Η τροπονίνη είναι σύμπλοκο 3 πρωτεϊνικών υπομονάδων, της τροπονίνης C (το ασβέστιο-δεσμευτικό συστατικό), της τροπονίνης Ι (το ανασταλτικό συστατικό) και της τροπονίνης Τ (το συστατικό που δεσμεύει την τροπομυοσίνη), των σκελετικών και μυοκαρδιακών κυττάρων που ελέγχονται από τρία διαφορετικά γονίδια.
Η τροπονίνη εντοπίζεται κυρίως στα μυϊκά ινίδια (94-97%) και μικρό ποσοστό (3-6%) στο κυτταρόπλασμα. Oι τροπονίνες εδράζονται στο μόριο της ακτίνης και ρυθμίζουν τη μυική σύσπαση. Κάθε 7 μόρια ακτίνης περιβάλλονται από ένα μόριο τροπομυοσίνης που στο άκρο του φέρει ένα μόριο τροπονίνης.
Σχηματική παράσταση ινιδίου ακτίνηςΗ μυική σύσπαση αρχίζει με την είσοδο ιόντων ασβεστίου στο κύτταρο και τη σύνδεσή τους με το ισομερές C. Tο ισομερές I αποσυνδέεται από την ακτίνη αναστέλλοντας την παρεμποδιστική δράση του στην αντίδραση ακτίνης-μυοσίνης. Tο ισομερές T ρυθμίζει τη λειτουργία του όλου συστήματος μέσω της ρυθμιστικής πρωτεΐνης τροπομυοσίνης.
Oι τροπονίνες έχουν ισομορφές που βρίσκονται αποκλειστικά στα μυοκαρδιακά κύτταρα (cTnT, cTnI και cTnC) όμως η αναλογία μεταξύ σκελετικής και καρδιακής τροπονίνης είναι 60% για την τροπονίνη I, 90% για την T και πάνω από 90% για την C. Έτσι η τροπονίνη C δεν χρησιμοποιείται ως καρδιακός δείκτης, ενώ η τροπονίνη I πλεονεκτεί ως προς την ειδικότητα σε σύγκριση με την T.
Η τροπονίνη συνήθως εξετάζεται μαζί με άλλους βιοχημικούς δείκτες ενδεικτικούς μυοκαρδιακής βλάβης {όπως την κρεατινική φωσφοκινάση (CK), την CK-MB και την μυοσφαιρίνη} και χρησιμοποιείται στη διάγνωση και παρακολούθηση της πορείας του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, στην εκτίμηση της θρομβολυτικής θεραπείας και την εκτίμηση της πρόγνωσης σε ασθενείς με ασταθή στηθάγχη.
Ακόμα και μικρή άνοδος των τιμών της cTnT και της cTnI (Cardiac Troponin I [cTnI], Cardiac Troponin T [cTnT]) σημαίνει μυοκαρδιακή βλάβη προσφέροντας καλύτερη ευαισθησία και απόλυτη ειδικότητα σε σύγκριση με την ισομορφή MB της κρεατινικής φωσφοκινάσης (CK-MB).
Μετά από μυοκαρδιακή βλάβη (έμφραγμα μυοκαρδίου):
- Η τροπονίνη I αυξάνει σε 3-6 ώρες, οι μέγιστες τιμές της εμφανίζονται σε 14-20 ώρες και επιστρέφει στα φυσιολογικά όρια σε 5-7 ημέρες.
- Η τροπονίνη T αυξάνει σε 3-12 ώρες, οι μέγιστες τιμές της εμφανίζονται σε 12-24 ώρες και επιστρέφει στα φυσιολογικά όρια σε 10-15 ημέρες.
Οι καρδιακές τροπονίνες (δεν είναι απαραίτητη η μέτρηση και των δύο - επιλέγεται μία) σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα, το ιστορικό του ασθενούς, την κλινική εξέταση, το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) και τους υπόλοιπους βιοχημικούς δείκτες μυοκαρδιακής βλάβης, θα πρέπει να αξιολογούνται άμεσα σε κάθε ασθενή που προσέρχεται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, με πόνο στο στήθος και στην συνέχεια να επανεξετάζονται 2 έως 3 φορές κατά το πρώτο 12 -16ώρο (συνήθως στις 6 και 12 ώρες) για τον αποκλεισμό ενός οξέος στεφανιαίου συνδρόμου.
Φυσιολογικές τιμές:
- Καρδιακή τροπονίνη Ι: <0,4 ng/mL (<0,4 μg/L)
- Καρδιακή τροπονίνη Τ: <0,2 ng/mL (<0,2 μg/L)
Οι καρδιακές τροπονίνες μπορούν να αυξηθούν σε:
- Χρήση καρδιοτοξικών φαρμάκων (χημειοθεραπεία, αλκοόλη).
- Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
- Δερματομυοσίτιδα.
- Νεφρική νόσο.
- Έμφραγμα του μυοκαρδίου (σε ποσοστό 20-40% των ασθενών με στηθάγχη και με ελάχιστη μυοκαρδιακή βλάβη, χωρίς ανάσπαση του ST στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ενδεικτική μυοκαρδιακής βλάβης, παρατηρείται αύξηση της τροπονίνης).
- Μυοκαρδίτιδα.
- Περικαρδίτιδα.
- Πολυμυοσίτιδα.
- Πνευμονική εμβολή.
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορεί να υπάρξουν με την τροπονίνη T σε καταστάσεις όπως η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, οι μυοπάθειες, η παρουσία ετεροφιλικών αντισωμάτων.
Σε αντίθεση με υπόλοιπους βιοχημικούς δείκτες μυοκαρδιακής βλάβης που θα μπορούσαν επίσης να αυξηθούν σε βλάβες των σκελετικών μυών, τα επίπεδα της τροπονίνης δεν επηρεάζονται από τις ενδομυϊκές ενέσεις, τους μυϊκούς τραυματισμούς, την έντονη άσκηση ή τη χρήση φαρμάκων.
Τα αυξημένα επίπεδα της τροπονίνης, σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα και το μη φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), υποδηλώνουν ένα πιθανό έμφραγμα του μυοκαρδίου. Τα αυξημένα επίπεδα της τροπονίνης χωρίς την αύξηση και των υπόλοιπων βιοχημικών δεικτών μυοκαρδιακής βλάβης (CK, CK-MB και μυοσφαιρίνη) θα μπορούσαν να υποδεικνύουν μυοκαρδιακή βλάβη που έχει συμβεί πριν από >24 ώρες. Τα φυσιολογικά επίπεδα της τροπονίνης και της CK-MB σε συνδυασμό με τα αυξημένα επίπεδα CK παραπέμπουν σε μυοσκελετικό νόσημα παρά σε βλάβη του μυοκαρδίου.
Πηγή:
- Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests.