Πνευμονία από μυκόπλασμα

Τα μυκοπλάσματα είναι οι μικρότεροι γνωστοί μικροοργανισμοί που διαβιούν ελεύθερα, είναι προκαρυωτικά κύτταρα και περιβάλλονται μόνο από κυτταροπλασματική μεμβράνη. Η απουσία κυτταρικού τοιχώματος δημιουργεί κυτταρικό πολυμορφισμό και αντίσταση στα αντιβιοτικά που επενεργούν πάνω στο κυτταρικό τοίχωμα (πχ πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνες).

Τα μυκοπλάσματα συνήθως αποικίζουν επιφάνειες των βλεννογόνων της αναπνευστικής και της ουρογεννητικής οδού πολλών ζωικών ειδών. Από τον άνθρωπο έχουν απομονωθεί 16 είδη μυκοπλασμάτων, εκ των οποίων τα περισσότερα είναι σαπρόφυτα. Το μυκόπλασμα της πνευμονίας (Mycoplasma pneumoniae) προκαλεί συνήθως αφανείς λοιμώξεις της ανώτερης και κατώτερης αναπνευστικής οδού, τραχειοβρογχίτιδες και στο 3-10 % των ατόμων πνευμονία.

Το Mycoplasma genitalium και το ουρεόπλασμα (Ureaplasma urealyticum) είναι γνωστά αίτια ουρηθρίτιδας και εμπλέκονται σε άλλες παθήσεις των γεννητικών οργάνων.

Το μυκόπλασμα της πνευμονίαςΤο μυκόπλασμα της πνευμονίαςΤο μυκόπλασμα της πνευμονίας (Mycoplasma pneumoniae) προκαλεί άτυπες πνευμονίες με υψηλότερη συχνότητα στα νεαρά άτομα ηλικίας 10 έως 40 ετών. Ευθύνεται για το 20% των πνευμονιών των εφήβων, για το 50% των πνευμονιών σε μαθητές λυκείου και για το 20-30% των πνευμονιών σε στρατευμένους.

Το μυκόπλασμα μεταδίδεται με τα σταγονίδια κατά το βήχα και τον πταρμό από άτομο σε άτομο (κυρίως σε κλειστούς χώρους) όπως σχολεία, στρατόπεδα κ.α. αν και τα περισσότερα κρούσματα είναι σποραδικά ή εμφανίζονται εντός των οικογενειών.

Η περίοδος επώασης είναι 2-3 εβδομάδες σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή των άλλων αναπνευστικών λοιμώξεων.

Περιστατικά εμφανίζονται καθ΄ όλη την διάρκεια του έτους αν και μελέτες διαπιστώνουν μια αύξηση των κρουσμάτων τους φθινοπωρινούς μήνες.

Κλινική εικόνα:

  • Προοδευτική εισβολή πυρετού χωρίς ρίγος (38,5οC-39,5οC) με συμπτώματα οξείας ή υποξείας τραχειοβρογχίτιδας, κεφαλαλγία, διάχυτες μυαλγίες, ωτίτιδα ή φαρυγγίτιδα και σπάνια εξάνθημα που διαρκεί 1-2 εβδομάδες.
  • Ο βήχας είναι ξηρός κυρίως την νύχτα, σπάνια γίνεται παραγωγικός με βλεννοπυώδη απόχρεμψη.
  • Συχνά παρατηρείται υπεραιμία του φάρυγγα αλλά σπάνια διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων σε παιδιά και εφήβους.
  • Ίκτερος μπορεί να εμφανιστεί στην περίπτωση αιμόλυσης από παραγωγή ψυχροσυγκολλητινών.
  • Όπως και στις άλλες άτυπες πνευμονίες παρατηρείται δυσαρμονία μεταξύ των εντυπωσιακών ακτινολογικών ευρημάτων και των πτωχών αντικειμενικών ευρημάτων (μείωση του αναπνευστικού ψιθυρίσματος, υγροί ρόγχοι ή τρίζοντες).
  • Η πνευμονία από μυκόπλασμα μπορεί να παρουσιάσει βαριά κλινική εικόνα σε ασθενείς που πάσχουν από δρεπανοκυτταρική νόσο και άλλες αιμοσφαιρινοπάθειες.

Εξωπνευμονικά συμπτώματα:

Πληθώρα, αν και σπανίων εξωπνευμονικών συμπτωμάτων που έχουν ανοσολογική βάση έχουν σχετιστεί με την λοίμωξη από μυκόπλασμα και πολλές φορές μπορεί να αποτελούν την μοναδική ένδειξη της μυκοπλασματικής λοίμωξης. Ενδεικτικά αναφέρονται:

  • Ωτίτιδα.
  • Εξάνθημα: το πολύμορφο ερύθημα (σύνδρομο Stevens Johnson) εμφανίζεται τυπικά σε νεαρούς άνδρες ασθενείς. Κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα, τοξική επιδερμόλυση, φυσαλιδώδες εξάνθημα, οζώδες ερύθημα μπορούν επίσης να εμφανιστούν.
  • Αρθρίτιδα σπάνια.
  • Σπειραματονεφρίτιδα.
  • Αιμολυτική αναιμία, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, θρομβοεμβολικά επεισόδια. Το μυκόπλασμα της πνευμονίας μπορεί να προκαλέσει τον σχηματισμό αντισωμάτων IgM (ψυχροσυγκολλητίνες) τα οποία συγκολλούν τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου στους 4οC και προκαλούν αναιμία.
  • Περικαρδίτιδα, μυοκαρδίτιδα.
  • Εγκεφαλίτιδα,σύνδρομο Guillain- Barre, παρεγκεφαλιδική αταξία, εγκάρσια μυελίτιδα, περιφερικές νευροπάθειες και ψύχωση.

Παθολογοανατομία:

Βρογχίτιδα και βρογχιολίτιδα με παρουσία ουδετερόφιλων και μακροφάγων κυττάρων μέσα στον αυλό των βρόγχων, ενώ στον υποβλεννογόνο και περιβρογχικό ιστό υπάρχει διήθηση με λεμφοκύτταρα και πλασματοκύτταρα. Κατά την εξέλιξη τα φλεγμονώδη στοιχεία συρρέουν και δημιουργούν πνευμονικές διηθήσεις.

Ακτινογραφία θώρακος:

  • Στην ακτινογραφία εμφανίζεται δικτυωτή εικόνα, στην οποία προστίθενται περιοχές ανομοιογενούς τμηματικής πύκνωσης και ταινιοειδείς ατελεκτασίες στην πλάγια ακτινογραφία.
  • Σπάνια υπάρχει σημαντική ποσότητα πλευριτικού υγρού.

Διάγνωση:

Συνήθως η νόσος παραμένει αδιάγνωστη λόγω της παρόμοιας κλινικής εικόνας με τις περισσότερες λοιμώξεις του αναπνευστικού. Η παρατεταμένη νόσος και οι εξωπνευμονικές εκδηλώσεις δημιουργούν υποψίες της νόσου.

  • Προσδιορισμός ψυχροαιμοσυγκολλητινών (IgM τύπου, ειδικές για το αντιγόνο Ι των ερυθρών) οι οποίες θετικοποιούνται την 1 ή 2 εβδομάδα στο 80%. Τίτλος >64 ή τετραπλάσια αύξηση σε επανειλημμένες μετρήσεις θεωρείται θετικός (ψευδώς θετικός τίτλος σε λοιμώδη μονοπυρήνωση, πνευμονία από αδενοϊούς και λεμφοϋπερπλαστικές παθήσεις). Κατά την συγκεκριμένη εξέταση, η οποία μπορεί να γίνει «δίπλα στον ασθενή», μετά την ψύξη του αίματος του ασθενούς, που τοποθετήθηκε σε φιαλίδιο με αντιπηκτικό, στους 40C, διαπιστώνεται συγκόλληση και επικάθιση των ερυθρών αιμοσφαιρίων στα τοιχώματα του φιαλιδίου.
  • Η καλλιέργεια του μυκοπλάσματος (απαιτεί 2-3 εβδομάδες) από λαρυγγικό / φαρυγγικό επίχρισμα, βρογχικό έκπλυμα, ή ιστό και δεν προσφέρει έγκαιρα στοιχεία για την διάγνωση της νόσου.
  • Ανίχνευση RNA του μυκοπλάσματος, ανίχνευση της ειδικής πρωτεΐνης του ειδικού IgM αντισώματος που εμφανίζεται μετά από μία εβδομάδα και παραμένει για 2-12 εβδομάδες και την αντίδραση της πολυμεράσης PCR (χρήσιμη για την γρήγορη ταυτοποίηση).

Θεραπεία:

  • Η νόσος είναι αυτοπεριοριζόμενη και σπανίως απειλεί την ζωή.
  • Θεραπεία εκλογής: ερυθρομυκίνη 500mg x4 x14 ημέρες, τετρακυκλίνες (δοξυκυκλίνη) 100mg x 1-2 x 14 ημέρες, κλαρυθρομυκίνη 250-500mg x 1-2 x 7 ημέρες, αζιθρομυκίνη 1.5 g x 1 x 5 ημέρες.
  • Σε νοσηλευόμενους ασθενείς προτιμάται φλουοροκινολόνη (π.χ λεβοφλοξακίνη).
  • Μετά την θεραπεία η ακτινολογική εικόνα βελτιώνεται σε μία εβδομάδα και υποχωρεί σε 4-6 εβδομάδες.

Επιπλοκές:

  • Από το ΚΝΣ (άσηπτη μηνιγγίτιδα, σύνδρομο Guillain- Barre).
  • Μονοαρθρίτιδα.
  • Διαταραχές της πήξεως, αιμολυτική αναιμία.
  • Μυοκαρδίτιδα.
  • Πνευμονικό απόστημα, πλευριτική συλλογή, διόγκωση των παραπυλαίων λεμφαδένων, αεροκήλη, πνευμοθώρακας, βρογχιεκτασίες και αποφρακτική βρογχιολίτιδα που μπορεί να οδηγήσει σε αναπνευστική ανεπάρκεια.

Σχετικά άρθρα