Η θυρεοειδική υπεροξειδάση (thyroid peroxidase - ΤΡΟ) αποτελεί βασικό ένζυμο των θυρεοειδικών κυττάρων, λόγω του κεντρικού ρόλου που διαδραματίζει στη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, καταλύοντας την οξείδωση του ιωδίου, την ιωδίωση των αμινοξικών καταλοίπων τυροσίνης της θυρεοσφαιρίνης και τη σύνδεση των ιωδιωμένων τυροσινών για την παραγωγή των ορμονών Τ3 και Τ4.
Η θυρεοειδική υπεροξειδάση είναι ένα γλυκοπρωτεϊνικό ένζυμο που εντοπίζεται στην μεμβράνη των κυττάρων των θυλακίων του θυρεοειδούς (στην κορυφαία πλευρά της επιφάνειας, προς το κολλοειδές), μοριακού βάρους 107.000 που από το 1985 έγινε γνωστό ότι είναι ταυτόσημη με το «μικροσωμιακό αντιγόνο» του θυρεοειδούς.
Αρχικά για την ανίχνευση των αυτοαντισωμάτων έναντι της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης (thyroid peroxidase antibody) χρησιμοποιήθηκαν οι τεχνικές του έμμεσου ανοσοφθορισμού και της παθητικής αιμοσυγκόλλησης, ενώ πρόσφατα αναπτύχθηκαν μέθοδοι RIA και ELISA που με τη χρήση τους ανιχνεύονται υψηλότερα ποσοστά θετικών ορών (κυρίως λόγω ανίχνευσης αυτοαντισωμάτων με χαμηλό τίτλο).
Τα αντισώματα είναι πολυκλωνικά και ετερογενή και σε αντίθεση με τα αντισώματα κατά των υποδοχέων της TSH δεν αποτελούνται από αυστηρά συγκεκριμένο τύπο ελαφρών αλύσεων, γεγονός που αποκλείει την προέλευσή τους από μονοκλωνικές σειρές πλασματοκυττάρων. Τα anti-ΤΡΟ είναι κυρίως τάξης IgG και μπορούν να ανήκουν και στις 4 υποκλάσεις της, η κατανομή των οποίων στο ίδιο άτομο φαίνεται να είναι σταθερή σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μερικά anti-TPO αντισώματα πιθανώς έχουν την ικανότητα αναστολής της καταλυτικής δράσης του ενζύμου, αλλά δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί αν αυτή τους η ιδιότητα σχετίζεται με την παθογένεια των αυτοάνοσων θυρεοειδοπαθειών.
Τα anti-TPO αντισώματα αν και είναι το συχνότερο εύρημα σε όλες τις αυτοάνοσες θυρεοειδοπάθειες δεν φαίνεται να αποτελούν τον εκλυτικό παράγοντα της νόσου αλλά παίζουν σημαντικό ρόλο σε αντίθεση με τα αντιθυρεοσφαιρινικά αντισώματα (anti-Tg) στην παθογένειά τους και τα επίπεδά τους σχετίζονται με την ενεργό φάση της νόσου.
Γενικά τα anti-TPO αντισώματα, η μέτρηση των οποίων γίνεται συνήθως ταυτόχρονα με την μέτρηση των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων (anti-Tg) χρησιμοποιούνται ως δείκτες των αυτοάνοσων θυρεοειδοπαθειών και ανιχνεύονται:
- Στο 95% των ασθενών με θυρεοειδίτιδα Hashimoto.
- Στο 90% των ασθενών με ιδιοπαθές μυξοίδημα.
- Στο 80% με νόσο Graves.
- Υψηλός τίτλος παρατηρείται και σε ασθενείς με πρωτοπαθές θυρεοειδικό λέμφωμα.
- Χαμηλοί τίτλοι ανιχνεύονται και στο 10 έως 20% του γενικού πληθυσμού, όπως σε γυναίκες ηλικίας 18-24 ετών σε ποσοστό 15% και σε γυναίκες ηλικίας 55-64 ετών σε ποσοστό 24%.
- Πρέπει να αναφερθεί ότι ποσοστό 50% των ασθενών με μη-οργανοειδικά αυτοάνοσα νοσήματα (ρευματοειδή αρθρίτιδα, σύνδρομο Sjögren, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο) έχουν θετικά anti-TPO. Επίσης σε ασθενείς με νόσο Addison, ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη (τύπου 1) και κακοήθη αναιμία ανευρίσκονται συχνά anti-TPO αντισώματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υψηλότεροι τίτλοι των αντισωμάτων anti-ΤΡΟ ανιχνεύονται σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto χωρίς θεραπεία. Η έναρξη του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των τίτλων των anti-ΤΡΟ σε όλες τις κατηγορίες ασθενών με αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, σε ποσοστό περίπου 20%. Έτσι, σε ασθενείς με νόσο Graves μειώνονται μετά από θεραπεία με μεθιμαζόλη, ενώ σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto ή πρωτοπαθές μυξοίδημα μειώνονται με τη χορήγηση θυροξίνης.
Η κλινική σημασία της παρουσίας των αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων (anti-ΤΡΟ και anti-Tg) είναι μεγάλη, ιδίως σε άτομα νεαρής ηλικίας, αφού ο σχετικός κίνδυνος να εμφανιστεί υποθυρεοειδισμός, σε διάστημα μιας 20ετίας, σε ένα άτομο με υψηλό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων αυξάνει κατά 8 φορές στις γυναίκες και κατά 25 φορές στους άνδρες και ειδικά όταν συνυπάρχει και υποκλινικός υποθυρεοειδισμός, δηλαδή υψηλή τιμή TSH χωρίς παθολογική τιμή Τ3 και Τ4, ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης υποθυρεοειδισμού αυξάνεται κατά 38 φορές στις γυναίκες και κατά 178 φορές στους άνδρες. Επίσης, η παρουσία anti-ΤΡΟ αντισωμάτων σε εγκυμονούσες αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση θυρεοειδίτιδας μετά τον τοκετό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μερικές περιπτώσεις ασθενών, η ανίχνευση anti-ΤΡΟ αντισωμάτων χρόνια μετά θυρεοειδεκτομή, είναι πιθανό να σχετίζεται με υπεροξειδάσες που εδράζονται σε άλλους ιστούς και δρουν αντιγονικά διεγείροντας τα Τ-λεμφοκύτταρα που με τη σειρά τους επάγουν την παραγωγή anti-ΤΡΟ από τα Β-λεμφοκύτταρα.
Πηγή:
- Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests 7th edition - Autoimmune Thyroiditis, Thyroid Antibody Tests: Thyroglobulin Antibody, Thyroid Microsomal Antibody, Thyroperoxidase Antibody.
- Αρχεία Ελληνικής Ιατρικής 1999, 16(4):337-351 - Π. Λυμπέρη, Γ. Φιλίππου - Αυτοανοσία θυρεοειδούς. Αυτοαντιγόνα, αυτοαντισώματα, αυτοδραστικά Τ-λεμφοκύτταρα, παθογένεια.
- Α. Αβραμίδης - Ενδοκρινολογία (τόμος Α) - Κεφ 4. Ορμονική διερεύνηση θυρεοειδή.