Ασβέστιο

Το ασβέστιο (Ca++ - Calcium) είναι απαραίτητο για την ομαλή λειτουργία πολλών σημαντικών λειτουργιών του οργανισμού (σύσπαση μυών, καρδιακή λειτουργία, μετάδοση νευρικών ερεθισμάτων, πήξη του αίματος) και γι΄αυτό, σε φυσιολογικές συνθήκες, τα επίπεδά του στο αίμα διατηρούνται μέσα σε στενά όρια. Από το ποσό αυτό, μόνο το μισό περίπου (47%) είναι ελεύθερο (ιονισμένο) και επομένως βιολογικά δραστικό, ενώ το υπόλοιπο, που είναι συνδεδεμένο με πρωτεΐνες του πλάσματος (κυρίως αλβουμίνες 37%, σφαιρίνες 10%, ή ως σύμπλοκα άλατα – φωσφόρου, κιτρικών και διττανθρακικών – 6%), είναι βιολογικά αδρανές.

Η διατήρηση του ασβεστίου αίματος σε σταθερά επίπεδα επιτυγχάνεται μέσω τριών οργάνων (έντερο, οστά, νεφροί), των οποίων η λειτουργία ρυθμίζεται από ορμόνες, κυρίως την παραθορμόνη, την βιταμίνη D και κυττοκίνες.

Στην καθημερινή κλινική πράξη, επειδή η μέτρηση του ιονισμένου ασβεστίου είναι δύσκολη, μετράται το ολικό ασβέστιο και για να είναι αξιόπιστη μία τέτοια μέτρηση πρέπει να γίνεται διόρθωση – με τον παρακάτω μαθηματικό τύπο – για τυχόν μεταβολές των λευκωμάτων (αλβουμίνες) που παρατηρούνται σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις.

Ca++ (διορθωμένο) = Ca++ (μετρούμενο) + 0,8 Χ (4 – αλβουμίνη ορού)

Από τον τύπο γίνεται κατανοητό πως μία μείωση της λευκωματίνης του ορού κατά 1 g, επιφέρει μείωση του ολικού ασβεστίου του ορού κατά περίπου 0,8 mg λόγω της μείωσης του συνδεδεμένου με τις πρωτεΐνες ασβεστίου την ίδια στιγμή που το ελεύθερο (ιονισμένο) ασβέστιο παραμένει σταθερό. Έτσι αν η αλβουμίνη είναι μειωμένη, το μετρούμενο ασβέστιο μπορεί να φαίνεται μειωμένο ενώ στην πραγματικότητα να βρίσκεται εντός φυσιολογικών ορίων.

ΑσβέστιοΌταν οι διορθωμένες για τυχόν μεταβολές της λευκωματίνης–αλβουμίνης, τιμές ολικού ασβεστίου αίματος υπερβαίνουν τα 10,5mg/dl έχουμε υπερασβεστιαιμία και όταν είναι κατώτερες των 8,5 mg/dl έχουμε υπασβεστιαιμία.

Η ποσότητα του ασβεστίου που βρίσκεται στο αίμα είναι αμελητέα σε σύγκριση με την ποσότητα (98%-99%) που βρίσκεται στα δόντια και τα οστά. Η αποθήκευση του ασβεστίου στα οστά παρέχει μία εξαιρετική δεξαμενή η οποία είναι άμεσα διαθέσιμη για την απελευθέρωση ασβεστίου στην κυκλοφορία του αίματος ώστε αυτό να παραμένει πάντα στα φυσιολογικά επίπεδα.

Για τον έλεγχο των επιπέδων ασβεστίου στον ορό συνεργάζονται δύο ορμόνες. Η καλσιτονίνη, η οποία εκκρίνεται από το θυρεοειδή αδένα και προάγει την απέκκριση του ασβεστίου από τους νεφρούς, αποτρέποντας έτσι την αύξηση του ασβεστίου στον ορό και η παραθορμόνη (PTH) που λειτουργεί άμεσα απελευθερώνοντας ασβέστιο στο αίμα από τα οστά αλλά και έμμεσα αυξάνοντας όταν χρειάζεται την απορρόφηση του ασβεστίου από το έντερο και τους νεφρούς ώστε να αυξηθούν τα επίπεδα του ασβεστίου στα φυσιολογικά όρια στην περίπτωση μείωσής τους.

Η παραθορμόνη (PTH) εκτός από την δράση της στο ασβέστιο ρυθμίζει και τα επίπεδα του φωσφόρου με ένα αντίστροφο τρόπο σε σχέση με το ασβέστιο. Έτσι η προκαλούμενη από την παραθορμόνη αύξηση των επιπέδων του ασβεστίου στο ορό, οδηγεί σε μειωμένη απώλεια ασβεστίου στα ούρα και αυξημένη απώλεια φωσφορικών στα ούρα.

Η μέτρηση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα γίνεται κυρίως για τον έλεγχο της λειτουργίας των παραθυρεοειδών αδένων και του μεταβολισμού του ασβεστίου. Η μέτρηση είναι επίσης χρήσιμη στην αξιολόγηση κακοήθων νοσημάτων, αφού συχνά τα καρκινικά κύτταρα απελευθερώνουν ασβέστιο, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερασβεστιαιμία. Η υπερασβεστιαιμία των κακοήθων νοσημάτων φαίνεται να οφείλεται στην τοπική οστεόλυση, στην έκκριση στην κυκλοφορία από τα νεοπλασματικά κύτταρα του PTHrP (πεπτίδιο που σχετίζεται με την παραθορμόνη), την έκτοπη παραγωγή δραστικής Ι-25(ΟΗ)2 βιταμίνης D καθώς και στην εξαιρετικά σπάνια παραγωγή φυσικής παραθορμόνης (ΡΤΗ).

Οι ασθενείς με υπερασβεστιαιμία παρουσιάζουν κυρίως, νευροψυχιατρικές διαταραχές (διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα, κατάθλιψη, συγχυτικά φαινόμενα, υπνηλία, λήθαργο μέχρι και κώμα), γαστρεντερικές (ανορεξία, έμετους, δυσκοιλιότητα, οξεία παγκρεατίτιδα), καρδιαγγειακές (αρρυθμίες, πιθανώς υπέρταση), νεφρικές (πολυουρία και πολυδιψία κυρίως λόγω υπερασβεστιουρίας, νεφρασβέστωση, έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας) και σκελετικές διαταραχές (οστικά άλγη, αρθραλγίες), σε αντίθεση με αυτούς που παρουσιάζουν υπασβεστιαιμία και παρουσιάζουν τετανία (συνοδευόμενη από παραισθησίες και αιμωδίες των άκρων και στόματος και την παρουσία των σημείων Chvostek και Trousseau), επιληπτικούς σπασμούς μεταβολή της διανοητικής καταστάσεως, ανθιστάμενη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, σπασμούς λείων μυϊκών ινών (βρογχόσπασμος, λαρυγγόσπασμος), επιληπτικές κρίσεις ή με πιο ήπιες και συνάμα άτυπες κλινικές εκδηλώσεις όπως κράμπες, αλλαγή συμπεριφοράς. Σε μακροχρόνια υπασβεστιαιμία μπορεί να παρατηρηθούν πρόωρος καταρράκτης, ψευδοόγκος του κόγχου και αποτιτάνωση των βασικών γαλλίων.

Φυσιολογικές τιμές:

  • 8,5-10,5 mg/dL (2,1-2,6 mmol/L)
  • Μείωση με την πάροδο της ηλικίας.

Πιθανές ερμηνείες παθολογικών τιμών:

Αυξημένες τιμές παρατηρούνται σε:

  • Ακρομεγαλία.
  • Νόσο του Addison.
  • Κατάχρηση αντιόξινων.
  • Αφυδάτωση.
  • Νόσο του Hodgkin.
  • Υπερπαραθυρεοειδισμό (απρόσφορα υψηλή σε σχέση με το ασβέστιο του ορού έκκριση παραθορμόνης).
  • Υπερθυρεοειδισμό (λόγω αύξησης της οστεόλυσης και απελευθέρωσης ασβεστίου στο αίμα).
  • Παρατεταμένη ακινητοποίηση.
  • Λευχαιμία.
  • Καρκίνο του πνεύμονα.
  • Μεταστατικό καρκίνο οστών.
  • Πολλαπλό μυέλωμα.
  • Νόσο Paget.
  • Όγκους των παραθυρεοειδών αδένων.
  • Καρκίνο των νεφρών.
  • Αναπνευστική οξέωση.
  • Σαρκοείδωση.
  • Δηλητηρίαση από βιταμίνη D (υπερβολική λήψη βιταμίνης D >50.000 διεθνών μονάδων ημερησίως).
  • Σύνδρομο Williams (σπάνια γενετική διαταραχή, η οποία στην ολοκληρωμένη της μορφή περιλαμβάνει πολλαπλή περιφερειακή πνευμονική αορτική στένωση, χαρακτηριστικό πρόσωπο, διανοητική καθυστέρηση, χαρακτηριστική οδοντική δυσμορφία, υπερασβεστιαιμία).

Μειωμένες τιμές παρατηρούνται σε:

  • Οξεία παγκρεατίτιδα [κατανάλωση του ασβεστίου (αυτοπεψία λίπους του μεσεντερίου από την διαφυγή παγκρεατικών υγρών και σχηματισμός σαπώνων) σε συνδυασμό με οξεία νεφρική ανεπάρκεια και ενδεχομένως παροδικός υποπαραθυρεοειδισμός].
  • Αλκοολισμό.
  • Χρόνια νεφρική νόσο.
  • Διάρροια.
  • Πρώιμη νεογνική υπασβεστιαιμία (σε πρόωρα νεογνά λόγω ανεπάρκειας έκκρισης παραθορμόνης και ενδεχομένως υπομαγνησιαιμίας).
  • Υπερφωσφαταιμία.
  • Υποπαραθυρεοειδισμό (ανεπάρκεια έκκρισης ή δράσης της παραθορμόνης, με αποτέλεσμα την μειωμένη κινητοποίηση ασβεστίου από τον σκελετό, ελάττωση της επαναπορροφήσεως ασβεστίου από τους νεφρούς και ελάττωση της εντερικής απορροφήσεως ασβεστίου λόγω ανεπαρκούς σύνθεσης της δραστικής βιταμίνης D , Ι-25 (ΟΗ)2 βιταμίνη D, στους νεφρούς).
  • Χαμηλά επίπεδα αλβουμίνης ορού.
  • Δυσαπορρόφηση.
  • Μαζική μετάγγιση αίματος.
  • Μεταβολική αλκάλωση.
  • Οστεομαλακία.
  • Νεφρική ανεπάρκεια (σύνδεση των αυξημένων φωσφορικών του ορού με το ασβέστιο, με απώτερο αποτέλεσμα την απόθεση των αλάτων φωσφορικού ασβεστίου σε μαλακούς ιστούς).
  • Pαχίτιδα.
  • Σοβαρό υποσιτισμό.
  • Ανεπάρκεια βιταμίνης D [ανεπαρκής έκθεση του σώματος στην ηλιακή ακτινοβολία (η βιταμίνη D συντίθεται κατά 80% από την χοληστερόλη με την δράση της υπεριώδους ακτινοβολίας στο δέρμα)].

Παράγοντες που συμβάλουν σε μη φυσιολογικές τιμές του ασβεστίου του αίματος:

  • Η παρατεταμένη ελαστική περίδεση κατά την λήψη αίματος προκαλεί φλεβική στάση που μπορεί να τροποποιήσει τα αποτελέσματα της εξέτασης.
  • Φάρμακα τα οποία μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα: αναβολικά στεροειδή, ανδρογόνα, αντιόξινα, ανθρακικό ασβέστιο, γλυκονικό ασβέστιο, άλατα ασβεστίου, εργοκαλσιφερόλη, οιστρογόνα, υδραλαζίνη, ινδομεθακίνη, λίθιο, παραθορμόνη, προγεστερόνη, ταμοξιφένη, θεοφυλλίνη, θειαζιδικά διουρητικά, θυρεοειδικές ορμόνες, βιταμίνη Α, βιταμίνη D.
  • Φάρμακα τα οποία μπορεί να μειώσουν τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα: ακεταζολαμίδη, αντιόξινα, αντισπασμωδικά, ασπαραγινάση, ασπιρίνη, βαρβιτουρικά, καλσιτονίνη, σισπλατίνη, κορτικοστεροειδή, χολεστυραμίνη, φουροσεμίδη, γαστρίνη, γενταμυκίνη, γλυκαγόνη, γλυκόζη, ηπαρίνη, υδροκορτιζόνη, ινσουλίνη, σίδηρος, καθαρτικά, διουρητικά της αγκύλης, άλατα μαγνησίου, υδραργυρικά διουρητικά, μεθικιλλίνη, φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη, σουλφοναμίδες.

Ασβέστιο ούρων

Η μεγαλύτερη ποσότητα ασβέστιου του οργανισμού αποβάλλεται φυσιολογικά στα κόπρανα. Το 99% του ασβεστίου που διηθείται από τους νεφρούς επαναρροφάται εκ νέου. Τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στα ούρα είναι συνήθως αποτέλεσμα των αυξημένων επίπεδων ασβεστίου στον ορό. Η μέτρηση του ασβεστίου ούρων χρησιμοποιείται κυρίως για την αξιολόγηση της λειτουργίας των παραθυρεοειδών αδένων και τις επιδράσεις της βιταμίνης D.

Φυσιολογικές τιμές:

  • 0-300 mg/ημέρα (0-7,5 mmol/ημέρα).

Τα επίπεδα του ασβεστίου στα ούρα μπορούν να αυξηθούν σε:

  • Καρκίνο του μαστού.
  • Σύνδρομο Cushing.
  • Σύνδρομο Fanconi.
  • Περίσσεια γλυκοκορτικοειδών.
  • Υπερθυρεοειδισμό.
  • Υπερπαραθυρεοειδισμό.
  • Καρκίνο του πνεύμονα.
  • Μεταστατικό καρκίνο.
  • Σύνδρομο γάλακτος – αλκαλικών (χαρακτηρίζεται από αλκάλωση, υπερασβεστιαιμία και νεφρική ανεπάρκεια και οφείλεται σε κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων γάλακτος και απορροφούμενων αλκαλικών για την αντιμετώπιση του έλκους του στομάχου ή στην χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων ευαπορρόφητων αλάτων ασβεστίου από το στόμα για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης και ιδιαίτερα επί συνχορηγήσης γλυκοκορτικοειδών και ανοσοκατασταλτικών).
  • Πολλαπλό μυέλωμα.
  • Οστεοπόρωση.
  • Νόσος Paget.
  • Νεφρική σωληναριακή οξέωση.
  • Σαρκοείδωση.
  • Δηλητηρίαση από βιταμίνη D.
  • Νόσο Wilson.

Τα επίπεδα του ασβεστίου στα ούρα μπορούν να μειωθούν σε:

  • Υποπαραθυρεοειδισμό.
  • Δυσαπορρόφηση.
  • Νεφρική οστεοδυστροφία.
  • Ανεπάρκεια βιταμίνης D.

Παράγοντες που συμβάλουν σε μη φυσιολογικές τιμές του ασβεστίου των ούρων:

  • Τα επίπεδα του ασβεστίου στα ούρα είναι υψηλότερα αμέσως μετά τα γεύματα.
  • Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα μπορούν να εμφανιστούν στην περίπτωση αλκαλικών ούρων.
  • Φάρμακα τα οποία μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα ασβεστίου στα ούρα: χλωριούχο αμμώνιο, ανδρογόνα, αναβολικά στεροειδή, αντιόξινα, αντισπασμωδικά, χολεστυραμίνη, φουροσεμίδη, υδραργυρικά διουρητικά, παραθορμόνη, φωσφορικά, βιταμίνη D.
  • Φάρμακα που μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα του ασβεστίου στα ούρα: κορτικοστεροειδή, ασπιρίνη, ινδομεθακίνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, θειαζιδικά διουρητικά.

Επισημαίνεται ότι η μέτρηση του ασβεστίου στα ούρα γίνεται μετά από 24ώρη συλλογή ούρων από τον ασθενή (για οδηγίες συλλογής ούρων 24ώρου κάντε κλικ εδώ). Οι ασθενείς με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου ορού θα πρέπει να ενημερώνονται για τις διαιτητικές πηγές ασβεστίου όπως το γάλα, το τυρί, τα γογγύλια, το λάχανο, τα φασόλια, οι φακές κ.α.

 

Δείτε επίσης: Κακοήθης υπερασβεστιαιμία

Πηγή:

Σχετικά άρθρα