Αλκαλική φωσφατάση (ALP)

Η αλκαλική φωσφατάση (Alkaline phosphatase - ALP) αποτελείται από μία ομάδα ενζύμων (τουλάχιστον 5) που υδρολύουν τα φωσφορικά άλατα σε αλκαλικό (εξ ου και η ονομασία αλκαλική) pH 6-8, (διαδικασία γνωστή ως αποφωσφορυλίωση). Η αλκαλική φωσφατάση που χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη κυρίως για την διάγνωση των ηπατοχολικών και οστικών νοσημάτων βρίσκεται πρακτικά σε όλους τους ιστούς του σώματος, με τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις να βρίσκονται στις οστεοβλάστες του οστού, το ήπαρ, τον πλακούντα, το νεφρό, το εντερικό τοίχωμα και τους γαλουχούντες μαστικούς αδένες.

Με την ηλεκτροφόρηση της αλκαλικής φωσφατάσης πετυχαίνεται ο διαχωρισμός και ο προσδιορισμός των ισοενζύμων της και είναι δυνατή η επιβεβαίωση της πηγής προέλευσής της. Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί πολλαπλά ισοένζυμα της αλκαλικής φωσφατάσης όπως το ηπατικό, το ταχύ ηπατικό, το οστικό, το εντερικό, το πλακουντιακό, το νεφρικό. Από αυτά τα γενετικά καθορισμένα ισοένζυμα είναι τέσσερα, το μη ειδικό των ιστών (ηπατικό, οστικό και νεφρικό), το εντερικό, το πλακουντιακό και των γεννητικών κυττάρων (νομότυπων ή έκτοπων). Σε ορό ασθενών με βρογχικό καρκίνωμα ανακαλύφθηκε επίσης και το ισοένζυμο με εντυπωσιακή ομοιότητα προς το πλακουντιακό, το οποίο ονομάζεται ισοένζυμο Regan. Το ισοένζυμο αυτό έχει βρεθεί και στον ορό ασθενών με καρκινώματα μαστού, ωοθηκών και παχέος εντέρου και αναφέρεται και ως καρκινοπλακουντιακό. Μια άλλη μορφή, το ισοένζυμο Nagao, αποτελεί ποικιλία του Regan και η παρουσία του στον ορό σχετίζεται με αδενοκαρκίνωμα του παγκρέατος, των χοληφόρων και με μεταστάσεις στον υπεζωκότα. Σε ορρούς καρκινοπαθών έχει βρεθεί επίσης και το ισοένζυμο Kasahara.

Στα φυσιολογικά άτομα, η αλκαλική φωσφατάση του ορού προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τα ισοένζυμα του ήπατος και των οστών. Μερικές φορές, ελάχιστες ποσότητες προέρχονται από το έντερο και σε περιόδους κυοφορίας και γαλουχίας από τον πλακούντα και το μαστό.

Στα οστά, η αλκαλική φωσφατάση βρίσκεται στις οστεοβλάστες και συμβάλει στην ομαλή οστεοποίηση και εναπόθεση του ασβεστίου. Η αύξηση του οστικού κλάσματος της αλκαλικής φωσφατάσης (AP-2, β1) συσχετίζεται ευθέως με την οστεοβλαστική δραστηριότητα και μπορεί να χρησιμεύσει στην παρακολούθηση της θεραπείας και την ανίχνευση υποτροπών, ασθενών με οστεοσάρκωμα ή μεταστατικούς όγκους των οστών. Στα παιδιά και τους εφήβους που βρίσκονται στην περίοδο της εφηβικής ανάπτυξης υπάρχει μία επιπρόσθετη συμβολή από τα οστά, γεγονός που αποτελεί την αιτία για τις μεγαλύτερες τιμές αναφοράς για τις ομάδες αυτές.

Φυσιολογικές τιμές
Ολική αλκαλική φωσφατάση

Κορίτσια - Γυναίκες

Αγόρια - Άνδρες

 

  • 1-12 ετών:<350U/L
  • >15 ετών: 25-100U/L

 

  • 1-12 ετών:<350 U/L
  • 12-14 ετών:<500 U/L
  • >20 ετών: 25-100 U/L

Οι τιμές είναι υψηλότερες στα παιδιά και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης

Οι τιμές κατά την διάρκεια της εφηβείας μπορούν να τριπλασιαστούν

Ισοένζυμα αλκαλικής φωσφατάσης
Οστικό κλάσμα

8-67% της ολικής

24–146 U/L

 

Ηπατικό κλάσμα

18-72% της ολικής

(24–158 U/L)

Εντερικό κλάσμα

0–22 U/L

Πλακουντιακό 0% της ολικής

Από το δεύτερο τρίμηνο της εγκυμοσύνης αρχίζει η αύξηση του πλακουντικού ισοενζύμου (AP-4) το οποίο, προς το τέλος της κυοφορίας, συμμετέχει κατά 40-65% οτην αυξημένη αλκαλική φωσφατάση του ορού. Αύξηση του πλακουντικού ισοενζύμου είναι συνήθης όμως και σε ασθενείς με σεμίνωμα και παρατηρείται σχεδόν στο 100% των περιπτώσεων στα προχωρημένα στάδια της νόσου. Η αύξηση του ισοενζύμου είναι λιγότερο συχνή σε μη σεμινωματώδεις όγκους των όρχεων, σε καρκινώματα πεπτικού, ωοθηκών, μαστού, πνεύμονα και σε βαρείς καπνιστές.

Αύξηση του ηπατικού ισοενζύμου (AP-1, a2) παρατηρείται σε ασθενείς με κίρρωση ήπατος, στο πρωτοπαθές ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα (HCC) και σε δευτεροπαθείς μεταστατικούς όγκους του ήπατος στους οποίους μπορεί να εμφανισθεί και το ταχύ ηπατικό κλάσμα.

Αύξηση του εντερικού ισοενζύμου (AP-3, β2) παρατηρείται σε άτομα με αλλοιώσεις του λεπτού εντέρου ή στους εκκρίνοντες τύπους ομάδας αίματος Β ή Ο κατά Lewis, ιδιαίτερα μετά από λιπαρό γεύμα.

Αν η πηγή του ισοενζύμου (ηπατική ή οστική) δεν είναι προφανής τότε η εκτίμηση της γ-γλουταμυλτρανσφεράσης (γ-GT) μπορεί να βοηθήσει στη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο νόσων. Μία αυξημένη γ-GT υπό την παρουσία αυξημένης αλκαλικής φωσφατάσης υποδεικνύει ότι το ήπαρ είναι η πρωτογενής πηγή. Αυξημένη αλκαλική φωσφατάση συνήθως με κανονική γ-GT εμφανίζεται στην οστεομαλάκυνση και τη ραχίτιδα, τον πρωτογενή υπερπαραθυρεοειδισμό με εμπλοκή του οστού, τη νόσο του Paget, το δευτερογενές καρκίνωμα στο οστό και σε μερικές περιπτώσεις οστεογενούς σαρκώματος.

Αυξημένα επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης συνήθως με αυξημένη γ-GT παρατηρούνται στη χολόσταση, την ηπατίτιδα, την κίρρωση, σε αλλοιώσεις κατάληψης κάποιου χώρου και σε κακοήθειες με οστική ή ηπατική συμμετοχή ή άμεση παραγωγή. Χαμηλές τιμές αλκαλικής φωσφατάσης μπορούν να παρατηρηθούν σε καταστάσεις που προκαλούν διακοπή της οστικής ανάπτυξης ή σε υποφωσφαταιμία.

Αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης έχουμε σε:

  • Παθήσεις οστών: παραμορφωτική οστεΐτιδα, οστεοσαρκώματα, ραχίτιδα, οστεομαλάκυνση, αγκυλωτική σπονδυλίτιδα, νόσος Paget (μεγάλη αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης), σύνδρομο Cushing, μεταστατικοί καρκίνοι (ειδικά σε οστικές μεταστάσεις από καρκίνο του προστάτη), μυέλωμα, ατελής οστεογένεση, αποκατάσταση καταγμάτων.
  • Παθήσεις ήπατος και χολής (σχετίζεται με μη φυσιολογικές δοκιμασίες ηπατικής λειτουργίας): αποφρακτικός ίκτερος, ηπατική και χολική κίρρωση, ενδοηπατική ή εξωηπατική χολόσταση (συνοδεύεται από αυξημένη χολερυθρίνη), χολαγγειίτιδα, χωροκατακτητικά νοσήματα (πρωτοπαθή και μεταστάσεις), αποστήματα, παράσιτα, κοκκιώματα, ιογενής ηπατίτιδα, σακχαρώδης διαβήτης με λιπώδη διήθηση ήπατος, χρόνια κατανάλωση αλκοόλ.
  • Παθήσεις νεφρών: χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, οστεοπάθεια νεφρικής αιτιολογίας, νεφροσωληναριακή οξέωση, θεραπεία με φουροσεμίδη.
  • Υπερπαραθυρεοειδισμό (ινώδης κυστική οστεΐτιδα).
  • Λοιμώδη μονοπυρήνωση, λοίμωξη από μεγαλοκυτταροϊό σε παιδιά.
  • Χορήγηση εργοστερόλης (προβιταμίνη D).
  • Υπερφωσφατασία (συγγενής ανωμαλία μεταβολισμού).
  • Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.
  • Τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (επαυξάνεται σε επιπλοκές: υπέρταση, προεκλαμψία, επαπειλούμενη αποβολή) μέχρι λίγο μετά τον τοκετό.
  • Με την πάροδο της ηλικίας (μόνο στις γυναίκες) και κατά την εμμηνόπαυση.
  • Καρκινικούς όγκους κυρίως των βρόγχων, των μαστών και του παγκρέατος.
  • Παθήσεις γαστρεντερικού συστήματος: ελκώδη κολίτιδα, πεπτικό έλκος, στεατόρροια, γαστροκολικά συρίγγια, χρόνια διάρροια, σύνδρομο Fanconi, μερική γαστρεκτομή, παγκρεατίτιδα, διάτρηση εντέρου.
  • Χρόνια μυελογενή λευχαιμία.
  • Νόσο Hodgkin.
  • Σαρκοείδωση.
  • Αμυλοείδωση.
  • Περιφερειακή αρτηρίτιδα.
  • Υπερθυρεοειδισμό.
  • Προχωρημένη φυματίωση.
  • Σε μερικά άτομα με ομάδα αίματος Ο ή Β, ιδιαίτερα μετά από λιπαρό γεύμα.
  • Μερικοί ασθενείς με μυοκαρδιακό, νεφρικό, πνευμονικό ή σπληνικό έμφρακτο, συνήθως στη φάση της οργανοποίησης.
  • Μακροχρόνια θεραπεία με σπασμολυτικά (φαινοβαρβιτάλη, φαινυτοΐνη).
  • Καλοήθης ιδιοπαθής αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης.

Ελάττωση της αλκαλικής φωσφατάσης έχουμε σε:

  • Υπερβιταμίνωση D.
  • Υποφωσφατασία.
  • Σκορβούτο.
  • Κακοήθης αναιμία.
  • Υποβιταμίνωση C.
  • Ανεπάρκεια μαγνησίου και ψευδαργύρου (διατροφική).
  • Ασιτία ή πλημμελής διατροφή.
  • Υποθυρεοειδισμό (με χαμηλό μαγνήσιο πλάσματος).
  • Σύνδρομο γάλακτος-αλκαλικών (milk-alkali) (Burnett's syndrome).
  • Αχονδροπλασία (κυρίαρχη γενετική διαταραχή που συχνά προκαλείται απο τον νανισμό).
  • Κρετινισμό, νανισμό.
  • Βαριά χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
  • Κοιλιοκάκη.
  • Θεραπεία με κλοφιβράτη.

Διαγνωστικός αλγόριθμος αυξημένης αλκαλικής φωσφατάσης:

Διαγνωστικός αλγόριθμος αυξημένης αλκαλικής φωσφατάσηςΔιαγνωστική προσέγγιση ασθενών µε αυξημένη αλκαλική φωσφατάση (ALP) ALT:Αμινοτρανσφεράση αλανίνης, AST:Ασπαρτική αμινοτρανσφεράση, GGT:γ-γλουταμυλτρανφεράση, CT:Αξονική τομογραφία

Αλκαλική φωσφατάση λευκών (LAP)

Η αλκαλική φωσφατάση λευκών αιμοσφαιρίων βρίσκεται εντός των λευκών αιμοσφαιρίων και η μέτρηση των επιπέδων της μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση ορισμένων νοσημάτων.

Υψηλά επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης λευκών παρατηρούνται στην γνήσια πολυκυτταραιμία, στην πρωτοπαθή θρομβοκυττάρωση, στην μυελοϊνωση καθώς και στην λευχαιμοειδή αντίδραση (πολύ μεγάλη αύξηση των λευκών τους αιμοσφαιρίων που προσομοιάζει με τη λευχαιμία).

Χαμηλά επίπεδα παρατηρούνται στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία, την παροξυσμική νυχτερινή αιμοσφαιρινουρία και την οξεία μυελογενή λευχαιμία.

Πηγή:

  • Δείκτες ορού επί κακοήθων συμπαγών νεοπλασμάτων - Λ. Κυρίου ‐ Μάλλη - Μ. Μ. Βασλαματζής (κεφάλαιο 18)
  • US National Library of Medicine - Immunology and biochemistry of the Regan isoenzyme.
  • Εγχειρίδιο εργαστηριακής διάγνωσης - Θωμά Πρωτόπαπα
  • Fischbach - A Manual of Laboratory and Diagnostic Tests (7th edition)

Σχετικά άρθρα