Ουρία

Η ουρία, η κρεατινίνη, το ουρικό οξύ, η αμμωνία και τα αμινοξέα αποτελούν τις μη πρωτεϊνικές αζωτούχες ουσίες του αίματος.

Η ουρία (Urea) είναι το τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Παράγεται στο ήπαρ μέσω του κύκλου της ουρίας (γνωστός και σαν κύκλος της ορνιθίνης) όπου ο οργανισμός ουσιαστικά σε μια προσπάθεια απομάκρυνσης της τοξικής αμμωνίας την μετατρέπει στην λιγότερο τοξική ουρία, την οποία και αποβάλλει από τους νεφρούς.

Στον κύκλο της ορνιθίνης που εξελίσσεται σε δύο στάδια, αρχικά ένα μόριο αμμωνίας και διοξειδίου του άνθρακα ενώνονται με την ορνιθίνη για να σχηματίσουν την κιτρουλίνη, που με την σειρά της ενώνεται με ένα νέο μόριο αμμωνίας για να σχηματιστεί η αργινίνη, η οποία υπό την επίδραση της αργινάσης διασπάται σε ουρία που αποβάλλεται στα ούρα και ορνιθίνη που επαναχρησιμοποιείται στον κύκλο.

 

Η ουρίαΗ ουρίαΠάνω από το 90% της ουρίας απεκκρίνεται από τα νεφρά, το υπόλοιπο 10% απομακρύνεται από το γαστρεντερικό σωλήνα και το δέρμα. Στο φυσιολογικό νεφρό το 40-80% της ουρίας επαναρροφάται με παθητική διάχυση από τα νεφρικά σωληνάρια και επανέρχεται στο πλάσμα. Η επαναρρόφηση της ουρίας εξαρτάται κυρίως από την ενυδάτωση και συνεπώς από το ρυθμό της ροής ούρων.

Μερικά εργαστήρια αντί της απευθείας μέτρησης της ουρίας, μετρούν το άζωτο ουρίας (BUN, Blood Urea Nitrogen), του οποίου η τιμή για να μετατραπεί σε ουρία πρέπει να πολλαπλασιαστεί επί 2,4.

Ο τιμές αναφοράς της ουρίας στον ορό του αίματος, σε κανονική διατροφή είναι 13-50 mg/dl και του αζώτου της ουρίας (BUN) είναι 6-23 mg/dl.

Η χρησιμότητα της ουρίας ως δείκτης της νεφρικής λειτουργίας περιορίζεται από το γεγονός ότι αύξηση του επιπέδου της παρατηρείται όταν επέλθει καταστροφή του 70-80% των νεφρικών σπειραμάτων. Επιπλέον, η συγκέντρωση της ουρίας στο πλάσμα είναι συνάρτηση της νεφρικής λειτουργίας και αιμάτωσης καθώς και της διαιτητικής πρόσληψης και μεταβολισμού των πρωτεϊνών. Γι’ αυτό οι μετρήσεις ουρίας θα πρέπει να συνδυάζονται με μετρήσεις κρεατινίνης.

Τα επίπεδα της ουρίας στον ορό εξαρτώνται από:

  • Τον ρυθμό σύνθεσής της (πέψη και καταβολισμός πρωτεϊνών της τροφής, καταβολισμός των πρωτεϊνών των ιστών)
  • Το ρυθμό απέκκρισής της (ποσότητα πρωτεϊνών που λαμβάνονται με την τροφή και ποσότητα ούρων).

Η ουρία αυξάνει στο αίμα:

Σε πρωνεφρικά αίτια (λόγω ελλάτωσης του όγκου αίματος):

  • Αφυδάτωση μετά από παρατεταμένους εμετούς, διάρροιες ή εφιδρώσεις.
  • Αύξηση καταβολισμού των πρωτεϊνών σε πυρετικές και τοξικές καταστάσεις.
  • Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
  • Καταστάσεις Shock.

Όλες τις νεφρικές παθήσεις:

  • Οξεία νεφρίτιδα.
  • Χρόνια πυελονεφρίτιδα.
  • Οξεία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
  • Νεφρωτικό σύνδρομο.

Σε μετανεφρικά αίτια:

  • Καταστάσεις που προκαλούν επίσχεση των ούρων (απόφραξη ουροφόρων οδών):
    • Υπερτροφία του προστάτη.
    • Λίθοι και όγκοι των ουρητήρων.
    • Όγκοι της κύστης.
    • Στένωση του ουρητήρα.

Άλλα αίτια:

  • Μεγάλη κατανάλωση πρωτεϊνούχων τροφών.
  • Αιμορραγία του πεπτικού λόγω αυξημένου πρωτεϊνικού καταβολισμού (χωρίς ταυτόχρονη αύξηση της κρεατινίνης).
  • Με την πάροδο της ηλικίας.
  • Λήψη φαρμάκων (κορτικοστεροειδή, τετρακυκλίνη).

Μείωση της ουρίας παρατηρείται σε:

  • Μειωμένη πρόσληψη πρωτεϊνών με την τροφή (διατροφή με λίγες πρωτεΐνες και πολλούς υδατάνθρακες).
  • Αυξημένη χρήση για σύνθεση (ακρομεγαλία, υποσιτισμό χρήση αναβολικών ορμονών κ.α.)
  • Σοβαρή ηπατική νόσο που επηρεάζει την σύνθεση της ουρίας (φάρμακα, ηπατίτιδες, κ.α.).
  • Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης.

Υπολογίζοντας τη σχέση BUN / κρεατινίνης (BUN: Creatinine Ratio) μπορούμε να διακρίνουμε την προνεφρικής ή μετανεφρικής αιτιολογίας αζωθαιμία από την νεφρική αζωθαιμία.

Σχέση BUN / κρεατινίνης (BUN: Creatinine Ratio)

Αύξηση σχέσης (>10:1) με φυσιολογική κρεατινίνη

  • Σε προνεφρικά αίτια (καρδιακή ανεπάρκεια, απώλεια αίματος, αφυδάτωση, απώλεια άλατος).
  • Υπερκαταβολικές καταστάσεις.
  • Αιμορραγία του πεπτικού.
  • Αυξημένη διαιτητική πρόληψη πρωτεϊνών.
  • Μειωμένη νεφρική λειτουργία και
    • Αυξημένη πρόσληψη πρωτεϊνών.
    • Αύξηση καταβολισμού (πχ. λοιμώξεις, θυρεοτοξίκωση, χειρουργεία, εγκαύματα κ.α).
    • Μειωμένη μυική μάζα (χαμηλή παραγωγή κρεατινίνης).
  • Φάρμακα (τετρακυκλίνες, γλυκοκορτικοειδή).

Αύξηση σχέσης (>10:1) με αυξημένη κρεατινίνη

  • Σε μετανεφρικά αίτια (μεγάλη αύξηση του BUN σε σχέση με την κρεατινίνη π.χ σε αποφρακτική ουροπάθεια).
  • Προνεφρική αζωθαιμία επί εδάφους νεφρικής νόσου.

Μείωση σχέσης (<10:1) με χαμηλό BUN

  • Οξεία σωληναριακή νέκρωση.
  • Δίαιτα χαμηλή σε πρωτεΐνες, σοβαρή ηπατική νόσος και άλλα αίτια μειωμένης σύνθεσης της ουρίας.
  • Επαναλαμβανόμενη αιμοδιύλιση (η ουρία εξέρχεται πιο δύσκολα από την κρεατινίνη στο εξωκυττάριο υγρό).
  • Εγκυμοσύνη.
  • Σύνδρομο απρόσφορης έκκρισης αντιδιουρητικής ορμόνης (εξαιτίας της σωληναριακής έκκρισης της ουρίας).

Μείωση σχέσης (<10:1) με αυξημένη κρεατινίνη

  • Ραβδομυόλυση
  • Πάσχοντες από μυϊκά νοσήματα που αναπτύσσουν νεφρική ανεπάρκεια.

Λόγω της σημαντικής μεταβλητότητάς της, η σχέση μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για διαγνωστική προσέγγιση.

Για τα περισσότερα άτομα με φυσιολογική δίαιτα η σχέση είναι 12-16.

Σχετικά άρθρα