Αλδολάση

Η αλδολάση είναι ένα γλυκολυτικό ένζυμο που καταλύει τη μετατροπή της διφωσφορικής φρουκτόζης σε φωσφορική διϋδροξυακετόνη και φωσφορική γλυκεραλδεΰδη. Η αλδολάση ανευρίσκεται σ’ όλους τους ιστούς και είναι απαραίτητη για τη γλυκόλυση στους μύες ως «οδός ταχείας απάντησης» για την παραγωγή ενέργειας με την μορφή της τριφωσφορικής αδενοσίνης (ΑΤΡ) ανεξάρτητα από την παροχή οξυγόνου στους ιστούς.

Καταλυόμενη από την αλδολάση αντίδρασηΚαταλυόμενη από την αλδολάση αντίδραση Οι υψηλότερες συγκεντρώσεις της αλδολάσης ανευρίσκονται στα κύτταρα των σκελετικών μυών, της καρδιάς και του ήπατος, αλλά η εξέταση θεωρείται πιο ειδική για τον έλεγχο της καταστροφής του μυϊκού ιστού, αφού οποιαδήποτε βλάβη του οδηγεί σε απελευθέρωση της αλδολάσης στο αίμα.

Η μέτρηση της αλδολάσης σήμερα έχει περιορισμένη χρήση, στην παρακολούθηση ασθενών με μυϊκή δυστροφία και μερικών άλλων σπάνιων καταστάσεων που επηρεάζουν τους σκελετικούς μύες και τείνει να αντικατασταθεί από την μέτρηση της CPK (Φωσφοκινάση κρεατίνης) της ALT (αμινοτρανσφεράση της αλανίνης) και της AST (αμινοτρανφεράση του ασπαρτικού οξέος).

Φυσιολογικές τιμές:

  • Ενήλικες: 0-7 U/L
  • Παιδιά: Κατά κανόνα διπλάσιες σε σχέση με των ενηλίκων.
  • Νεογέννητα: Τετραπλάσιες σε σχέση με των ενηλίκων.

Η αλδολάση αυξάνει σε:

  • Εγκαύματα.
  • Δερματομυοσίτιδα.
  • Τριχίνωση
  • Γάγγραινα.
  • Ηπατίτιδα.
  • Λευχαιμία.
  • Μεγαλοβλαστική αναιμία.
  • Αιμολυτική αναιμία.
  • Μεταστατικό καρκίνο του ήπατος.
  • Καρκίνο (πνευμόνων, μαστών, προστάτη, εγκεφάλου).
  • Μυϊκή φλεγμονή.
  • Μυϊκή νέκρωση.
  • Μυϊκό τραυματισμό.
  • Έμφραγμα του μυοκαρδίου.
  • Μυοσίτιδα.
  • Πολυμυοσίτιδα.
  • Οξεία ψύχωση.
  • Σχιζοφρένεια.
  • Προϊούσα μυϊκή δυστροφία (Duchenne).
  • Πνευμονικό έμφρακτο.
  • Οξεία παγκρεατίτιδα.

Σημειώνεται ότι η αιμόλυση του δείγματος αίματος αυξάνει ψευδώς τα επίπεδα της αλδολάσης. Πρόσφατοι μικροτραυματισμοί, συμπεριλαμβανομένων και των ενδομυϊκών ενέσεων, μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της αλδολάσης. Η χρήση κορτικοτροπίνης, οξικής κορτιζόνης και ηπατοτοξικών φαρμάκων μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα της αλδολάσης ενώ η χρήση των φαινοθειαζινών μπορεί να μειώσει τα επίπεδα αλδολάσης στον ορό του αίματος.

Πηγή: McGraw-Hill’s Manual of Laboratory & Diagnostic Tests - Aldolase

Σχετικά άρθρα

Γαλακτική αφυδρογονάση (LDH)

Ηπατίτιδα C

Αλβουμίνη