Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (Gastroesophageal reflux disease - GERD), η παλινδρόμηση δηλαδή του όξινου γαστρικού υγρού από τον στόμαχο στον οισοφάγο είναι μία συχνή πάθηση του πεπτικού συστήματος που προσβάλλει περίπου το 20% των ενηλίκων, εκ των οποίων το 10% διαμαρτύρεται για καθημερινά συμπτώματα.
Αν και οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ελαφρά νόσο, μερικοί αναπτύσσουν βλάβη του οισοφαγικού βλεννογόνου (οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση) ή πιο σοβαρές επιπλοκές.
Διάφοροι παράγοντες συμβάλλουν στη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ). Στους περισσότερους ασθενείς, η παλινδρόμηση επέρχεται κατά τη διάρκεια της αυτόματης παροδικής χάλασης του κάτω οισοφαγικού σφιγκτήρα, ενώ σε ασθενείς με πιο σοβαρή προσβολή (πχ με στενώσεις ή οισοφάγο Barrett) η παθολογική λειτουργία του κάτω οισοφαγικού σφιγκτήρα οδηγεί στην ελεύθερη παλινδρόμηση ή παλινδρόμηση κατά τη διάρκεια της κοιλιακής σύσπασης, της άρσης βάρους ή του σκυψίματος.
Η βλάβη του οισοφαγικού βλεννογόνου σχετίζεται με την ισχύ του υγρού που παλινδρομεί και τη χρονική διάρκεια επαφής του με το βλεννογόνο. Το όξινο γαστρικό υγρό (pH < 4) είναι ιδιαίτερα καυστικό για τον οισοφαγικό βλεννογόνο και αποτελεί τον κύριο βλαπτικό παράγοντα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αν και σε μερικούς ασθενείς, μπορεί να συμβάλει και η παλινδρόμηση χολής ή και των αλκαλικών παγκρεατικών εκκρίσεων.
Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της νόσου παίζει επίσης και η ελαττωμένη φυσιολογική περισταλτική κάθαρση του οισοφάγου (δηλαδή η φυσιολογική σύσπαση του οισοφάγου κατά ώσεις στην προσπάθεια του να απαλλαγεί από το υγρό που παλινδρομεί) αλλά και η εξουδετερωτική μέσω των διττανθρακικών δράση του σιέλου. Έτσι άτομα με συστηματικά νοσήματα όπως το σκληρόδερμα που εμφανίζουν ελαττωμένο περισταλτισμό, ή ακόμα και ο ύπνος κατά την διάρκεια του οποίου παρατηρείται μείωση του περισταλτισμού, αλλά και καταστάσεις που σχετίζονται με ελαττωμένη παραγωγή σιέλου όπως το σύνδρομο Sjogren, η λήψη αντιχολινεργικάών φαρμάκων και η ακτινοθεραπεία του στόματος μπορούν να επιδεινώσουν την γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
Η διαφραγματοκήλη, αλλά και η διαταραχή της γαστρικής κένωσης εξαιτίας της γαστροπάρεσης ή ατελούς απόφραξης της γαστρικής εξόδου καθιστά δυνατή τη γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
Το τυπικό σύμπτωμα της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης είναι ο οπισθοστερνικός καύσος (καούρα)συνοδευόμενος συχνά από αναγωγές ή αυτόματη παλινδρόμηση ξινού ή πικρού γαστρικού περιεχομένου στο στόμα. Ο καύσος επέρχεται συνήθως 30-60 λεπτά μετά τα γεύματα και κατά την κατάκλιση. Οι ασθενείς συχνά αναφέρουν ανακούφιση με τη λήψη αντιόξινων ή σόδας. Λιγότερο συχνά συμπτώματα είναι η δυσφαγία, η οποία μπορεί να οφείλεται στον ανώμαλο περισταλτισμό ή την ανάπτυξη επιπλοκών όπως η στένωση ή η μεταπλασία Barrett.
Συχνές είναι και οι άτυπες εκδηλώσεις της γαστροοισοφαγικής νόσου. Σε αυτές περιλαμβάνονται το άσθμα, ο χρόνιος βήχας, η χρόνια λαρυγγίτιδα, ο πονόλαιμος και το προκάρδιο άλγος μη καρδιακής αιτιολογίας.
Η φυσική εξέταση και οι εργαστηριακές εξετάσεις είναι φυσιολογικά σε μη επιπλεγμένη νόσο. Η διάγνωση της νόσου γίνεται με ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού και την λήψη βιοψίων που τεκμηριώνουν τον τύπου και την έκταση της ιστικής βλάβης από την γαστροισοφαγική παλινδρόμηση. Περίπου το 50% των ασθενών με παλινδρόμηση οξέος στην ενδοσκόπηση θα έχουν ορατές βλεννογονικές διαταραχές όπως ερύθημα και ευθρυπτότητα στη συμβολή πλακώδους και κυλινδρικού επιθηλίου και διαβρώσεις, γνωστές ως οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση. Ωστόσο, η ενδοσκόπηση είναι φυσιολογική σε ποσοστό έως το ήμισυ των συμπτωματικών ασθενών χωρίς να αποκλείεται η ελαφρά νόσος.
Ενδοσκόπηση ανώτερου πεπτικούH ενδοσκόπηση δεν δικαιολογείται σε όλους τους ασθενείς αλλά θα πρέπει να εκτελείται σε όσους τα συμπτώματα δεν έχουν ανταποκριθεί μετά την αρχική εμπειρική θεραπεία και σε ασθενείς με ύποπτα συμπτώματα που υποδηλώνουν επιπλεγμένη νόσο (δυσφαγία, οδυνοφαγία, λανθάνουσα ή ορατή αιμορραγία ή σιδηροπενική αναιμία). Η ενδοσκόπηση δικαιολογείται όμως σε ασθενείς με χρόνια συμπτώματα (πάνω από 5 έτη) ή σε ασθενείς που απαιτούν συνεχή θεραπεία συντήρησης για την αναζήτηση οισοφάγου Barrett.
Η οισοφαγογραφία με βάριο έχει περιορισμένο ρόλο στη διερεύνηση της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης λόγω της περιορισμένης της ικανότητας αναγνώρισης της παλινδρόμησης, ενώ σε ασθενείς με σοβαρή δυσφαγία, μπορεί να είναι απαραίτητη για την αναγνώριση μιας στένωσης του οισοφάγου.
Η περιπατητική καταγραφή του pH (pHμετρία) είναι η καλύτερη εξέταση για την τεκμηρίωση της παλινδρόμησης οξέος, αλλά δεν είναι απαραίτητη στους περισσότερους ασθενείς με γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Είναι χρήσιμη και ενδείκνυται στις περιπτώσεις που απαιτείται η τεκμηρίωση της παθολογικής έκθεσης του οισοφάγου σε οξύ σε έναν ασθενή που είναι υποψήφιος για χειρουργική επέμβαση διόρθωσης της παλινδρόμησης και ο οποίος έχει φυσιολογική ενδοσκόπηση, για τη διερεύνηση ασθενών με φυσιολογική ενδοσκόπηση οι οποίοι έχουν συμπτώματα παλινδρόμησης που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων και για την ανίχνευση είτε υπέρμετρης παλινδρόμησης ή της συσχέτισης των επεισοδίων παλινδρόμησης με άτυπα συμπτώματα όπως το μη καρδιογενές προκάρδιο άλγος, το άσθμα, ο χρόνιος βήχας, η λαρυγγίτιδα και ο πονόλαιμος.
Η εμπέδηση/pHμετρία οισοφάγου (impedance/pH) είναι μια νέα μέθοδος που χρησιμοποιείται επίσης σε περιπτώσεις που υποψιαζόμαστε γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση, χωρίς όμως να υπάρχουν τα ανάλογα ευρήματα στη γαστροσκόπηση. Η συγκεκριμένη μέθοδος δίνει τη δυνατότητα ανίχνευσης όχι μόνο της παλινδρόμησης οξέος από το στομάχι προς τον οισοφάγο, αλλά και μη οξέος. Επιπλέον, έχει τη δυνατότητα να ξεχωρίζει την παλινδρόμηση υγρού, τροφής ή αέρα. Η μέθοδος της εμπέδησης/pΗμετρίας αντικαθιστά τη συμβατική pHμετρία, της οποίας οι διαγνωστικές δυνατότητες περιορίζονται μόνο στην ανίχνευση οξέος και ενδείκνυται ιδιαίτερα για την ομάδα ασθενών που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων καθώς επίσης, και σε περιπτώσεις μη ειδικών συμπτωμάτων της παλινδρόμησης, όπως ο χρόνιος βήχας, το βράγχος φωνής, η λαρυγγίτιδα και το άσθμα.
Επιπλοκές της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Α. Οισοφάγος Barrett: Αυτή είναι η κατάσταση στην οποία το πλακώδες επιθήλιο του οισοφάγου αντικαθίσταται από μεταπλαστικό κυλινδρικό επιθήλιο που περιέχει καλυκοειδή και κυλινδρικά κύτταρα (ειδική εντερική μεταπλασία) και ανευρίσκεται σε ποσοστό έως 10% των ασθενών χρόνια παλινδρόμηση και πιστεύεται ότι οφείλεται στη χρόνια βλάβη που προκαλείται από την παλινδρόμηση στο πλακώδες επιθήλιο του οισοφάγου. Ο οισοφάγος Barrett δεν προκαλεί ειδικά συμπτώματα, αλλά αντίθετα, τα συμπτώματα είναι συνέπεια της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης. Ο οισοφάγος Barrett ορισμένες φορές μπορεί να επιπλακεί από το σχηματισμό στένωσης ή βαθέων εξελκώσεων, οι οποίες μπορεί να αιμορραγήσουν.
Η πιο σοβαρή επιπλοκή του οισοφάγου Barrett είναι το αδενοκαρκίνωμα του οισοφάγου, με τους πάσχοντες να εμφανίζουν 40πλάσιο κίνδυνο εμφάνισής του σε σύγκριση με τους ασθενείς χωρίς οισοφάγο Barrett. Ουσιαστικά όλα τα αδενοκαρκινώματα του οισοφάγου και πολλοί τέτοιοι όγκοι του καρδιακού στομίου του στομάχου προέρχονται από τη μεταπλασία Barrett.
Η παρουσία του οισοφάγου Barrett, καθιστά αναγκαία την ενδοσκόπηση, κάθε 3 χρόνια, προς αναζήτηση χαμηλού ή υψηλού βαθμού δυσπλασίας ή αδενοκαρκίνωματος του οισοφάφου. Οι ασθενείς με χαμηλού βαθμού δυσπλασία έχουν 1,5% κίνδυνο / έτος εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου και απαιτούν επαναλαμβανόμενη ενδοσκοπική παρακολούθηση κάθε 6 μήνες για να αποκλείσει η συνύπαρξη υψηλού βαθμού δυσπλασίας ή αδενοκαρκινώματος και στις περιπτώσεις που η χαμηλού βαθμού δυσπλασία εξακολουθεί να υφίσταται, η ενδοσκοπική παρακολούθηση θα πρέπει να επαναλαμβάνεται σε ετήσια βάση.
Ειδική εντερική μεταπλασία ανευρίσκεται στη γαστροοισοφαγική συμβολή σε ποσοστό έως 20% των ασθενών που υποβάλλονται σε ενδοσκόπηση σε απουσία ορατού οισοφάγου Barrett. Εν όψει της αυξανόμενης συχνότητας του αδενοκαρκινώματος στον περιφερικό οισοφάγο και τον εγγύς στόμαχο, η σημασία της ειδικής εντερικής μεταπλασίας στη γαστροοισοφαγική συμβολή απαιτεί περαιτέρω μελέτη.
Β. Πεπτική στένωση: Σχηματισμός στένωσης προκαλείται στο 10% περίπου των ασθενών με οισοφαγίτιδα, η οποία εκδηλώνεται με τη βαθμιαία ανάπτυξη δυσφαγίας στις στερεές τροφές που εξελίσσεται κατά την διάρκεια μηνών έως ετών. Οι περισσότερες στενώσεις εντοπίζονται στη γαστροοισοφαγική συμβολή, ενώ αυτές που εντοπίζονται πάνω από αυτό το επίπεδο προκαλούνται συνήθως παρουσία μεταπλασίας Barrett
Έως το 90% συμπτωματικών ασθενών με στένωση αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με διαστολή. Η διαστολή συνεχίζεται για αρκετές συνεδρίες με σκοπό την ανακούφιση της δυσφαγίας και η χρόνια θεραπεία με έναν αναστολέα αντλίας πρωτονίων ελαττώνει την πιθανότητα υποτροπής της στένωσης.
Η θεραπεία της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Α. Συντηρητική θεραπεία: Στόχος της θεραπείας είναι η πρόκληση ανακούφισης, η επούλωση της οισοφαγίτιδας εάν υπάρχει και η πρόληψη των επιπλοκών. Στην πλειοψηφία των ασθενών με μη επιπλεγμένη νόσο, γίνεται έναρξη εμπειρικής θεραπείας με βάση το συμβατό ιστορικό χωρίς ανάγκη για περαιτέρω επιβεβαιωτικές εξετάσεις. Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται όπως αναμένεται στην εμπειρική θεραπεία και εκείνοι με υποψία επιπλοκών πρέπει να υποβάλλονται σε περαιτέρω διερευνητική ενδοσκόπηση του ανώτερου πεπτικού συστήματος.
Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση είναι μία ισόβια νόσος που απαιτεί τροποποιήσεις του τρόπου ζωής καθώς και φαρμακευτική παρέμβαση. Οι ασθενείς με ελαφρά και διαλείποντα συμπτώματα θα πρέπει να συμβουλεύονται να αποφεύγουν την κατάκλιση εντός 3 ωρών μετά τα γεύματα (περίοδος της μέγιστης παλινδρόμησης) και να ανυψώσουν το προσκέφαλο του κρεβατιού τους για την ελάττωση της παλινδρόμησης και την ενίσχυση της κένωσης του οισοφάγου, ιδιαίτερα αν πάσχουν από νυκτερινά και άτυπα συμπτώματα. Όξινες τροφές (προϊόντα τομάτας, εσπεριδοειδή, πικάντικες τροφές, καφές) και παράγοντες που χαλαρώνουν τον κάτω οισοφαγικό σφικτήρα ή καθυστερούν τη γαστρική κένωση (όπως λιπαρές τροφές, μέντα, σοκολάτα, αλκοόλ, κάπνισμα) δεν θα πρέπει να καταναλώνονται. Η απώλεια βάρους, η αποφυγή κατάκλισης μετά τα γεύματα και η ελάττωση του μεγέθους των γευμάτων μπορούν να βοηθήσουν.
Τα αντιόξινα είναι το κύριο μέσο για την ταχεία ανακούφιση του περιστασιακού οπισθοστερνικού καύσου ωστόσο η διάρκεια της δράσης τους είναι μικρότερη από 2 ώρες. Οι ανταγωνιστές των Η2-υποδοχέων της ισταμίνης (σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη, νιζατιδίνη, φαμοτιδίνη) αποτελούν εναλλακτική θεραπεία. Η δράση τους εμφανίζεται σε 30 λεπτά και παρέχουν ανακούφιση από τον οπισθοστερνικό καύσο έως και για 8 ώρες. Όταν λαμβάνονται πριν τα γεύματα που είναι γνωστό ότι προκαλούν συμπτώματα, αυτοί οι παράγοντες ελαττώνουν τη συχνότητα του προκαλούμενου από το γεύμα οπισθοστερνικού καύσου.
Οι ασθενείς με μέτρια αλλά συχνά συμπτώματα παλινδρόμησης (αρκετές φορές την εβδομάδα ή καθημερινά) πρέπει να αντιμετωπίζονται εμπειρικά με έναν ανταγωνιστή των υποδοχέων Η2. Οι τυπικές δόσεις αυτών των παραγόντων είναι για την ρανιτιδίνη ή τη νιζατιδίνη τα 150 mg, για την φαμοτιδίνη τα 20 mg και για την σιμετιδίνη 400-800 mg, δύο φορές την ημέρα. Τα φάρμακα αυτά ελαττώνουν την οξύτητα 24ώρου κατά 60%, είναι σημαντικά λιγότερο ακριβοί από τους αναστολείς της αντλίας πρωτονίων και παρέχουν αποτελεσματική ανακούφιση στους περισσότερους ασθενείς με ελαφρά έως μέτρια συμπτώματα παλινδρόμησης.
Για ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα επιμένουν παρά τη θεραπεία με τις συνήθεις δόσεις με ανταγωνιστές Η2-υποδοχέων για 6 εβδομάδες, η συνέχιση της θεραπείας ή η αύξηση της δόσης των ανταγωνιστών Η2-υποδοχέων σπανίως είναι αποτελεσματική στην παροχή συμπτωματικής ανακούφισης. Γι' αυτό, αυτοί οι ασθενείς πρέπει να θεραπεύονται με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων (ομεπραζόλη 20mg, λανσοπραζόλη 30mg, ραβεπραζόλη 20mg, εσομεπραζόλη 40mg ή παντοπραζόλη 40 mg) μία φορά την ημέρα.
Σε εκείνους που επιτυγχάνεται καλή συμπτωματική ανακούφιση, είτε με έναν ανταγωνιστή Η2-υποδοχέων είτε με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων, η θεραπεία πρέπει να διακόπτεται μετά από 8-12 εβδομάδες. Οι ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα υποτροπιάζουν πρέπει να αντιμετωπίζονται είτε με συνεχείς είτε με διαλείποντες θεραπευτικούς κύκλους ανάλογα με τη συχνότητα των συμπτωμάτων και την προτίμηση του ασθενούς. Γενικά, η δόση πρέπει να ελαττώνεται στο κατώτερο επίπεδο που διατηρεί αποτελεσματικό έλεγχο των συμπτωμάτων. Οι περισσότεροι ασθενείς ελέγχονται επαρκώς με διαλείποντες κύκλους θεραπείας παρά με τη συνεχή θεραπεία συντήρησης.
Οι προκινητικοί παράγοντες όπως η μετοκλοπραμίδη, (ένας ανταγωνιστής της ντοπαμίνης) και η σισαπρίδη (αν και χρήση της έχει περιοριστεί λόγω των παρενεργειών - παράταση του QT διαστήματος) ελαττώνουν την παλινδρόμηση με την αύξηση του τόνου του κάτω οισοφαγικού σφιγκτήρα και την ενίσχυση της κάθαρσης του οξέος από τον οισοφάγο και της γαστρικής κένωσης και φαίνεται ότι είναι συγκρίσιμοι ως προς την αποτελεσματικότητα με τους ανταγωνιστές Η2-υποδοχέων για τη θεραπεία των ελαφρών έως μέτριων συμπτωμάτων παλινδρόμησης.
Οι ασθενείς με σοβαρά συμπτώματα ή με τεκμηριωμένη ενδοσκοπικά διαβρωτική οισοφαγίτιδα, η ιδανική αρχική θεραπεία είναι ένας αναστολέας της αντλίας πρωτονίων (ομεπραζόλη 20 mg, λανσοπραζόλη 30 mg, ραβεπραζόλη 20 mg, παντοπραζόλη 40 mg, εσομεπραζόλη 40mg) μία φορά την ημέρα. Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων που χορηγούνται μία φορά την ημέρα παρέχουν συμπτωματική ανακούφιση και επούλωση της οισοφαγίτιδας σε ποσοστό άνω του 80% ενώ χορηγούμενοι δύο φορές την ημέρα παρέχουν ανακούφιση σε περισσότερο από 95% των ασθενών. Κατά την έναρξη της θεραπείας ο αναστολέας θα πρέπει να χορηγείται για 2-4 εβδομάδες, δύο φορές την ημέρα και μετά να ελαττώνεται σε μία δόση ημερησίως.
Η αρχική διάρκεια της θεραπείας είναι 8-12 εβδομάδες. Επανάληψη της ενδοσκόπησης δικαιολογείται σε ασθενείς μόνο εάν αποτύχουν να ανταποκριθούν στη θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων που χορηγούνται μία η δύο φορές την ημέρα. Μετά τη διακοπή της θεραπείας με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, υποτροπή των συμπτωμάτων προκαλείται στο 80% των ασθενών εντός 1 έτους. Γι' αυτό, απαιτείται χρόνια θεραπεία για τη διατήρηση της συμπτωματικής ύφεσης στους περισσότερους αλλά όχι σε όλους τους ασθενείς.
Οι ασθενείς με σοβαρή διαβρωτική ή πεπτική στένωση πρέπει να διατηρούνται σε χρόνια θεραπεία με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων σε δόση επαρκή για ην παροχή πλήρους συμπτωματικής ανακούφισης. Οι ασθενείς με παρατεταμένη συμπτωματική ύφεση (άνω των 3 μηνών) μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά με διαλείπουσα χορήγηση για 4 έως 8 εβδομάδες αναστολέων της αντλίας πρωτονίων.
Οι ασθενείς με ταχεία υποτροπή των συμπτωμάτων (εντός 3 μηνών) χρειάζονται χρόνια, θεραπεία συντήρησης είτε με έναν αναστολέα της αντλίας πρωτονίων είτε με έναν ανταγωνιστή Η2-υποδοχέων. Η θεραπεία πρέπει να ελαττώνεται βαθμιαία στη χαμηλότερη δόση που είναι αποτελεσματική στον έλεγχο των συμπτωμάτων παλινδρόμησης.
Οι δόσεις συντήρησης των αναστολέων αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξηθούν με την πάροδο του χρόνου, με περισσότερο από 20% των ασθενών να χρειάζονται τελικά διπλάσιες ή τριπλάσιες δόσεις των αναστολέων αντλίας πρωτονίων για τον έλεγχο των συμπτωμάτων.
Στην περίπτωση των εξωοισοφαγικών εκδηλώσεων της παλινδρόμησης, αν και η τεκμηρίωση της αιτιολογικής σχέσης μεταξύ της γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και των εξωοισοφαγικών συμπτωμάτων (π.χ. άσθμα, βράγχος φωνής, βήχας) είναι δύσκολη, δικαιολογείται μία εμπειρική αγωγή με διπλή δόση ενός αναστολέα αντλίας πρωτονίων την ημέρα για 2-3 μήνες για να προσδιοριστεί εάν τα συμπτώματα αυτά βελτιώνονται μετά την καταστολή του οξέος.
Το περίπου 10-20% των ασθενών με συμπτώματα γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης δεν ανταποκρίνεται στην ημερήσια χορήγηση των αναστολέων αντλίας πρωτονίων και το 5% δεν ανταποκρίνεται στη χορήγηση των δόσεων δύο φορές την ημέρα. Οι ασθενείς με συμπτώματα που δεν ανταποκρίνονται πρέπει να υποβάλλονται σε ενδοσκόπηση πριν την ενίσχυση της θεραπείας. Οι ασθενείς χωρίς ενδοσκοπικός ορατή οισοφαγίτιδα πρέπει να υποβάλλονται σε καταγραφή του οισοφαγικού pH για τον προσδιορισμό της ποσότητας του παλινδρομούντος οξέος στον οισοφάγο και να αποφασιστεί εάν τα ανθεκτικά συμπτώματα σχετίζονται πράγματι με το οξύ.
Η ύπαρξη ενεργού διαβρωτικής οισοφαγίτιδας είναι συνήθως ενδεικτική της ανεπαρκούς καταστολή οξέος και μπορεί σχεδόν πάντα να θεραπευτεί επιτυχώς με τις υψηλότερες δόσεις αναστολέων της αντλίας πρωτονίων. Μεγάλη παραγωγή οξέος φαίνεται ότι επέρχεται τη νύχτα σε ασθενείς με σοβαρή νόσο. Η χορήγηση ενός αναστολέα της αντλίας πρωτονίων δύο φορές την ημέρα (πριν το πρωινό και το βραδινό γεύμα) και ενός ανταγωνιστή Η2-υποδοχέων κατά τη νυκτερινή κατάκλιση μπορεί να είναι αποτελεσματικά (και λιγότερο δαπανηρά) στον έλεγχο της νυκτερινής παραγωγής οξέος, σε σχέση με τον αναστολέα αντλίας πρωτονίων που χορηγείται τρεις φορές την ημέρα. Πραγματικά ανθεκτική οισοφαγίτιδα μπορεί να προκληθεί από γαστρίνωμα με υπερέκκριση γαστρικού οξέος (σύνδρομο Zollinger - Elison), οισοφαγίτιδα από φάρμακα, αντοχή στους αναστολείς αντλίας πρωτονίων και από μη συμμόρφωση στην αγωγή
Β. Χειρουργική θεραπεία: Η χειρουργική αναδίπλωση του πυθμένα παρέχει καλή έως άριστη ανακούφιση των συμπτωμάτων και επούλωση της οισοφαγίτιδας σε περισσότερο από 85% των κατάλληλα επιλεγμένων ασθενών και μπορεί σήμερα να εκτελεστεί λαπαροσκοπικά με χαμηλή συχνότητα υποτροπών στις περισσότερες περιπτώσεις. Μετά την πλαστική του πυθμένα, περισσότερο από 30% των ασθενών αναπτύσσει νέα συμπτώματα δυσφαγίας, μετεωρισμού ή δυσπεψίας τα οποία μπορεί να είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν. Η χειρουργική θεραπεία πρέπει να πιθανολογείται σε υγιείς κατά τα άλλα ασθενείς ηλικίας κάτω των 50 ετών με σοβαρή παλινδρόμηση που απαιτεί χρόνια χορήγηση αναστολέων, σε ασθενείς με εξωοισοφαγικές εκδηλώσεις παλινδρόμησης, καθώς και σε όσους δεν είναι πρόθυμοι να δεχτούν ισόβια συντηρητική αγωγή εξαιτίας του κόστους, της ενόχλησης ή των θεωρητικών κινδύνων.
Πηγή:
- CURRENT Medical Diagnosis and Treatment 2011