Λοιμώδης μονοπυρήνωση

Η λοιμώδης μονοπυρήνωση (infectious mononucleosis) είναι μια οξεία λοιμώδης νόσος που οφείλεται στο ιό Epstein-Barr.

Η λοιμώδης μονοπυρήνωση είναι συνήθως νόσος των νεαρών ενηλίκων, έχει παγκόσμια κατανομή και μπορεί να παρατηρηθεί σε κάθε ηλικία, αλλά συνήθως προσβάλλει τις ηλικίες μεταξύ 10 και 35 ετών. Στις αναπτυσσόμενες χώρες προσβάλει παιδιά μικρής ηλικίας τα οποία εμφανίζουν ήπια συμπτωματολογία ενώ στις αναπτυγμένες χώρες η λοίμωξη συχνά καθυστερεί έως την ενηλικίωση.

Τα συμπτώματα της λοιμώδους μονοπυρήνωσηςΗ μετάδοση του ιού γίνεται με την σίελο από τους ενήλικες στα νήπια και μεταξύ των νέων ενηλίκων κατά την διάρκεια του φιλήματος. Σπάνια έχουν αναφερθεί περιπτώσεις λοιμώξεων μέσω της μετάγγισης αίματος.

Ο ιός Epstein-Barr (ανθρώπινος ερπητοϊός τύπου 4) εκτός της λοιμώδους μονοπυρήνωσης φαίνεται να συσχετίζεται και με αρκετούς ανθρώπινους όγκους, όπως το ρινοφαρυγγικό καρκίνωμα, το λέμφωμα του Burkitt, τη νόσο του Hodgkin και το λέμφωμα εκ λεμφοκυττάρων Β σε ανοσοκατεσταλμένα άτομα.

Ο χρόνος επώασης της νόσου μπορεί να φθάσει τις αρκετές εβδομάδες. Η λοίμωξη εκδηλώνεται τυπικά με πυρετό, δυσκαταποσία, έντονη κακουχία, ανορεξία και μυαλγίες, ενώ κλινικά διαπιστώνεται η παρουσία εξιδρωματικής φαρυγγίτιδας και αμυγδαλίτιδας καθώς και λεμφαδενοπάθεια κυρίως των οπίσθιων τραχηλικών λεμφαδένων οι οποίοι αυξάνουν σε μέγεθος και γίνονται ελαφρώς επώδυνοι.

Σε ποσοστό πάνω από το 50% των περιπτώσεων παρατηρείται σπληνομεγαλία (αύξηση σπληνός) και περιστασιακά εμφανίζεται ένα κηλιδοβλατιδώδες ή πετεχειώδες εξάνθημα κυρίως στα άτομα που έχει χορηγηθεί αμπικιλλίνη για θεραπεία.

Η ηπατική συμμετοχή είναι συχνή (ηπατίτιδα) και εκδηλώνεται με αύξηση των τρανσαμινασών, της αλκαλικής φωσφατάσης, της χολερυθρίνης και την εμφάνιση ίκτερου.

Η αιματολογική εικόνα στο περιφερικό αίμα είναι χαρακτηριστική. Αρχικά, υπάρχει ουδετεροπενία (μείωση των ουδετερόφιλων), η οποία μετά από μία εβδομάδα ακολουθείται από λεμφοκυτταρική λευκοκυττάρωση (αύξηση των λεμφοκυττάρων). Ποσοστό πάνω από 10% των λεμφοκυττάρων εμφανίζονται άτυπα λόγω της διαφοράς τους σε σχέση με τα φυσιολογικά λεμφοκύτταρα. Τα άτυπα λεμφοκύτταρα είναι μεγαλύτερα από τα φυσιολογικά ώριμα λεμφοκύτταρα, πιο σκοτεινά στην χρώση και συχνά παρουσιάζουν αφρώδες κυτόπλασμα με κυστίδια και μελανή χρωματίνη στον πυρήνα.

Περιστασιακά εμφανίζεται αιμολυτική αναιμία δευτεροπαθώς λόγω της παρουσίας κυκλοφορούντων αντισωμάτων και θρομβοπενία (μείωση των αιμοπεταλίων) ποικίλης βαρύτητας.

Πιο σπάνια κατά την διάρκεια της λοίμωξης μπορούν να εμφανιστούν εκδηλώσεις από την προσβολή του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως μονονευροπάθεια (πάρεση του Bell), άσηπτος μηνιγγίτιδα, εγκεφαλίτιδα, σύνδρομο Guillain-Barre, αλλά και νεφρική ανεπάρκεια από διάμεση νεφρίτιδα, και μυοκαρδίτιδα με ταχυκαρδία και αρρυθμίες.

Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στην χαρακτηριστική κλινική και αιματολογική εικόνα και επιβεβαιώνεται με τα ειδικά τεστ τα οποία ανιχνεύουν ετερόφιλα αντισώματα (IgM) που συγκολλούν τα ερυθροκύτταρα προβάτων (θετική Paul-Bunnell αντίδραση). Η εξέταση Mono test είναι μια ευαίσθητη και εύκολη δοκιμασία ανίχνευσης ετερόφιλων αντισωμάτων αλλά συνήθως θετικοποιείται στην λοιμώδη μονοπυρήνωση μέσα σε 4 εβδομάδες από την έναρξη της νόσου. Κατά την οξεία νόσηση, παρατηρείται αύξηση αρχικά και μετά πτώση των IgM αντισωμάτων εναντίον του ιϊκού αντιγόνο της κάψας (VCA) που ακολουθούνται από μια αύξηση των IgG αντισωμάτων εναντίον του ιϊκού αντιγόνο της κάψας, η οποία επιμένει δια βίου. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα για τα τεστ VDRL ή RPR (για σύφιλη) εμφανίζονται στο 10% των περιπτώσεων.

Η λοίμωξη από κυτταρομεγαλοϊο (CMV), η τοξοπλάσμωση και η ερυθρά εμφανίζουν κλινική εικόνα παρόμοια και δεν διακρίνονται εύκολα από τη λοιμώδη μονοπυρήνωση από τον ιό Epstein-Barr. Η απουσία φαρυγγίτιδας, τα αρνητικά ετερόφιλα αντισώματα και το αρνητικό Mono test είναι ενδεικτικά της απουσίας λοίμωξης από το ιό Epstein-Barr.

Η διφθεριτική, η γονοκοκκική και η στρεπττοκοκκική φαρυγγίτιδα καθώς και λοιμώξεις από αδενοϊό και ερπητοϊούς των μαλακών μορίων του τραχήλου και της κεφαλής μπορούν να εκληφθούν συχνά ως λοιμώδη μονοπυρήνωση.

Ειδική θεραπεία για την λοίμωξη δεν υπάρχει και τα αντιϊκά φάρμακα (ακυκλοβίρη και γανκικλοβίρη) είναι αναποτελεσματικά. Η αγωγή είναι συμπτωματική και επιτυγχάνεται με τη χορήγηση παρακεταμόλης ή μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Η θρομβοπενία και η αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία ανταποκρίνονται στα κορτικοστεροειδή. Συμπτωματικά αντιμετωπίζονται και οι επιπλοκές (ηπατίτιδα, μυοκαρδίτιδα και εγκεφαλίτιδα) της λοίμωξης. Η ρήξη σπληνός απαιτεί επείγουσα σπληνεκτομή. Με στόχο την αποφυγή αυτής της επιπλοκής, είναι καλύτερο να αποφεύγεται η εξαντλητική άσκηση για ένα μήνα ή μέχρις ότου η σπληνομεγαλία υποχωρήσει.

Σε μη επιπεπλεγμένες περιπτώσεις, ο πυρετός εξαφανίζεται σε 10 ημέρες και η λεμφαδενοπάθεια και η σπληνομεγαλία σε τέσσερις εβδομάδες. Η αδυναμία και η καταβολή μερικές φορές παρατείνεται για 2-3 μήνες. Ο θάνατος από την λοίμωξη είναι σπάνιος. Όταν συμβαίνει, οφείλεται συνήθως σε ρήξη σπληνός, σε φαινόμενα υπερσπληνισμού (σοβαρή αιμολυτική αναιμία, θρομβοκυττοπενική πορφύρα) ή σε εγκεφαλίτιδα.

Σχετικά άρθρα

Δοκιμασία Coombs

Δικτυοερυθροκύτταρα (ΔΕΚ)

Strep Test (γρήγορο τεστ στρεπτόκοκκου)