Διφωσφονικά

Τα διφωσφονικά (bisphosphonates or diphosphonates) αποτελούν μια κατηγορία συνθετικών φαρμάκων που στο μόριο τους φέρουν δύο φωσφορικές ομάδες, έχουν δομή παρόμοια με το φυσικό ενδογενή αναστολέα της οστικής απορρόφησης, πυροφωσφορικό οξύ και εμφανίζουν υψηλή συγγένεια σύνδεσης με τους κρυστάλλους υδροξυαπατίτη των οστών.

Τα διφωσφονικά θεωρούνται φάρμακα πρώτης εκλογής στην αντιμετώπιση της μετεμμηνοπαυσιακής, ανδρικής και κορτιζονογενούς οστεοπόρωσης, καθώς και της νόσου του Paget εξαιτίας της ισχυρής αντιοστεοκλαστικής, αντιοστεοαπορροφητικής και αντικαταγματικής δράσης μέσω της καταστολής των οστεοκλαστών.

Χημική δομή διφωσφονικώνΣε κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι καταστέλλουν την οστική εναλλαγή (ρυθμός μεταβολισμού), αυξάνουν την οστική μάζα και μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο οστεοπορωτικών καταγμάτων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών του ισχίου. Προκαλούν επίσης τη μεγαλύτερη αύξηση της οστικής πυκνότητας από όλα τα αντιοστεοπορωτικά φάρμακα σε όλες τις περιοχές του σκελετού.

Η κύρια επίδραση των διφωσφονικών είναι η καταστολή της μεσολαβούμενης από τους οστεοκλάστες οστικής απορρόφησης. Τα διφωσφονικά πρώτης γενιάς (π.χ κλοδρονάτη, ετιδρονάτη και τιλουδρονάτη) δεν περιέχουν αμινομάδες. Μεταβολίζονται για να σχηματίσουν κυτταροτοξικά ανάλογα ΑΤΡ που συσσωρεύονται ενδοκυτταρικά στους οστεοκλάστες και προκαλούν απόπτωση αυτών. Τα νεότερα διφωοφονικά που περιέχουν άζωτο (π.χ. αλεδρονάτη, ιμπαδρονάτη, παμιδρονάτη, ριζεδρονάτη, ζολεδρονάτη) παρεμβαίνουν στην οδό του μεβαλονικού οξέος και αναστέλλουν τη στρατολόγηση και λειτουργία των οστεοκλαστών.

Τα διφωσφονικά σαν συνθετικά ανάλογα του πυροφωσφορικού οξέος που έχουν υποστεί αντικατάσταση του οξυγόνου που ενώνει τις δύο φωσφορικές ομάδες, με άνθρακα καθίστανται ανθεκτικά στην ενζυματική διάσπαση, βραδύτατα μεταβολιζόμενα και με μεγάλη ημιπερίοδο ζωής, που αγγίζει τα 10 έτη και επιπλέον φέρουν δύο πλάγιες αλυσίδες R1 και R2, που βοηθούν στην πρόσδεσή τους στο οστούν και καθορίζουν τις φαρμακολογικές τους ιδιότητες.

Η απορρόφηση των διφωσφονικών μετά την κατάποσή τους γίνεται από το λεπτό έντερο σε ελάχιστη ποσότητα της τάξης του 0,5-5%. Η λήψη τροφής, ασβεστίου, σιδήρου, γαλακτοκομικών, καφέ ή πορτοκαλάδας παρεμποδίζει ή εξουδετερώνει την απορρόφηση και τη βιοδιαθεσιμότητά τους σε μεγάλο βαθμό.

Τα διφωσφονικά ενδείκνυνται στην οστεοπόρωση τύπου Ι και τύπου ΙΙ, στην ανδρική οστεοπόρωση, στη δευτεροπαθή οστεοπόρωση από κορτικοστεροειδή, στα αυτοάνοσα νοσήματα, στη νόσο του Paget και στην υπερασβεστιαιμία (από ακινησία ή κακοήθη νόσο) και έχουν επίσης χρησιμοποιηθεί στην ασβεστοποιό μυοσίτιδα, στις οστικές μεταστάσεις, στο πολλαπλό μυέλωμα και σε έκτοπη ασβέστωση ή αποτιτάνωση ιστών.

Τα διφωσφονικά είναι σχετικά ασφαλή φάρμακα και λαμβάνονται χρονίως. Σαν κύριες παρενέργειες αναφέρονται τα δυσπεπτικά ενοχλήματα, η διάρροια, η ναυτία, ο τυμπανισμός και τα συμπτώματα από τον οισοφάγο (οισοφαγίτιδα) τα οποία ελαχιστοποιούνται με την σχολαστική τήρηση των κανόνων λήψης (κατάποση ολόκληρων των δισκίων με ένα γεμάτο ποτήρι νερό με άδειο στομάχι, τουλάχιστον 30-60 λεπτά πριν το φαγητό και παραμονή για το ίδιο χρονικό διάστημα σε όρθια ή καθιστή θέση).

Οι παρενέργειες αυτές φαίνεται να συνδέονται με τον άμεσο ερεθισμό και τη διαβρωτική δράση των διφωσφονικών στον βλεννογόνο. Τα συμπτώματα στον άνω γαστρεντερικό σωλήνα τείνουν να είναι πιο συχνά σε ασθενείς με ιστορικό διαταραχών του άνω γαστρεντερικού και σε εκείνους που λαμβάνουν ταυτόχρονα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αναστολείς αντλίας πρωτονίων ή αναστολείς υποδοχέων ισταμίνης.

Χημική δομή διφωσφονικώνΧημική δομή διφωσφονικών

Η οστεονέκρωση της γνάθου έχει αναφερθεί σε ασθενείς με οστεοπόρωση που λαμβάνουν κυρίως ενδοφλέβια σκευάσματα διφωσφονικών και εμφανίζεται πρωτίστως σε ασθενείς πάσχοντες από νεοπλασία με εξαγωγή οδόντων, τοπικές λοιμώξεις και επεμβάσεις. Είναι πιθανόν ότι η οστεονέκρωση της γνάθου είναι αποτέλεσμα της άμεσης τοξικότητας στα κύτταρα των οστών και στα μαλακά μόρια από τα διφωσφονικά υψηλής δραστικότητας, πιθανώς μέσω των επιδράσεών τους στην οδό του μεβαλονικού οξέος. Τυπικά, παρουσιάζεται στους ασθενείς μη επουλούμενο μετεξακτικό φατνίο ή εκτεθειμένο οστούν γνάθου, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στον συντηρητικό χειρουργικό καθαρισμό και στη θεραπεία με αντιβιοτικά.

Η υπερβολική καταστολή της οστικής εναλλαγής που προκαλούν τα διφωσφονικά όντας ισχυροί αναστολείς της οστικής απορρόφησης με πολύ μακρό χρόνο ημίσειας ζωής στον σκελετό, δημιουργούν τον προβληματισμό ότι η μακροχρόνια χρήση τους θα μπορούσε να βλάψει την αντοχή των οστών. Τα στοιχεία από ζωικά μοντέλα δείχνουν ότι τα διφωσφονικά θα μπορούσαν να ανακόψουν τη συνήθη επιδιόρθωση των οστικών μικροβλαβών. Επιπλέον, η υπερβολική καταστολή της οστικής εναλλαγής μπορεί να προκαλέσει υπερ-επιμεταλλωμένα, εύθραυστα οστά.

Η ετιδρονάτη είναι γνωστό ότι προκαλεί ανώμαλη επιμετάλλωση των οστών, που μοιάζει με οστεομαλακία, όταν χορηγείται συνεχώς για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Από την άλλη πλευρά, μια μελέτη συνεχούς 10 ετούς χορήγησης αλεδρονάτης έδειξε ότι η θεραπεία ήταν ασφαλής και προσέφερε συνεχή οφέλη όσον αφορά την οστική πυκνότητα (BMD) και την οστική ανακατασκευή, χωρίς μείωση της αντικαταγματικής της αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, υπάρχουν πρόσφατες αναφορές αυξημένης συχνότητας εμφάνισης υποτροχαντηρίων καταγμάτων ή καταγμάτων της εγγύς διάφυσης του μηριαίου χωρίς όμως να έχει επιβεβαιωθεί αυξημένος επιπολασμός σε καταγεγραμμένο πληθυσμό.

Τα διφωσφονικά έχουν επίσης συνδεθεί με δυσμενείς επιπτώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως είναι οι ψευδαισθήσεις (ακουστικές και οσφρητικές) και οφθαλμικές διαταραχές (επιπεφυκίτιδα, θολή όραση, πόνος του οφθαλμού και φλεγμονή). Αν και σπάνιες, αυτές οι παρενέργειες μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα. Πρόσφατες αναφορές για την κολπική μαρμαρυγή η οποία απαντήθηκε ως σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια του ζολεδρονικού οξέος στην HORIZON Pivotal Fracture Trial δεν επιβεβαιώθηκαν στην HORIZON Recurrent Fracture Study.

Τα διφωσφονικά έχουν επίσης συνδεθεί με δυσμενείς επιπτώσεις στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως είναι οι ψευδαισθήσεις (ακουστικές και οσφρητικές) και οφθαλμικές διαταραχές (επιπεφυκίτιδα, θολή όραση, πόνος του οφθαλμού και φλεγμονή). Αν και σπάνιες, αυτές οι παρενέργειες μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρά προβλήματα. Πρόσφατες αναφορές για την κολπική μαρμαρυγή η οποία απαντήθηκε ως σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια του ζολεδρονικού οξέος στην HORIZON Pivotal Fracture Trial δεν επιβεβαιώθηκαν στην HORIZON Recurrent Fracture Study.

Στις λιγότερο συχνές παρενέργειες αναφέρονται οι μυαλγίες και οι αρθραλγίες που προσομοιάζουν την γριπώδη συνδρομή και η μείωση του ασβεστίου ειδικά σε ασθενείς με έλλειψη βιταμίνης D, δυσαπορρόφηση ασβεστίου ή υποθυρεοειδισμό.

Η χορήγηση των διφωσφονικών αντενδείκνυται στην υπασβεστιαιμία, στην οισοφαγίτιδα, στη σκληροδερμία, στην κύηση, στη γαλουχία, στη σοβαρή νεφρική βλάβη (κάθαρση κρεατινίνης μικρότερη των 30ml/min), σε καταστάσεις που ο ασθενής αδυνατεί να διατηρήσει μια όρθια στάση (όρθια ή καθιστή θέση) για τουλάχιστον 30 λεπτά μετά τη λήψη του φαρμάκου (πχ. κλινήρεις ασθενείς) και στα παιδιά, ενώ θα πρέπει να χορηγούνται με προσοχή παθήσεις του ανωτέρου πεπτικού (γαστρίτιδα, γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη κα).

Αλενδρονάτη:

Η αλεδρονάτη (alendronate) είναι ένα διφωσφονικό δεύτερης γενιάς που έχει εγκριθεί για τη θεραπεία και την πρόληψη της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Η αποτελεσματικότητα της στην πρόληψη της οστικής απώλειας και στη μείωση του κινδύνου κατάγματος ισχίου και σπονδυλικού κατάγματος είναι καλά τεκμηριωμένη.

Στην μελέτη Fracture Intervention Trial (FIT), μια μεγάλη τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με μάρτυρες δοκιμή (RCT, randomized controlled trial), που περιλάμβανε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με χαμηλή οστική πυκνότητα στον αυχένα του μηριαίου οστού, με ή χωρίς προηγούμενα σπονδυλικά κατάγματα, οι γυναίκες τυχαιοποιήθηκαν σε θεραπεία με αλεδρονάτη 5-10 mg/ημέρα ή εικονικό φάρμακο συν συμπλήρωμα ασβεστίου/βιταμίνης D και ανεξάρτητα από την παρουσία προηγούμενου σπονδυλικού κατάγματος, η αλεδρονάτη αύξησε σημαντικά την οστική πυκνότητα (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και στο ισχίο και μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο σπονδυλικών καταγμάτων. Ωστόσο, η θεραπεία μείωσε τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου μόνο σε γυναίκες με προηγούμενο σπονδυλικό κάταγμα και δεν μείωσε τον κίνδυνο μη σπονδυλικών καταγμάτων και στις δύο ομάδες, αν και τα κατάγματα καρπού ήταν μειωμένα στα άτομα με χαμηλή οστική πυκνότητα και σπονδυλικό κάταγμα.

Η αποτελεσματικότητα της αλεδρονάτης στις γυναίκες με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση υποστηρίζεται από μια μεταανάλυση 11 τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών. Σε δόσεις των 5-40 mg/ημέρα, η αλεδρονάτη συνδέθηκε με σχετικό κίνδυνο 0.52 για σπονδυλικό κάταγμα και 0.51 για μη σπονδυλικό κάταγμα. Σε μια ξεχωριστή μεταανάλυση που περιλάμβανε 6 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες, η αλεδρονάτη 5-20 mg/ημέρα μείωσε σημαντικά τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, με τη μείωση κινδύνου να είναι 0.55.

Η χορήγηση αλεδρονάτης από το στόμα μία φορά την εβδομάδα (70 mg), δύο φορές την εβδομάδα (35 mg) και ημερησίως (10 mg) έχει αποδειχθεί ότι έχει παρόμοια επίδραση στη BMD της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, του αυχένα του μηριαίου, του τροχαντήρα και του ολικού ισχίου - μια περιοχή που συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το εγγύς μηριαίο το οποίο προσδιορίζεται κατά τη σάρωση της BMD - και μείωσε τους δείκτες της οστικής εναλλαγής σε προεμμηνοπαυσιακά επίπεδα. Το δοσολογικό σχήμα χορήγησης μία φορά την εβδομάδα χρησιμοποιείται τώρα ευρέως λόγοι της μεγαλύτερης ευκολίας που προσφέρει. Ένα σκεύασμα αλεδρονάτης με 2.800 IU και 5.600 IU βιταμίνης D είναι επίσης διαθέσιμο.

Ετιδρονάτη:

Η ετιδρονάτη (etidronate) ήταν το πρώτο διφωσφονικό που μελετήθηκε για χρήση στη θεραπεία της οστεοπόρωσης. Μπορεί να διαταράξει την επιμετάλλωση όταν χρησιμοποιείται συνεχώς και γι' αυτό χορηγείται σε ένα διακοπτόμενο κυκλικό σχήμα των 400 mg/ημέρα για 14 ημέρες που ακολουθείται από χορήγηση ασβεστίου 500 mg/ημέρα, και επαναλαμβάνεται κάθε 3 μήνες.

Σε μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη που συμμετείχαν 429 γυναίκες με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και ιστορικό σπονδυλικού κατάγματος, η κυκλική θεραπεία με ετιδρονάτη φάνηκε να είναι αποτελεσματική στην αύξηση της σπονδυλικής BMD αλλά όχι στην αύξηση της BMD στον αυχένα του μηριαίου οστού ή στο αντιβράχιο. Μετά από 3 έτη παρακολούθησης, η επίπτωση νέων σπονδυλικών καταγμάτων μειώθηκε κατά το ήμισυ, με ακόμα πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Η μακροχρόνια παρακολούθηση των συμμετεχουσών στη μελέτη αποκάλυψε ότι η BMD της σπονδυλικής στήλης συνέχισε να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας χωρίς να εμφανίσει plateau και η αύξηση αυτή διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου μη χορήγησης του φαρμάκου.

Μια μεταανάλυση 13 τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών σε γυναίκες με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση διαπίστωσε ότι η κυκλική θεραπεία με ετιδρονάτη βελτιώνει τη BMD της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου και μειώνει τον κίνδυνο κατάγματος της σπονδυλικής στήλης κατά 37%. Ωστόσο, δεν υπήρξε καμία επίδραση στα μη σπονδυλικά κατάγματα.

Ιμπαδρονάτη

Η ιμπαδρονάτη (ibandronate) είναι ένα διφωσφονικό τρίτης γενιάς που έχει εγκριθεί για την πρόληψη και θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης. Ήταν το πρώτο διφωσφονικό που κατέστη διαθέσιμο ως μηνιαία θεραπεία με χορήγηση από το στόμα και διατίθεται επίσης με τη μορφή 3μηνιαίας ενδοφλέβιας ένεσης.

Η αποτελεσματικότητα της ιμπαδρονάτης στην πρόληψη των καταγμάτων επαληθεύτηκε στη μελέτη BONE (oral iBandronate Osteoporosis vertebral fracture trial in North America and Europe), μια τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη, με τη συμμετοχή 2.946 μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με οστεοπόρωση, με BMD T-score από -2.0 έως -5.0 σε τουλάχιστον ένα σπόνδυλο και τουλάχιστον ένα σπονδυλικό κάταγμα. Τα άτομα της μελέτης τυχαιοποιήθηκαν σε ημερήσια χορήγηση ιμπαδρονάτης (2.5 mg/ημέρα) ή σε διακοπτόμενη χορήγηση (20 mg κάθε δεύτερη ημέρα για 12 δόσεις, με επανάληψη κάθε 3 μήνες). Σε αυτή τη μελέτη και οι δύο ομάδες ιμπαδρονάτης παρουσίασαν σημαντική και προοδευτική αύξηση της BMD στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Είναι ενδιαφέρον ότι η μείωση στα σπονδυλικά κατάγματα ήταν συγκρίσιμη μεταξύ των ομάδων ημερήσιας και διακοπτόμενης χορήγησης, με μείωση κινδύνου 62 και 50%, αντίστοιχα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα διφωσφονικό βρέθηκε να είναι αποτελεσματικό στην πρόληψη καταγμάτων όταν χορηγείται περιοδικά με ένα διάστημα μη χορήγησης μεγαλύτερο από αυτό της ημερήσιας δόσης. Ωστόσο, δεν παρατηρήθηκε αποτελεσματικότητα στη μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων, εκτός από ένα μικρό υποσύνολο υψηλού κινδύνου (T-score <-3.0).

Στη συνέχεια, η θεραπευτική ισοδυναμία της ημερήσιας και μηνιαίας χορήγησης ιμπαδρονάτης αποδείχτηκε στη μελέτη MOBILE (Monthly Oral iBandronate In LadiEs), η οποία περιλάμβανε 1.609 γυναίκες, ηλικίας 55- 80 ετών, με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε ένα από τα τέσσερα θεραπευτικά σχήματα: 2.5 mg ημερησίως 50+50 mg μία φορά τον μήνα (η δόση 50 mg χορηγείται για δύο συνεχόμενες ημέρες), 100 mg μία φορά τον μήνα και 150 μία φορά τον μήνα. Μετά από δύο χρόνια, η BMD στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης είχε αυξηθεί και στις τέσσερις ομάδες, με τη μεγαλύτερη βελτίωση να σημειώνεται στην ομάδα των 150 mg/μήνα (6.6 έναντι 5.0% για την ημερήσια δόση). Η θεραπεία με ιμπαδρονάτη συσχετίστηκε επίσης με βελτιώσεις στη BMD του ολικού ισχίου, στον αυχένα του μηριαίου και στον τροχαντήρα, με τη μηνιαία δόση να είναι ανώτερη της ημερήσιας σε όλες τις περιοχές.

Πιο πρόσφατα, η μελέτη DIVA (Dosing Intra Venous Administration) απέδειξε ότι η διακοπτόμενη χορήγηση ενδοφλέβιας ιμπαδρονάτης ήταν τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματική με την ημερήσια χορήγηση από το στόμα, η οποία έχει τεκμηριωμένη αντικαταγματική αποτελεσματικότητα. Η μελέτη τυχαιοποίησε 1.395 γυναίκες με μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση σε χορήγηση ιμπαδρονάτης από το στόμα (2.5 mg/ημέρα) ή ενδοφλεβίως (2 mg ανά 2μηνιαία ή 3 mg ανά 3μηνιαία βάση). Μετά από έναν χρόνο, η BMD στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης είχε αυξηθεί και στις τρεις ομάδες, με τη μεγαλύτερη αύξηση (4.8%) να έχει σημειωθεί στην ομάδα των 3 mg ανά 3μηνιαία βάση. Πράγματι, και τα δύο ενδοφλέβια σχήματα βρέθηκαν να είναι ανώτερα της χορήγησης από το στόμα και ήταν εξίσου καλά ανεκτά, δείχνοντας έναν πιθανό ρόλο για τη χορήγηση ενδοφλέβιας ιμπαδρονάτης σε γυναίκες που δεν μπορούν να ανεχθούν ή να συμμορφωθούν με την από του στόματος θεραπεία.

Ριζεδρονάτη

Η ριζεδρονάτη (risedronate) είναι ένα διφωσφονικό τρίτης γενιάς που έχει εγκριθεί για την πρόληψη και τη θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, καθώς και για την οστεοπόρωση την προκαλούμενη από γλυκοκορτικοειδή.

Η αποτελεσματικότητα της ριζεδρονάτης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με προηγούμενα σπονδυλικά κατάγματα αποδείχτηκε στη δοκιμή Vertebral Efficacy with Risedronate (VERT), η οποία περιλάμβανε έναν βραχίονα στη Βόρεια Αμερική (VERT-NA) και έναν βραχίονα σε Ευρώπη/Αυστραλία (VERT-MN). Μετά από 3 χρόνια, οι γυναίκες που ελάμβαναν θεραπεία με ριζεδρονάτη 5 mg/ημέρα παρουσίασαν αύξηση στη BMD της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και των ισχίων, σε σύγκριση με την ομάδα εικονικού φαρμάκου. Επιπλέον, τα σπονδυλικά κατάγματα μειώθηκαν κατά 41 και 49% και τα μη σπονδυλικά κατάγματα κατά 39 και 33% στους βραχίονες VERT-NA και VERT-MN, αντίστοιχα.

Η ριζεδρονάτη αξιολογήθηκε επίσης στο Hip Intervention Program (HIP), η μόνη δοκιμή του είδους της η οποία χρησιμοποίησε το κάταγμα ισχίου ως το κύριο καταληκτικό σημείο. Αυτή η τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη περιλάμβανε δύο ομάδες γυναικών: άτομα ηλικίας 70-79 ετών με χαμηλή οστική πυκνότητα και άτομα ηλικίας 80 ετών και άνω με τουλάχιστον ένα μη σκελετικό παράγοντα κινδύνου για κάταγμα ισχίου ανεξάρτητα από τη HMD. Η θεραπεία συσχετίστηκε με 40 και 20% μείωση στην επίπτωση κατάγματος ισχίου στις ομάδες 1 και 2, αντίστοιχα, με τη μείωση στην ομάδα 2 να μην είναι, ωστόσο, στατιστικά σημαντική. Μια post hoc ανάλυση της ομάδας 1 ανέφερε επίσης ότι η ριζεδρονάτη μείωσε τον κίνδυνο σπονδυλικού κατάγματος κατά 60% σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο.

Τέλος το 2002, μια μετα-ανάλυση οκτώ τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων μελετών έδειξε ότι η θεραπεία με ριζεδρονάτη συσχετίστηκε με σχετικό κίνδυνο 0.64 για σπονδυλικό κάταγμα και 0.73 για μη σπονδυλικό κάταγμα σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.

Ζολενδρονικό οξύ

Το ζολενδρονικό οξύ (zoledronic acid) είναι διφωσφονικό τρίτης γενιάς το οποίο έχει πρόσφατα εγκριθεί ως ενδοφλέβια έγχυση μία φορά ετησίως. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ.

 

Πηγή:

Σχετικά άρθρα

Φωσφόρος ορού (Phos)

Μαγνήσιο

Παραθορμόνη