Βιταμίνη D

Η βιταμίνη D (Vitamin D) ανήκει στην κατηγορία των λιποδιαλυτών βιταμινών και διακρίνεται σε δύο μορφές, τη βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη - Cholecalciferol) και τη βιταμίνη D2 (εργοκαλσιφερόλη - Ergocalciferol), ζωικής και φυτικής προέλευσης αντίστοιχα, οι οποίες διαφέρουν στη χημική δομή και στις φαρμακοκινητικές ιδιότητες.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για στεροειδική προ-ορμόνη που λειτουργεί περισσότερο ως ορμόνη ή πρόδρομος ορμονών, παρά ως βιταμίνη, δεδομένου ότι σε κατάλληλο βιολογικό περιβάλλον συντίθενται ενδογενώς και εμφανίζει δράσεις οι οποίες δεν περιορίζονται στο μεταβολισμό του ασβεστίου και του φωσφόρου, αλλά είναι πλειοτροπικές και αφορούν την κυτταρική διαφοροποίηση, την ανοσιακή απάντηση, τον ενδιάμεσο μεταβολισμό και το καρδιαγγειακό σύστημα.

Ανεπάρκεια βιταμίνης DΑίτια και πιθανές συνέπειες της έλλειψης βιταμίνης DΗ βιταμίνη D3 παράγεται στο δέρμα, με την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας (UVB 290-315nm). Ειδικότερα η 7-δεϋδροχοληστερόλη, υπό την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας μέσω φωτοχημικής διάσπασης, μετατρέπεται σε προβιταμίνη D3 και στη συνέχεια στο ισομερές της, βιταμίνη D3. Κατόπιν η βιταμίνη D φέρεται στη συστηματική κυκλοφορία, όπου συνδέεται με την πρωτεΐνη-φορέα της, την vitamin-D binding protein (VDBP), μια α-σφαιρίνη, η οποία συντίθεται στο ήπαρ.

Άλλες πηγές βιταμίνης D είναι οι τροφές (βιταμίνη D2-φυτικής προέλευσης και D3 -ζωικής προέλευσης). Στην περίπτωση αυτή η βιταμίνη D απορροφάται από το έντερο, φέρεται στη λέμφο συνδεόμενη με τα χυλομικρά και κατόπιν, εντός της συστηματικής, όπου συνδέεται με την πρωτεΐνη-φορέα της (VDBP).

Οι δύο μορφές της βιταμίνης D διαφέρουν ως προς μια μεθυλομάδα στη θέση C24 και ένα διπλό δεσμό μεταξύ C22-23. Παρότι απορροφώνται εξίσου από το πεπτικό σύστημα, διαφέρουν ως προς τη φαρμοκινητική, με τη βιταμίνη D2 λόγω μικρότερης σύνδεσης με την πρωτεΐνη-φορέα (VDBP), να απομακρύνεται ταχύτερα. Κατά συνέπεια η βιταμίνη D2, σε ισόποσες διαλείπουσες δόσεις, έχει μόλις το 30-40% της δραστικότητας της βιταμίνης D3.

Η παραγωγή της βιταμίνης D στο δέρμα, η οποία αποτελεί και το 70-80% της συνολικής ημερήσιας παραγωγής - το υπόλοιπο προκύπτει από τις τροφές - επηρεάζεται από πολλαπλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων είναι:

  • Η έκθεση στον ήλιο.
  • Η χρήση αντηλιακών (αντηλιακό με δείκτη προστασίας >8 περιορίζει έως και 90% τη σύνθεση βιταμίνης D).
  • Η ένδυση.
  • Η ποσότητα της μελανίνης (η μαύρη φυλή παρουσιάζει χαμηλότερα επίπεδα).
  • Η εποχή του έτους (σημαντική μείωση των τιμών τους χειμερινούς μήνες).
  • Το γεωγραφικό πλάτος (αύξηση του γεωγραφικού πλάτους συνοδεύεται από σημαντικό περιορισμό της ικανότητας σύνθεσης).
  • Η ηλικία (μείωση της ικανότητας παραγωγής βιταμίνης D σε ηλικιωμένους).
  • Η παχυσαρκία (μειωμένη κινητοποίηση της βιταμίνης D από το λιπώδη ιστό).

Μετά από την αρχική σύνθεσή της βιταμίνης D στο δέρμα και τη σύνδεσή της με την πρωτεΐνη-φορέα (VDBP) φέρεται στο ήπαρ όπου υδροξυλιώνεται στα μιτοχόνδρια και τα μικροσωμάτια του ήπατος από συνένζυμα που προσομοιάζουν στο κυτόχρωμα Ρ450, στη θέση 25, οπότε σχηματίζεται η 25 (OH)D. Στη συνέχεια η 25(OH)D φέρεται στο νεφρό όπου υπό την επίδραση της 1-α υδροξυλάσης (της οποίας το υπεύθυνο γονίδιο βρίσκεται στο μακρό σκέλος του χρωμοσώματος 12 και η αδρανοποιητική του μετάλλαξη προκαλεί την ανθεκτική στη βιταμίνη D ραχίτιδα τύπου 1) μετατρέπεται στη δραστική μορφή βιταμίνης D, την 1,25 (OH)2D.

Πέρα από το νεφρικό σωληνάριο η 1-α υδροξυλάση εκφράζεται σε πολλούς ιστούς, όπως στους οστεοβλάστες, στο έντερο, στα μονοκύτταρα, στο πάγκρεας, στον προστάτη, στο μαστό, κλπ όπου συμμετέχει στην τοπική παραγωγή ενεργού βιταμίνης D. Αναφορικά με τους παράγοντες που αυξάνουν τη δραστηριότητα της 1-α υδροξυλάσης στο νεφρό κυριότεροι είναι η παραθορμόνη (ΡΤΗ), η υποασβεστιαιμία, και η υποφωσφοραιμία, ενώ μειώνεται σε υποπαραθυρεοειδισμό, υπερασβεστιαιμία, υπερφωσφοραιμία καθώς και από τον FGF23 και την 1,25 (OH)2D3.

Κύρια οδό απενεργοποίησης των μεταβολιτών της βιταμίνης D αποτελεί μια επιπλέον υδροξυλίωση από την 24-υδροξυλάση της βιταμίνη D, ένα ένζυμο το οποίο εκφράζεται στους περισσότερους ιστούς. Η 1,25(OH)2D αποτελεί τον βασικό παράγοντα ενεργοποίησης της 24-υδροξυλάσης της βιταμίνης D, συνεπώς η ορμόνη αυτή προάγει την απενεργοποίησή της, περιορίζοντας έτσι και τη βιολογική της δράση.

Η 1,25(OH)2D ασκεί τη βιολογική της δράση μέσω της ένωσής της με ένα μέλος της υπεροικογένειας πυρηνικών υποδοχέων, τον υποδοχέα της βιταμίνης D (VDR-vitamin D receptor). Ο υποδοχέας αυτός ανήκει στην υποοικογένεια που περιλαμβάνει τους υποδοχείς της θυρεοειδικής ορμόνης, τους υποδοχείς του ρετινοϊκού οξέος και τους υποδοχείς PPARs (peroxisome proliferator activated receptors), ωστόσο, σε αντίθεση με τα άλλα μέλη αυτής της υποοικογένειας, μόνο μια μορφή του VDR έχει απομονωθεί. Το σύμπλεγμα συνδέεται σε ειδική περιοχή του DNA, η οποία ονομάζεται VDRE (Vitamin D response element), κοντά στον εκκινητή του αντίστοιχου γονιδίου, το οποίο ρυθμίζεται από τη βιταμίνη D. Κατόπιν με την ενεργοποίηση συνενεργοποιητών ή συνκατασταλτών (co-activators/ compressors) προκαλείται η μεταγραφή ή η καταστολή του γονιδίου και η αντίστοιχη τροποποίηση των επιπέδων της αντίστοιχης πρωτεΐνης. Υπολογίζεται ότι 3000 γονίδια απαντούν στη βιταμίνη D.

Αναφορικά με τις δράσεις τής βιταμίνης D, οι κύριοι ιστοί στόχοι είναι το έντερο, τα οστά, ο νεφρός και οι παραθυρεοειδείς αδένες. Ειδικότερα:

  • Στο έντερο προκαλεί αύξηση της εντερικής απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου, μέσω επαγωγής των TRVP6 διαύλων, calbindin D9k, PMCA1 και του NaP συμμεταφορέα lib.
  • Στα οστά προκαλεί αύξηση της οστεοβλαστικής και οστεοκλαστικής δραστηριότητας, μέσω αύξησης της παραγωγής RANKL από τους οστεοβλάστες, με συνέπεια την αύξηση της απελευθέρωσης ασβεστίου και φωσφόρου από τα οστά, ενώ αυξάνει και την παραγωγή FGF23 από τα οστεοκύτταρα.
  • Στο νεφρό, καταστέλλει την 1 -α υδροξυλάση, επάγει την 24-υδροξυλάση, και αυξάνει την επαναρρόφηση του ασβεστίου στο άπω σωληνάριο.
  • Στους παραθυρεοειδείς αναστέλλει τη σύνθεση της ΡΤΗ και τον πολλαπλασιασμό των παραθυρεοειδικών κυττάρων.

Πέρα από τις ανωτέρω δράσεις η βιταμίνη D επηρεάζει πολλαπλές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού, οι οποίες σχετίζονται με τη φλεγμονή, την αρτηριακή πίεση και την ογκονένεση. Ειδικότερα, η βιταμίνη D σχετίζεται με καταστολή της κυτταρικής αύξησης, αύξηση της κυτταρικής διαφοροποίησης, ρύθμιση της απόπτωσης, της ανοσιακής απάντησης, της διαφοροποίησης του δέρματος και των τριχών, ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (μείωση της ρενίνης), αύξηση της έκκρισης ινσουλίνης, βελτίωση της μυϊκής λειτουργίας και επίδραση στη λειτουργία του ΚΝΣ.

Παρότι η ακριβής ακολουθία των παθοφυσιολογικών μεταβολών σε έλλειψη βιταμίνης D δεν έχει πλήρως διευκρινισθεί στον άνθρωπο, κοινός παρονομαστής ανεξάρτητα από την αιτία είναι η μείωση της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου και φωσφόρου και η ανάπτυξη δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού που επιφέρει αύξηση της παραθορμόνης (ΡΤΗ). Η ΡΤΗ αυξάνει το ρυθμό οστικής εναλλαγής με συνέπεια αύξηση της απελευθέρωσης ασβεστίου και φωσφόρου από τα οστά, μείωση της νεφρικής αποβολής ασβεστίου και αύξηση της αποβολής φωσφόρου και συνοδό αύξηση της παραγωγής καλσιτριόλης, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια. Η αύξηση της καλσιτριόλης αντιρροπεί εν μέρει την ένδεια ασβεστίου και φωσφόρου, αυξάνει την εντερική τους απορρόφηση και την οστική απελευθέρωση. Όψιμα η περαιτέρω μείωση της βιταμίνης D λόγω κατανάλωσης οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της καλσιτριόλης, με συνέπεια ακόμη μεγαλύτερη μείωση των επιπέδων του ασβεστίου και του φωσφόρου.

Η ένδεια βιταμίνης D κατά την παιδική-εφηβική ηλικία οδηγεί στην εμφάνιση της ραχίτιδας μιας νόσου του αναπτυσσόμενου σκελετού και χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση ή αδυναμία της επιμετάλλωσης του συζευτικού χόνδρου, με συνέπεια τη διεύρυνσή του και την εμφάνιση χαρακτηριστικών σκελετικών παραμορφώσεων. Η πιο συχνή αιτία είναι η έλλειψη βιταμίνης D, η οποία οδηγεί σε μείωση της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου και φωσφόρου, δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό με συνέπεια περαιτέρω επιδείνωση της ένδειας φωσφόρου. Η υποφωσφοραιμία οδηγεί σε μείωση της φυσιολογικής απόπτωσης των υπερτροφικών χονδροκυττάρων, φαινόμενο που είναι απαραίτητο για ανάπτυξη της αγγείωσης στην περιοχή του συζευτικού χόνδρου και την ακόλουθη επιμετάλλωσή του. Η συχνότητα εμφάνισης ραχίτιδας αυξάνει σημαντικά σε επίπεδα 25(OH)D <30 nmol/L (12 ng/ml), ενώ σε πλήρη κλινική έκφραση, τα επίπεδα είναι μικρότερα από 12,5 nmol/L (5 ng/ml). Κατά κανόνα εκδηλώνεται μεταξύ 6ου-24ου μήνα της ζωής σε βρέφη με μειωμένη έκθεση στον ήλιο ή υπό αποκλειστικό θηλασμό.

Για την πρόληψη της ραχίτιδας το Ινστιτούτο Υγείας συνιστά την πρόσληψη 400 IU βιταμίνης D σε ηλικίες έως 3 ετών 7, ενώ η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρία προτείνει πρόσληψη 400-1000 IU έως 1 έτους και 600-1000 IU έως 18 ετών. Αναφορικά με τη σχέση επιπέδων βιταμίνης D και μυοσκελετικής υγείας κατά την παιδική ηλικία σειρά μελετών περιγράφουν θετική συσχέτιση μεταξύ υψηλότερων επιπέδων βιταμίνης D και οστικής πυκνότητας, οστικής επιμετάλλωσης, εντερικής απορρόφησης ασβεστίου και μυϊκής λειτουργίας. Παρόλα αυτά απουσιάζουν επί του παρόντος σαφή δεδομένα από μελέτες παρέμβασης στον παιδιατρικό/εφηβικό πληθυσμό.

Ταξινόμηση των επιπέδων της βιταμίνης D
  • Επάρκεια: > 20 ng/ml (50 nmol/L).
  • Ανεπάρκεια: 12-20 ng/ml (30-50 nmol/L).
  • Έλλειψη: <Ί2 ng/ml (<30 nmol/L).
  • Τοξικότητα: >100 ng/ml (>250 nmol/L).

Ένδεια βιταμίνης D στους ενηλίκους

Οστεομαλακία

Η οστεομαλακία είναι κατά κανόνα νόσος των ενηλίκων και συνήθως προκαλείται από μακράς διάρκειας ένδεια βιταμίνης D. Ιστομορφομετρικά χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου και μείωση της επιμετάλλωσης του οστεοειδούς. Η οστεομαλακία οδηγεί σε σημαντική οστική απώλεια στο φλοιώδες οστό με συνοδό αύξηση του κινδύνου των πτώσεων και καταγμάτων.

Σε κλινικό επίπεδο εκδηλώνεται με σειρά συμπτωμάτων και σημείων (σύνδρομο οστεομαλακίας) όπως οστικά άλγη και οστική ευαισθησία κατά την ψηλάφηση, μυϊκή αδυναμία και δυσχέρεια βάδισης, τα οποία κατά κανόνα διαφεύγουν της προσοχής. Ακτινολογικά παρατηρείται οστεοπενία, αύξηση της πορωτικότητας του φλοιώδους οστού, σπάνια εικόνα ινώδους κυστικής οστείτιδος λόγω δευτεροπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού, ενώ χαρακτηριστικά είναι τα κατάγματα Looser τα οποία εμφανίζονται στις πλευρές, πύελο, στην ωμοπλάτη ή λιγότερο συχνά στην έσω επιφάνεια του αυχένα του μηριαίου ή στην έσω επιφάνεια της διάφυσης των μακρών οστών. Εργαστηριακά χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα 25(OH)D, αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης και δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό. Η θεραπεία συνίσταται στην αποκατάσταση της υποβιταμίνωσης D.

Οστεοπόρωση

Τις τελευταίες δεκαετίες ο αδιαμφισβήτητος ρόλος της βιταμίνης D στο μυοσκελετικό σύστημα έχει καταστήσει τόσο τον προσδιορισμό της όσο τη χρήση της ως θεραπευτικό μέσο προαπαιτούμενο στην αξιολόγηση και θεραπεία της οστεοπόρωσης. Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα υπάρχει διχογνωμία αναφορικά με τα ιδανικά επίπεδα βιταμίνης D για τη βέλτιστη μυοσκελετική υγεία, γεγονός που αποδίδεται αφενός μεν στην έλλειψη ομοφωνίας για το ιδανικό ελεγχόμενο καταληκτικό σημείο (εντερική απορρόφηση ασβεστίου, επίπεδα ΡΤΗ, οστική πυκνότητα, ρυθμός οστικής απώλειας, κατάγματα, πτώσεις) και αφετέρου στα αντικρουόμενα σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελέσματα ή και στην έλλειψη κατάλληλων κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών.

Ο καθορισμός των ιδανικών επιπέδων βιταμίνης D και κατά συνέπεια η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη διαφοροποιούνται ανάλογα με τον ελεγχόμενο πληθυσμό. Κατά συνέπεια το Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ θέτει ως ιδανικά τα επίπεδα 25(OH)D >20 ng/ml (50 nmol/L) στο γενικό πληθυσμό, ενώ η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρία θέτει ως στόχο >30 ng/ml (75 nmol/L) σε ασθενείς με μεταβολικά νοσήματα των οστών.Τιμές 25(OH)D >50 ng/ml πιθανόν σχετίζονται με ανεπιθύμητες ενέργειες.

Ειδικές Καταστάσεις

Κύηση-Γαλουχία

Τα τελευταία χρόνια η ένδεια βιταμίνης D στη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας έχει συσχετισθεί με πολλαπλά συμβάματα τόσο στη μητέρα όσο και στο έμβρυο-νεογνό. Στη διάρκεια της εγκυμοσύνης μεταφέρονται σημαντικές ποσότητες ασβεστίου από τη μητέρα στο έμβρυο, ιδιαίτερα στη διάρκεια του 3ου τριμήνου, όπου εκτιμάται ότι η ημερήσια μεταφορά προσεγγίζει τα 300 mg. Η προσαρμογή πραγματοποιείται μέσω αύξησης της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου. Αντίθετα στη διάρκεια του θηλασμού, όπου μεταφέρονται περίπου 300 mg ασβεστίου ημερησίως, η προσαρμογή πραγματοποιείται μέσω αύξησης της οστικής κινητοποίησης του ασβεστίου μέσω του πεπτιδίου σχετιζόμενο με την παραθορμόνη (PTH-rP). Υπενθυμίζεται ότι στη διάρκεια της εγκυμοσύνης διέρχεται δια του πλακούντα η 25(OH)D, μεταφορά η οποία και καθορίζει τα επίπεδα της βιταμίνης D στο νεογνό, ενώ στο μητρικό γάλα εκτός από το ασβέστιο μεταφέρονται και καλσιφερόλες (D2 και D3) και όχι η 25(OH)D.

Ο επιπολασμός υποβιταμίνωσης D είναι ιδιαίτερα υψηλός παγκόσμια (18% έως και 80%) και έχει συσχετισθεί με μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης προεκλαμψίας, σακχαρώδη διαβήτη κύησης, πραγματοποίησης καισαρικής τομής, χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης και μειωμένη BMC του νεογνού. Επιπρόσθετα συζητείται η επίδραση της ένδειας βιταμίνης D στον ενδομήτριο προγραμματισμό (intrauterine programming) του εμβρύου δεδομένων των πλειοτροπικών δράσεων της βιταμίνης D. Παρόλα αυτά οι έως τώρα μελέτες παρέμβασης με βιταμίνη D έχουν κατά κανόνα αποτύχει να αποδείξουν σημαντική επίδραση σε σημαντικά καταληκτικά σημεία. Το ινστιτούτο Υγείας προτείνει την πρόσληψη 600 IU/ημέρα στην κύηση και γαλουχία, ενώ η Αμερικανική Ενδοκρινολογική Εταιρία 600-1000 IU για ηλικίες 14-18 ετών και 1500-2000 IU για άνω των 18 ετών.

Χρόνια Νεφρική Νόσος (ΧΝΝ)

Οι διαταραχές στο μεταβολισμό των οστών και των μετάλλωω εμφανίζονται πρώιμα στην εξέλιξη της χρόνιας νεφρικής νόσου και χαρακτηρίζονται από δευτεροπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό, οστική νόσο και αγγειακές ασβεστώσεις. Οι κύριες αιτίες αφορούν στην κατακράτηση φωσφόρου και διαταραχές στο μεταβολισμό της βιταμίνης D. Η προοδευτική μείωση των επιπέδων καλσιτριόλης κατά την εξέλιξη της νεφρικής νόσου αποδίδεται στη μείωση της δραστηριότητας της 1 -α υδροξυλάσης λόγω μείωσης της νεφρικής μάζας, στην αύξηση του FGF23 λόγω υπερφωσφοραιμίας, στη μείωση της παροχής 25(OH)D στο νεφρό λόγω μείωσης της έκφρασης μεγκαλίνης (πρωτεΐνης η οποία είναι υπεύθυνη για την ενδοκυττάρωση της 25(OH)D).

Παράλληλα η μείωση των επιπέδων 25(OH)D σχετίζεται και με μείωση της τοπικής παραγωγής καλσιτριόλης στους ιστούς, καθώς αποτελεί το απαραίτητο υπόστρωμα. Λόγω της υψηλής συχνότητας υποβιταμίνωσης D στα πλαίσια της ΧΝΝ και συσχέτισης της ακόμη και με τη θνητότητα, προτείνεται ο έλεγχος των επιπέδων 25(OH)D σε όλους τους ασθενείς με έκπτωση νεφρικής λειτουργίας, με ιδανικές τιμές τα 30 ng/ml. Παρότι δεν υπάρχουν πολλά δεδομένα παρέμβασης φαίνεται ότι η αποκατάσταση ιδανικών επιπέδων βιταμίνης D είναι ασφαλής, οδηγεί σε μείωση των επιπέδων ΡΤΗ μέχρι και σε στάδιο 3 ΧΝΝ, μετά το οποίο κατά κανόνα απαιτείται και η χορήγηση αναλογών βιταμίνης D. Παρόλα αυτά πιθανολογείται σημαντική επίδραση της αποκατάστασης της ένδειας βιταμίνης D ακόμη και στάδιο 5 ΧΝΝ λόγω των πλειοτροπικών δράσεων αυτής.

Πλειοτροπικές δράσεις της βιταμίνης D

Πέρα από τις αποδεδειγμένες σκελετικές δράσεις της βιταμίνης D, ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά με ραχίτιδα παρουσίαζαν εκτός από τη μυοσκελετική νόσο και αυξημένη συχνότητα λοιμώξεων του αναπνευστικού. Το 1903 ο Finsen χρησιμοποίησε την υπεριώδη ακτινοβολία για την αντιμετώπιση της δερματικής φυματίωσης (lupus vulgaris), ενώ το 1915 ο Hofman παρατήρησε οι η θνητότητα από καρκίνο ήταν μεγαλύτερη σε πληθυσμούς μακριά από τον ισημερινό. Η αναγνώριση τις τελευταίες δεκαετίες ότι η καλσιτριόλη ασκεί σημαντικές δράσεις σε πολλαπλούς ιστούς πέραν των κλασσικών (οστά, έντερο) όπως στο δέρμα, παχύ έντερο, μαστό, πάγκρεας, εγκέφαλο, Τ και Β λεμφοκύτταρα, μακροφάγα όπου εκφράζεται VDR καθώς και ότι η καλσιτριόλη μπορεί να συντεθεί τοπικά χάρις στην τοπική έκφραση 1 -α-υδροξυλάσης στους ανωτέρω ιστούς, συνέδεσε την παρατήρηση της υποβιταμίνωσης D με σειρά νοσημάτων όπως τα νεοπλάσματα (καρκίνος μαστού, παχέος εντέρου, οισοφάγου, προστάτη, παγκρέατος), τα αυτοάνοσα νοσήματα (πολλαπλή σκλήρυνση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1), λοιμώξεις (φυματίωση), νοσήματα του δέρματος (ψωρίαση), νοσήματα ενδιάμεσου μεταβολισμού (σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2) και καρδιαγγειακά νοσήματα.

Σειρά in vitro μελετών τεκμηριώνουν ότι η βιταμίνη D βελτιώνει τη διαφοροποίηση και αναστέλλει τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, αναστέλλει την αγγειογένεση και επάγει την απόπτωση, αυξάνει την έκκριση ινσουλίνης, μειώνει τη ρενίνη, αυξάνει την παραγωγή καθελισιδίνης, πεπτίδιο που ευοδώνει την καταστροφή του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης. Έως σήμερα πληθώρα επιδημιολογικών μελετών περιγράφει σημαντική σχέση της υποβιταμίνωσης D με τις ανωτέρω διαταραχές, ενώ ορισμένες μελέτες παρέμβασης περιγράφουν μείωση της εμφάνισης των ανωτέρων νοσημάτων με την αποκατάσταση των επιπέδων βιταμίνης D σε τιμές άνω των 30 ng/ml. Παρόλα αυτά απουσιάζουν δεδομένα από καλά σχεδιασμένες μελέτες με καταληκτικό σημείο τις ανωτέρω παθήσεις, με εξαίρεση την ψωρίαση, όπου ήδη χρησιμοποιούνται τοπικά ανάλογα βιταμίνης D με καλά αποτελέσματα.

Κατά συνέπεια παρά την πληθώρα δεδομένων βασικής έρευνας και μελετών παρατήρησης αναφορικά με την ευνοϊκή σχέση υψηλότερων επιπέδων βιταμίνης D με πολλαπλά μη σκελετικά νοσήματα, όπως κακοήθειες, αναπαραγωγική λειτουργία, λοιμώξεις, καρδιαγγειακά νοσήματα, νευρολογικά νοσήματα, απαιτούνται δεδομένα από καλά σχεδιασμένες τυχαιοποιημένες μελέτες με σαφώς καθορισμένα καταληκτικά σημεία, σαφώς καθορισμένους πληθυσμούς ενδιαφέροντος, συγκεκριμένα δοσολογικά σχήματα βιταμίνης D, συγκεκριμένα επίπεδα-στόχους 25(OH)D ώστε να ελεγχθούν τόσο η αποτελεσματικότητα όσο και η ασφάλεια της επίτευξης υψηλότερων επιπέδων 25(OH)D.

Δείτε επίσης: Η αντιμετώπιση της έλλειψης βιταμίνης D

Πηγή: Επαναπροσδιορισμός της θέσης της Βιταμίνης D στην κλινική πράξη - Συμεών Τουρνής, Εργαστήριο έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος «θ. Γαροφαλλίδης» Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Σχετικά άρθρα