Κατά τη διάρκεια της αιμόστασης, η θρομβίνη διεγείρει τον σχηματισμό ινώδους από το ινωδογόνο. Το μόριο του ινωδογόνου που εμφανίζει τρεις «οζώδεις» περιοχές, μία στο μέσον του μορίου που φέρεται ως περιοχή Ε, και δύο στα άκρα του μορίου εκατέρωθεν της περιοχής Ε, που φέρονται ως περιοχές D, με την ενεργοποίηση της θρομβίνης μετατρέπεται σε μονομερή ινώδη τα οποία πολυμερίζονται παράγοντας ένα πλέγμα από ινώδη χωρίς εγκάρσιες συνδέσεις. Με την προσθήκη του σταθεροποιητικού παράγοντα του ινώδους (παράγοντας XIII), τα μονομερή ινώδη αποκτούν εγκάρσιες συνδέσεις δημιουργώντας έτσι ένα σταθερό ινώδες θρόμβο στη θέση του τραυματισμού και λύσης της συνέχειας του δέρματος και των υποκειμένων ιστών.
Παράλληλα με τη δημιουργία του θρόμβου, δραστηριοποιείται και το ινωδολυτικό σύστημα, ένα σύστημα από ένζυμα και αναστολείς που αποτελούν τον κύριο αμυντικό μηχανισμό, που προστατεύει από τη θρόμβωση.
Υπό τη δράση της πλασμίνης, του κυριότερου ινολυτικού ενζύμου, το ινωδογόνο και το ινώδες διασπώνται και τα δύο δίνοντας υποβαθμισμένα προϊόντα. Έτσι η δράση της πλασμίνης επί του ινωδογόνου (ινωδογονόλυση) προκαλεί αρχικά διάσπαση του τριμερούς D-E-D και σχηματισμό του διμερούς E-D και του μονομερούς D. Στη συνέχεια, γίνεται διάσπαση του διμερούς E-D με αποτέλεσμα τα τελικά προϊόντα της διάσπασης του ινωδογόνου από την πλασμίνη να είναι τα μονομερή D και Ε. Τα προϊόντα αυτά αποδομής του ινωδογόνου (FDP) ανιχνεύονται με εργαστηριακές δοκιμασίες.
Από τη διάσπαση του ινώδους με τη δράση της πλασμίνης (ινωδόλυση) προκύπτουν διάφορα κλάσματα, από τα οποία, με τη συνεχιζόμενη δράση της πλασμίνης, σχηματίζονται τα τελικά προϊόντα αποδoμής του ινώδους που είναι τα Ε μονομερή και τα D-διμερή (D-dimers), τα οποία και ανιχνεύονται με εργαστηριακές δοκιμασίες. Έτσι, τα παράγωγα του ινώδους στο ανθρώπινο αίμα ή πλάσμα που περιέχουν D-διμερή είναι μια ειδική ένδειξη ινωδόλυσης.
Η μέτρηση των D-διμερών αξιολογεί την ινωδολυτική ενεργοποίηση και την ενδοαγγειακή θρόμβωση. Είναι πολύ χρήσιμη στην διάγνωση και τον αποκλεισμό της οξείας φλεβικής θρομβοεμβολικής νόσου, όπως η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση (Deep Venous Thrombosis - DVT) ή η πνευμονική εμβολή, αλλά και στην διάγνωση της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης (DIC). Έτσι η ανεύρεση υψηλών συγκεντρώσεων D-διμερών αποτελεί ένδειξη σχηματισμού θρόμβου και ενεργοποίηση της ινωδόλυσης και απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση για την εύρεση της θέσης και της αιτίας που την προκάλεσε την ίδια στιγμή που η ανεύρεση φυσιολογικών συγκεντρώσεων D-διμερών σημαίνει ότι είναι πολύ πιθανό να μην υπάρχει κάποια οξεία κατάσταση που να προκάλεσε μη φυσιολογικό σχηματισμό θρόμβου και απαλλάσσει από πρόσθετες άσκοπες διαγνωστικές εξετάσεις ή περιττές θεραπείες.
Αυξημένες συγκεντρώσεις D-διμερών ανευρίσκονται επίσης μετά από χειρουργική επέμβαση και τραύμα καθώς επίσης στη δρεπανοκυτταρική αναιμία, σε νοσήματα του ήπατος, βαριές λοιμώξεις, σήψη, φλεγμονή, κακοήθη νοσήματα αλλά και σε ηλικιωμένα άτομα. Η συγκέντρωση των D-διμερών αυξάνεται επίσης και κατά τη διάρκεια μιας κανονικής εγκυμοσύνης.
Σήμερα τα διαγνωστικά αντιδραστήρια που κυκλοφορούν στο εμπόριο για την ανίχνευση των προϊόντων αποδομής του ινωδογόνου (FDP), ανιχνεύουν τόσο τα προϊόντα αποδομής του ινωδογόνου όσο και του ινώδους (τα μονομερή E προκύπτουν σαν τελικά προϊόντα διάσπασης του ινωδογόνου και του ινώδους) ενώ υπάρχουν και ειδικά αντιδραστήρια που ανιχνεύουν μόνο τα D-διμερή που είναι προϊόντα αποδομής του ινώδους.
Φυσιολογικές τιμές
- <250 μg/L (<1,37 nmol/L)
Πιθανές ερμηνείες παθολογικών τιμών:
Αυξημένες τιμές D-διμερών παρατηρούνται σε:
- Αρτηριακή θρόμβωση.
- Διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη (Disseminated Intravascular Coagulation - DIC).
- Φλεβική θρόμβωση.
- Πνευμονική εμβολή.
- Εκλαμψία.
- Ινωδόλυση.
- Καρδιακή νόσο.
- Λοίμωξη.
- Προχωρημένη εγκυμοσύνη.
- Ηπατική νόσο.
- Κακοήθειες διαφόρων οργάνων, αιματολογικές κακοήθειες.
- Μετεγχειρητική περίοδο.
- Τραύμα.
- Εκτεταμένο έγκαυμα.
- Μεγάλο αιμάτωμα, διαχωρισμό αορτικού τοιχώματος, ανεύρυσμα αορτής, έντονη αιμόλυση.
- Πνευμονία, σαρκοείδωση.
- Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
- Δρεπανοκυτταρική αναιμία.
- Θρομβολυτική αγωγή.
- Θρομβοπενία από χορήγηση ηπαρίνης (HIT-II).
Παράγοντες που συμβάλλουν σε μη φυσιολογικές τιμές των D-διμερών κατά τον έλεγχο:
- Φάρμακα που αυξάνουν τις συγκεντρώσεις των D-διμερών στο πλάσμα: θρομβολυτικοί παράγοντες.
- Ψευδώς θετικά αποτελέσματα μπορούν να εμφανιστούν παρουσία υψηλών τίτλων ρευματοειδούς παράγοντα (RF).
Στην καθημερινή ιατρική πρακτική τα D-dimers χρησιμοποιούνται γα τη διάγνωση της διάχυτης ενδοαγγειακής πήξης (πολύ υψηλές τιμές) και της πνευμονικής εμβολής ή φλεβικής θρόμβωσης (πολύ υψηλές τιμές ή αποκλεισμός σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα). Για τις άλλες περιπτώσεις τα D-dimers αποτελούν μη ειδική εξέταση και μπορεί να αποπροσανατολίσουν από την πραγματική διάγνωση.
Πηγή:
- McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests - D-Dimer Test.
- Δημήτρης Λουκόπουλος - Μαθήματα αιματολογίας - Κεφάλαιο 17 - Αιμοπετάλια, πήξη του αίματος, αιμόσταση.