματικές. Και στις δύο περιπτώσεις ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες του προσωπικού υγείας και λιγότερο σ’ εκείνες του αρρώστου.

Για να δεχθεί ο ασθενής την αρρώστια του, πρέπει να την ονομάσει, να την κατανοήσει και να διορθώσει τις εσφαλμένες αναπαραστάσεις που ενδεχόμενα τη συνοδεύουν. Το πραγματικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι «πώς» το προσωπικό υγείας θα ενημερώσει το συγκεκριμένο ασθενή και όχι «εάν πρέπει ή δεν πρέπει» να τον ενημερώσει.

Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η αναγγελία «δυσάρεστων ειδήσεων» πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να διευκολύνεται η κατανόηση και η αποδοχή τους, ενώ ταυτόχρονα να μειώνεται η πιθανότητα αντιδράσεων άρνησης, αποδιοργάνωσης, αμφιθυμίας ή η υιοθέτηση παράλογων προσδοκιών (Faulkner, Maguire, Regnard, 1994, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999). Όταν ο επαγγελματίας της υγείας εξατομικεύει την ενημέρωση, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του ένα σύνολο παραγόντων που περιλαμβάνουν την ηλικία, το κοινωνικομορφωτικό επίπεδο, τις ανάγκες του αρρώστου για πληροφόρηση, την ψυχολογική του κατάσταση και τη διαθεσιμότητα του υποστηρικτικού του δικτύου (οικογένεια, συγγενείς, φίλοι).

Β. Αντιδράσεις μελών του προσωπικού υγείας απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο

 

Τα μέλη του προσωπικού υγείας όταν φροντίζουν άτομα, η ζωή των οποίων α­πειλείται από μια σοβαρή ασθένεια, βιώνουν πολλές και σημα­ντικές απώλειες. Σε περιπτώσεις όμως που δένονται με τον άρρωστο συναισθηματικά, συχνά εμφανίζουν συμπτώματα όμοια μ' εκείνα που βιώνουν οι συγγενείς και φίλοι που θρη­νούν. Έτσι, με αφορμή την επιδείνωση της υγείας ενός ασθενή ή το θάνατο του, μπορεί να αισθανθούν την ανάγκη να κλάψουν, νιώθουν θλίψη, δυσκολεύονται να αυτοσυγκεντρωθούν, βιώ­νουν θυμό, ενοχές, άγχος, γενική κούραση ή αδυναμία να αντα­ποκριθούν στις απαιτήσεις της δουλειάς τους, έχουν πονοκε­φάλους, αϋπνίες κ.λπ.

Παρ' όλα αυτά, ένα σημαντικό σημείο που διαφοροποιεί το θρήνο του προσωπικού υγείας από εκείνον των συγγενών είναι ότι ο θρήνος του προσωπικού παραγνωρίζεται όχι μόνο από την κοινωνία, αλλά και από τον ίδιο τον εργαζόμενο. Και αυτό συμβαίνει γιατί λανθασμένα πιστεύει ή λανθασμένα έχει διδαχθεί ότι «Δεν Πρέπει» να έχει προσωπικές ανάγκες, αντιδράσεις και συναι­σθήματα, όταν φροντίζει τον άρρωστο. Αντίθετα, πρέπει να εί­ναι «δυνατός», να αντέχει στον πόνο, στην αρρώστια και στο θά­νατο, και να διατηρεί τις αποστάσεις του ώστε να μην επηρεά­ζεται από τις καταστάσεις αυτές!... Αλλά ακόμα κι αν επηρεα­στεί, επιβάλλεται να ελέγχει τα συναισθήματά του για να μην ε­κτεθεί στα μάτια των συναδέλφων ή και στα δικά του. Όλες αυτές οι παράλογες προσδοκίες δυσκολεύουν την αναγνώριση και την αποδοχή του θρήνου που βιώνουν οι επαγγελματίες της υγείας, καθώς στερούνται της υποστήριξης που συχνά έχουν α­νάγκη όταν έρχονται αντιμέτωποι με τη σοβαρή αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο αρρώστων (Παπαδάτου, 1995, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999).

Η Παπαδάτου (1999), κάνοντας αναφορά στον Kalish (1985), υποστηρίζει ότι ο θάνατος των αρρώστων επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο το ιατρικό από το νοσηλευτικό προσωπικό:

(α) Συνήθως οι περισσότεροι γιατροί επιδιώκουν στό­χους προσανατολισμένους στη θεραπεία του αρρώστου, με α­ποτέλεσμα να βιώνουν το θάνατο ως προσωπική αποτυχία και ήττα. Απορροφημένοι από την πρόκληση της ίασης, αναλώνο­νται συχνά σε άσκοπες παρεμβάσεις που παρατείνουν τη ζωή του αρρώστου που πεθαίνει, χωρίς να παρέχουν ποιότητα σ' αυτήν. Όταν συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν πλέον «τίποτα» να προσφέρουν, απομακρύνονται από τον ασθενή, καθώς νιώθουν ότι αμφισβητείται η παντοδυναμία τους, ενώ ταυτόχρονα δοκι­μάζουν αισθήματα αδυναμίας, ενοχών, οργής, ματαίωσης ή/και κατάθλιψης.

(β) Οι νοσηλευτές, από την άλλη πλευρά, είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στη γενικότερη φροντίδα του αρρώστου και βρίσκονται κοντά του στις διάφορες φάσεις της πορείας του, με αποτέλεσμα να τον γνωρίζουν καλύτερα, να συνδέονται μαζί του και να επηρεάζονται από την εξέλιξη της κατάστασής του. Η επιδείνωση της υγείας του αρρώστου ανακινεί στο νοση­λευτή μια εσωτερική σύγκρουση που εκδηλώνεται μέσα από την τάση του να προσεγγίσει τον ασθενή προκειμένου να του παρά­σχει την απαιτούμενη φροντίδα, ενώ ταυτόχρονα απομακρύνε­ται από αυτόν για να προστατεύσει τον εαυτό του από τα έντο­να και οδυνηρά συναισθήματα που προκαλεί ο επικείμενος θά­νατος του. Κάθε θάνατος οδηγεί σε σκέψεις-φαντασιώσεις ε­νός προσωπικού θανάτου και προκαλεί την αναβίωση παλαιότε­ρων εμπειριών - άμεσα συνδεδεμένων με την απώλεια, το θάνα­το και το πένθος - που παραμένουν άλυτες (Λαζαράτου, 1990., ό.α. στο Παπαδάτου1999).

Κάθε μέλος του προσωπικού υγείας, σε μια προσπάθειά του να ελέγξει και να μειώσει το άγχος που δημιουργεί ο θάνατος, ενεργοποιεί ασυνείδητα ορισμένους φυσιολογικούς μηχανι­σμούς άμυνας και συμπεριφορές. Το φάσμα των αμυντικών μη­χανισμών ποικίλλει αναλόγως με το άτομο. Όταν ορισμένοι μη­χανισμοί άμυνας χρησιμοποιούνται συνεχώς και χωρίς διάκρι­ση, μετατρέπονται σε ανασταλτικούς παράγοντες που έχουν σοβαρές συνέπειες τόσο στην επικοινωνία όσο και στην παροχή ποιοτι­κής φροντίδας στον άρρωστο. Παρακάτω αναφέρο­νται ενδεικτικά μερικοί από τους μηχανισμούς αυτούς συνοδευόμενοι από παραδείγματα για να γίνουν περισσότερο κατανοητοί:

  • Ο μηχανισμός της άρνησης συνίσταται στην αδυναμία του ατόμου να αναγνωρίσει την πραγματικότητα μιας τραυματικής κατάστασης. Μέσα από την άρνηση μειώνει το άγχος του και απο­φεύγει την κατάθλιψη. Για παράδειγμα, αργοπορεί να ανταποκρι­θεί στο κάλεσμα του αρρώστου, γιατί δεν αξιολογεί ως «κρίσιμη» την κατάστασή του, ασχολείται με τις τεχνικές λεπτομέρειες που αφορούν τη φροντίδα του ή με πρωτόκολλα θεραπείας που απο­βλέπουν στον έλεγχο της ασθένειας ή τη θεραπεία.
  • Ο μηχανισμός της εκλογίκευσης επιτρέπει στο προσωπι­κό υγείας να αναλύει «λογικά» την παρούσα κατάσταση, απω­θώντας έτσι τα οδυνηρά συναισθήματά του. Για παράδειγμα, ο γιατρός αποφεύγει να επισκεφτεί τον άρρωστο προβάλλοντας λογικά επιχειρήματα: «Έτσι και αλλιώς δεν καταλαβαίνει», «Δεν μπορώ να του προσφέρω τίποτε άλλο», «Δεν έχει νόημα, σύντο­μα θα πεθάνει» κ.λπ.
  • Ο μηχανισμός της προβολής αφορά την απόδοση προ­σωπικών οδυνηρών συναισθημάτων, σκέψεων ή προθέσεων σε άλλα άτομα, αντικείμενα ή καταστάσεις. Για παράδειγμα, ο νο­σηλευτής που νιώθει αδύναμος και αμήχανος μπροστά στον άρρωστο, χωρίς να ξέρει τι να πει ή πώς να συμπεριφερθεί, προβάλλει τα αισθήματά του στον άρρωστο, αντί να τα αναγνω­ρίσει ως δικά του. Έτσι τον αποφεύγει, ισχυριζόμενος ότι ο α­σθενής δεν επιθυμεί να του μιλούν, να τον ενοχλούν ή να τον ε­πισκέπτονται.
  • Ο μηχανισμός της μετάθεσης επιτρέπει στον εργαζόμενο να μεταβιβάσει τα συναισθήματα που του προκαλεί ένα συγκε­κριμένο γεγονός ή κατάσταση σε κάποιο άλλο πρόσωπο, αντι­κείμενο ή κατάσταση. Για παράδειγμα, ο ψυχολόγος που νιώθει θυμό για το άδικο της υποτροπής ενός αρρώστου, με τον οποίο είναι συνδεδεμένος, μεταθέτει την οργή του και «εκτονώνεται» πάνω στους συναδέλφους ή/και στα μέλη της οικογένειάς του.

Πολλοί από τους προαναφερόμενους μηχανισμούς χρησι­μοποιούνται και σε συλλογικό επίπεδο από τα μέλη μιας Μονάδας που επιδιώκει να προστατευθεί από το άγχος που προκαλούν οι συχνοί θάνατοι ασθενών. Έτσι, μερικές φορές, τα μέλη του ια­τρονοσηλευτικού προσωπικού δένονται μεταξύ τους και αλληλο- υποστηρίζονται. Άλλες φορές, όμως, συγκεντρώνονται για να εκ­φράσουν το θυμό, την απελπισία και την επιθετικότητά τους προς κάποιο στόχο. Αναζητούν διαρκώς έναν «αποδιοπομπαίο τράγο» που εναλλακτικά μπορεί να είναι ένας «δύσκολος» συγγενής, άλ­λοτε ένας συνάδελφος, η διοίκηση, η πολιτεία ή οποιοσδήποτε άλλος. Ο στόχος αυτός, στην ουσία, τους επιτρέπει να εκφορτίσουν τα έντονα συναισθήματά τους∙ αυτά όμως παραμένουν ανε­πεξέργαστα, γιατί δεν αναγνωρίζονται οι πραγματικές τους αι­τίες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη φύση μιας δύσκολης δουλειάς, όπου η απειλή του θανάτου ή της αναπηρίας αποτε­λούν καθημερινή πραγματικότητα (Papadatou, 1991, ό.α. στο Παπαδάτου, 1999).

Μια άλλη κοινή αντίδραση που χρησιμοποιείται ως μέθο­δος εκτόνωσης είναι το χιούμορ. Όταν όμως γίνεται σε βάρος του ασθενούς, είναι κυνικό ή μακάβριο, εκφράζει μια βαθύτερη επιθετικότητα. Η λεκτική αυτή βία χρησιμοποιείται από το προ­σωπικό που επιδιώκει να αντεπεξέλθει στην πραγματική βία του θανάτου και συμβάλλει στη «διασκέδαση» των αισθημάτων α­δυναμίας που βιώνουν οι επαγγελματίες της υγείας, όταν δεν μπορούν να ανατρέψουν το αναπόφευκτο του θανάτου.

Μια άλλη συνήθης αντίδραση αφορά το «παιχνίδι των πι­θανοτήτων». Τα μέλη του προσωπικού υγείας βάζουν στοιχήμα­τα όσον αφορά τη διάγνωση, θεραπεία, πρόγνωση και πιθανό­τητα επιβίωσης του αρρώστου. Αυτές οι αντιδράσεις συχνά εκ­δηλώνουν το βαθύτερο άγχος τους μπροστά στην αβεβαιότητα που προκαλεί η κατάσταση της υγείας του αρρώστου ή/και ο ε­πικείμενος θάνατος του.

Μια ακόμα αμυντική συμπεριφορά αφορά τη διαρκή υπερ­δραστηριότητα ή ακατάπαυστη ομιλία του προσωπικού υγείας που δεν επιτρέπουν στον άρρωστο να αναπτύξει τις προσωπι­κές σκέψεις και συναισθήματά του, ενώ ταυτόχρονα προστα­τεύουν τα μέλη του προσωπικού από την άμεση επαφή με τα δι­κά τους συναισθήματα.

Όλοι οι θάνατοι που συμβαίνουν μέσα σ' ένα Τμήμα δεν προκαλούν την ίδια ψυχική ένταση στα μέλη του προσωπικού υγείας. Κάθε άρρωστος επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο το προσωπικό. Όταν προϋπάρχει μακρόχρονη και στενή σχέση και όταν η ταύτιση με τον άρρωστο είναι έντονη (είτε λόγω ηλικίας, χα­ρακτηριστικών ή τρόπου ζωής), τότε η διεργασία θρήνου που βιώνει ο επαγγελματίας είναι ιδιαίτερα οδυνηρή. Επίσης, όταν οι θάνατοι είναι συχνοί και αλλεπάλληλοι, τότε το προσωπικό υγείας βιώνει μια «υπερφόρτιση πένθους» (bereavement over­load) που συμβάλλει στην επαγγελματική εξουθένωση. Αντιμέ­τωπο με πολλαπλές απώλειες, χωρίς να έχει το χρόνο ούτε τη δυνατότητα να αφομοιώσει και να αποδεχθεί καθεμιά χωριστά, απωθεί μαζικά τα συναισθήματά του, με αποτέλεσμα να δυσκο­λεύεται όλο και περισσότερο να βιώσει και να επεξεργαστεί ένα σύνολο οδυνηρών εμπειριών (Παπαδάτου, 1995, ό.α. στο Παπαδάτου).

Συνοψίζοντας τα όσα ειπώθηκαν παραπάνω για τις αντιδράσεις μελών του προσωπικού υγείας απέναντι στην αρρώστια και το θάνατο, μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό το νοσοκομειακό πλαί­σιο να παρέχει μια συστηματική και οργανωμένη υποστήριξη στα μέλη του προσωπικού υγείας (μέσα από ομάδες ή/και επο­πτεία με την καθοδήγηση ψυχολόγου ή ψυχίατρου), ώστε να ε­πεξεργάζονται τις εμπειρίες που βιώνουν στην καθημερινή κλι­νική πράξη. Εξίσου σημαντική είναι και η παροχή συνεχιζόμενης εκπαίδευσης στα πλαίσια της οποίας, πέρα από την απόκτηση γνώσεων, είναι σημαντικό να αναθεωρούνται στόχοι και να δια­μορφώνεται μια φιλοσοφία που να διέπει τη φροντίδα ασθενών που βρίσκονται στο τελικό στάδιο της ζωής τους και των οικο­γενειών τους.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ-ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ

Στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ με τίτλο «Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας», που πραγματοποιήθηκε στις 9-11 Νοεμβρίου 2007 στη Θεσσαλονίκη, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις σχετικά με την ενημέρωση ή όχι των ασθενών που πάσχουν από καρκίνο. Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τις δυο παρακάτω εισηγήσεις, οι οποίες φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με το θέμα του παρόντος άρθρου και τη δυσκολία του προσωπικού υγείας να ανακοινώνει «δυσάρεστες ειδήσεις»:

 

1η εισήγηση

Παρουσίαση Περιστατικού: «Τι μπορώ να πω. Τι θέλεις να ακούσεις...» (Γ. Μηντζιώρη & Ε. Τσίγγα):

 

Ο Νίκος 22 ετών έχει συχνούς πονοκεφάλους, ανεγχείρητος καρκίνος εγκεφάλου, ανακοινώνεται στους συγγενείς, δύο χρόνια μετά πεθαίνει, δεν μαθαίνει την αλήθεια.

  • Δεν είναι σε ψυχολογική κατάσταση να μάθει.
  • Δε θέλει να ξέρει τι έχει.
  • Μπορεί να αυτοκτονήσει.

Σε αντιδιαστολή:

  • Δεν υπάρχει καμία μελέτη που να υποστηρίζει ότι οι ασθενείς που δε γνωρίζουν αντιμετωπίζουν καλύτερα τη διάγνωση.
  • Τα κίνητρα της οικογένειας δεν είναι ξεκάθαρα.

Όταν οι ασθενείς μαντεύουν την αλήθεια:

  • Έλλειψη εμπιστοσύνης.
  • Διατάραξη σχέσεων ασθενή-οικογένειας.
  • Μη συμμόρφωση του ασθενή στη θεραπεία.
  • Άγχος.
  • Παραπληροφόρηση.

Κατευθυντήριες οδηγίες:

  1. Προετοιμασία για συζήτηση άσχημων νέων.
  2. Παροχή κάθε είδους πληροφορίας στον ασθενή.
  3. Κάλυψη αναγκών-αφομοίωση.
  4. Διεπιστημονική ομάδα.

Θεράπων ιατρός του Νίκου, 36 ετών:

«Δε νιώθω καλά σήμερα. Φταίει αυτό που έγινε το πρωί. Τόσα χρόνια σπουδές για να κάνω τον καραγκιόζη. Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Τι να έκανα; Αφού οι γονείς του ήταν ορθοί κοφτοί να μην το πω. Νιώθω τόση κούραση. Είναι αρχή όμως, θα συνηθίσω. Μετά θα γίνει ρουτίνα. Μακάρι.. Αλλά μετά μήπως γίνω σαν και αυτούς που δε σκέφτονται τον ασθενή τους; Ο Νίκος δεν έπρεπε να μου ζητήσει την τελευταία χάρη; Ο Νίκος, έπρεπε να μου ζητήσει τι θέλει. Δεν αντέχω άλλο, δεν πρέπει να το σκεφτώ άλλο. Έκανα αυτό που μπορούσα, αυτό που μου είπανε».

 

2η εισήγηση

«Γιατροί, ασθενείς, και...ψυχολόγοι υγείας» (Ι. Ιεροδιακόνου)

Ανάλυση περιστατικού:

  • Υπάρχει το αίσθημα του αβοήθητου.
  • Ηθική ματαίωση, κάνει τον καραγκιόζη, από εκεί ξεκινάει ο θυμός του.
  • «Τι να έκανα;» → 1η εκλογίκευση.
  • «Οι γονείς με παρακάλεσαν». → 2η εκλογίκευση.
  • Αποφυγή, «σε τελική ανάλυση γιατρός είμαι, όχι ψυχολόγος».
  • Πρώτα σημάδια ήττας, «αρχή είναι θα συνηθίσω».
  • Ο θυμός έρχεται στον εαυτό του.
  • Απόγνωση, «δεν αντέχω άλλο», αδιέξοδο.

Υπάρχει συνάντηση δύο ανθρώπων, έρχονται σε συνάντηση δύο κόσμοι, ένας συνειδητός και ένας ασυνείδητος. Ο γιατρός έχει να κάνει με στοιχεία. Είναι ένα πρόσωπο που έχει εξουσία και στην αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας είναι αυτός που σώζει ζωές. Υπάρχουν προσπάθειες, όχι λύση. Ούτε για τους ψυχίατρους είναι εύκολα αυτά τα θέματα. Πρέπει να υπάρχει μια θεραπευτική ομάδα, να συνεργάζεται και να ανταλλάσσει απόψεις. Κάθε φορά, κάθε περιστατικό θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ξεχωριστή περίπτωση.

Βιβλιογραφία:

  • Bacqué, M. - Fr. (2007). Πένθος και Υγεία (3η εκδ.). Αθήνα: Θυμάρι.
  • Ιεροδιακόνου, Ι. (2007). Γιατροί, ασθενείς, και...ψυχολόγοι υγείας. Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας: 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ (9-11 Νοεμβρίου).
  • Μηντζιώρη, Γ., & Τσίγγα, Ε. (2007). Παρουσίαση Περιστατικού: «Τι μπορώ να πω. Τι θέλεις να ακούσεις...». Σύγχρονες εξελίξεις στην εμπειρικά τεκμηριωμένη Κλινική Ψυχολογία και Ψυχολογία της Υγείας: 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο του Κλάδου Κλινικής Ψυχολογίας και Ψυχολογίας της Υγείας της ΕΛΨΕ. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ (9-11 Νοεμβρίου).
  • Παπαδάτου, Δ. (1999). Επικοινωνία προσωπικού υγείας με τον άρρωστο. Στο Δ. Παπαδάτου & Φ. Αναγνωστόπουλος, Η Ψυχολογία στο χώρο της Υγείας (σσ.175-194), θ΄ έκδ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Σχετικά άρθρα