Ινωδογόνο

Το ινωδογόνο ή παράγοντας I της πήξης (fibrinogen) είναι ένα πολυπεπτίδιο το οποίο συντίθεται στο ήπαρ και ταυτόχρονα ανήκει στις πρωτεΐνες οξείας φάσης. Κατά τη διάρκεια της αιμόστασης, η θρομβίνη διεγείρει τον σχηματισμό του ινώδους από το ινωδογόνο, το οποίο με την σειρά του με την προσθήκη του σταθεροποιητικού παράγοντα του ινώδους (παράγοντας XIII), σχηματίζει ένα σταθερό ινώδες θρόμβο στη θέση του τραυματισμού και λύσης της συνέχειας του δέρματος και των υποκειμένων ιστών.

Ο μηχανισμός πήξηςΟ μηχανισμός πήξης Η μέτρηση των επιπέδων του ινωδογόνου, προσδιορίζει το δραστικό (ικανό προς πήξη) ινωδογόνο και χρησιμοποιείται για την διερεύνηση πιθανών αιμορραγικών διαταραχών, ειδικά όταν οι υπόλοιπες εξετάσεις της πήξης, όπως ο χρόνος προθρομβίνης (ΡΤ), ο χρόνος ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης (aΡΤΤ), τα προϊόντα αποδόμησης του ινώδους και τα D-διμερή είναι επηρεασμένες (ανίχνευση αυξημένων ή ελαττωμένων επιπέδων ινωδογόνου, συγγενούς ή επίκτητης προέλευσης). Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην παρακολούθηση και εξέλιξη των ηπατικών νοσημάτων αλλά και για την εκτίμηση της σοβαρότητας και της αποτελεσματικότητας της θεραπευτικής αγωγής στη διάχυτη ενδαγγειακή πήξη και ινωδόλυση.

Για να γίνει ομαλά η πήξη του αίματος, τα επίπεδα του ινωδογόνου στο πλάσμα πρέπει να ξεπερνούν τα 100 mg/dL. Τα επίπεδα αυτά πέφτουν αρκετά χαμηλά όταν υπάρχει συγγενής απουσία ή ανεπάρκεια ινωδογόνου στο αίμα (μία πολύ σπάνια νόσος που κληρονομείται με αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο και συνήθως είναι ασυμπτωματική ή εκδηλώνεται με αιμορραγική ή θρομβωτική διάθεση), ενδοαγγειακή πήξη, παθήσεις του ήπατος (χρόνια ηπατίτιδα, ηπάτωμα), νεφρικά νοσήματα (χρόνια σπειραματονεφρίτιδα, υπερνέφρωμα), καχεκτικές καταστάσεις, τυφοειδής πυρετός, βαριά αναιμία και ινωδόλυση (επίκτητες δυσινωδογοναιμίες που δε συνοδεύονται από σημαντικές κλινικές ανωμαλίες της αιμόστασης). Επισημαίνεται ότι τόσο η συγγενής καθώς όσο και η επίκτητη δυσινωδογοναιμία χαρακτηρίζονται από παρατεταμένο χρόνο θρομβίνης.

Αύξηση του ινωδογόνου παρατηρείται επίσης σε άσηπτες φλεγμονές και λοιμώξεις (τοξική ηπατίτιδα, νοσήματα του κολλαγόνου, εμφράγματα, κακοήθεις νεοπλασίες, πολλαπλό μυέλωμα, πνευμονία, φυματίωση πνευμόνων), κατάγματα, τραυματισμούς και εγχειρήσεις, παρεντερικές χορήγηση ξένων πρωτεϊνών (οροί, εμβόλια), κύηση, έμμηνο ρύση, νεφρωσικό σύνδρομο, ουραιμία, θεραπεία με ακτίνες X, εγκαύματα, λήψη αντισυλληπτικών χαπιών, σκορβούτο. Ελάττωση του ινωδογόνου επιφέρουν, τέλος, οι βαριές αιμορραγίες και οι πολυμεταγγίσεις.

Τα επίπεδα του ινωδογόνου αυξάνονται ταυτόχρονα με τα επίπεδα των άλλων ουσιών της οξείας φάσης σε φλεγμονές και συνοδεύονται, στις περιπτώσεις αυτές, από σημαντικά αυξημένη ταχύτητα καθίζησης ερυθρών (ΤΚΕ).

Φυσιολογικές τιμές

  • 200-400 mg/dL (2,0 - 4,0 g/L)

Πιθανές ερμηνείες παθολογικών τιμών:

Αυξημένες τιμές παρατηρούνται σε:

  • Οξεία λοίμωξη.
  • Εγκαύματα.
  • Καρκίνο (μαστού, νεφρών, στομάχου).
  • Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
  • Σπειραματονεφρίτιδα.
  • Καρδιακά νοσήματα.
  • Ηπατίτιδα.
  • Φλεγμονή.
  • Προχωρημένη εγκυμοσύνη.
  • Έμμηνο ρύση.
  • Πολλαπλό μυέλωμα.
  • Έμφραγμα του μυοκαρδίου.
  • Νέφρωση.
  • Πνευμονία.
  • Μετεγχειρητική περίοδο.
  • Ρευματικό πυρετό.
  • Ρευματοειδή αρθρίτιδα.
  • Βλάβη/τραυματισμό των ιστών.
  • Φυματίωση.
  • Ουραιμία.

Μειωμένες τιμές παρατηρούνται σε:

  • Έκτρωση.
  • Ρήξη του πλακούντα.
  • Προχωρημένα στάδια του καρκίνου.
  • Εμβολή αμνιακού υγρού.
  • Αναιμία.
  • Κίρρωση ήπατος.
  • Διάχυτη ενδαγγειακή πήξη.
  • Δυσινωδογοναιμία.
  • Εκλαμψία.
  • Λιπώδης εμβολή.
  • Ινωδόλυση
  • Αιμοφιλία Α και Β.
  • Κληρονομική ανινωδογοναιμία.
  • Λευχαιμία.
  • Ηπατικά νοσήματα.
  • Υποσιτισμό.
  • Εμβολή εκ μηκωνίου.
  • Σοκ.
  • Σηψαιμία.
  • Αντίδραση μετά από μετάγγιση αίματος.

Παράγοντες που συμβάλουν σε μη φυσιολογικές τιμές:

  • Η αιμόλυση του δείγματος αίματος ή η προηγούμενη μετάγγιση αίματος μέσα στον μήνα της εξέτασης μπορεί να τροποποιήσει τα αποτελέσματα των δοκιμών.
  • Φάρμακα τα οποία μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα του ινωδογόνου: τα οιστρογόνα και τα αντισυλληπτικά από του στόματος.
  • Φάρμακα που μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα του ινωδογόνου: η ατενολόλη, οι παράγοντες μείωσης της χοληστερόλης, τα κορτικοστεροειδή, τα οιστρογόνα, η φθοριοουρακίλη, τα προγεσταγόνα, τα θρομβολυτικά, η τικλοδιπίνη και το βαλπροϊκό οξύ.

Η τρέχουσα κλινική έρευνα διερευνά τη σημασία των αυξημένων επιπέδων ινωδογόνου αφού τα χρονίως αυξημένα επίπεδα ινωδογόνου φαίνεται να αποτελούν ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου αθηροσκλήρυνσης. Παρόλο που τα αυξημένα επίπεδα ινωδογόνου, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, αυτά μπορούν να υποδηλώνουν την ανάγκη μιας πιο επιθετικής θεραπείας των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου καρδιακής νόσου.

Πηγή:

  • McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests - Fibrinogen (Factor I)
  • Θωμάς Πρωτόπαππας - Εγχειρίδιο Εργαστηριακής διάγνωσης.

Σχετικά άρθρα

D-διμερή (D-dimers)

Χρόνος προθρομβίνης (PT, INR)