Ο ανθρώπινος οργανισμός χρησιμοποιεί τα λίπη και τα έλαια σχεδόν αποκλειστικά για να αντλεί από τις καύσεις τους, ενέργεια. Τα κύρια συστατικά τόσο των λιπών όσο και των ελαίων είναι η γλυκερίνη και τα λιπαρά οξέα. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες λιπαρών οξέων: τα κορεσμένα, τα μονοακόρεστα και τα πολυακόρεστα.
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα, υπάρχουν κυρίως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στα ζωικής προέλευσης λίπη (κρέας, γαλακτοκομικά) και περιέχουν μεγάλες ποσότητες χοληστερόλης.
Τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, βρίσκονται κυρίως σε φυτικής προέλευσης έλαια, όπως κατ’ εξοχήν είναι το ελαιόλαδο. Τα έλαια αυτά ελαττώνουν την κακή χοληστερίνη (LDL), χωρίς να επηρεάζουν την τιμή της καλής (HDL). Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, βρίσκονται στο ηλιέλαιο, στο αραβοσιτέλαιο, στο σογιέλαιο και σε ορισμένα ιχθυέλαια. Τα έλαια αυτά ελαττώνουν τη συνολική χοληστερίνη στο αίμα.
Τα ακόρεστα λιπαρά οξέα είναι πολύτιμα για τον ανθρώπινο οργανισμό. Αυτά όμως που δεν μπορεί να υποκαταστήσει αλλά ούτε και να τα συνθέσει ο ίδιος ο οργανισμός και χωρίς αυτά δεν μπορεί να επιβιώσει, είναι ορισμένα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα τα οποία χαρακτηρίζονται ως απαραίτητα λιπαρά οξέα που αποτελούνται από 18 άτομα άνθρακα και ταξινομούνται στα ω-3 και ω-6 λιπαρά οξέα. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι το α-λινολενικό οξύ (ALA), το οποίο ανήκει στα ω-3 λιπαρά οξέα και το α-λινελαϊκό οξύ, το οποίο ανήκει στα ω-6 λιπαρά οξέα. Με βάση το α-λινολενικό οξύ, ο ανθρώπινος οργανισμός με μια σειρά ενζυμικών αντιδράσεων επιμήκυνσης και αποκορεσμού συνθέτει και άλλα ω-3 λιπαρά οξέα, όπως είναι το εικοσαπενταενοϊκό οξύ (EPA) και το εικοσιδυοεξαενοϊκό οξύ (DHA), ενώ από το λινελαϊκό οξύ παράγεται το γ-λινολενικό οξύ (GLA) και το αραχιδονικό οξύ (σημαντικό συστατικό των κυτταρικών μεμβρανών), τα οποία ανήκουν στα ω-6 λιπαρά οξέα. Τα ω-3 λιπαρά οξέα εικοσαπενταενοϊκό οξύ (EPA) και εικοσιδυοεξαενοϊκό οξύ (DHA), μπορούν να προσληφθούν απευθείας από την δίαιτα παρακάμπτοντας τον μεταβολισμό του α-λινολενικού οξέος (ALA), κυρίως καταναλώνοντας ψάρια και ιχθυέλαια. Τα ω-3 λιπαρά οξέα αυξάνουν την HDL (καλή) χοληστερίνη, ελαττώνουν τα τριγλυκερίδια, εμποδίζουν την συγκόλληση των αιμοπεταλίων, αυξάνουν την ρευστότητα του αίματος, αποτρέπουν το σχηματισμό αθηρωματικής πλάκας στα αγγεία και αποτρέπουν την εμφάνιση επικίνδυνων καρδιακών αρρυθμιών. Τα ω-6 λιπαρά οξέα από την πλευρά τους συμβάλλουν στην σύσπαση των αγγείων, αυξάνουν την πηκτικότητα του αίματος, προωθούν την φλεγμονή και ευθύνονται για την συσσώρευση των αιμοπεταλίων και την δημιουργία του θρόμβου. Αν και τα ω-3 σε σχέση με τα ω-6 ασκούν ακριβώς την αντίθετη δράση, κρίνονται απαραίτητα και τα δύο και το σημαντικότερο όλων είναι να βρίσκονται στη σωστή αναλογία. Δεν έχει τόση σημασία τα επίπεδα του αραχιδονικού και του εικοσαπενταενοϊκό οξύ, όσο ο μεταξύ τους λόγος και κάθε ανισορροπία υπέρ του ενός η του άλλου, δημιουργεί προβλήματα. Ο συνήθης τρόπος διατροφής, ευνοεί την αύξηση της ποσότητας του αραχιδονικού οξέος, πού κατ’ επέκταση οδηγεί στην ανάπτυξη φλεγμονών, προβλημάτων του νευρικού συστήματος, αύξηση του κινδύνου καρδιαγγειακών επεισοδίων και άλλων προβλημάτων. Τα άφθονα λαχανικά, το ψάρι, τα φρούτα, το ελαιόλαδο και το σημαντικότερο η σωστή αναλογία υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λίπους στα καθημερινά μας γεύματα. Ο άλλος τρόπος για να βοηθήσουμε τη σωστή αναλογία αραχιδονικού και του εικοσαπενταενοϊκό οξύ, είναι η λήψη ιχθυελαίου. Πολλά σκευάσματα ιχθυελαίου κυκλοφορούν στο εμπόριο. Τα αποσταγμένα και καθαρισμένα από τα βαρέα μέταλλα και τις άχρηστες επιβλαβείς ουσίες, ιχθυέλαια με υψηλή συγκέντρωση εικοσαπενταενοϊκού οξέος (EPA) και εικοσιδυοεξαενοϊκού οξέος (DHA), θεωρούνται τα καταλληλότερα. |
Τα ω-3 λιπαρά οξέα αποτελούν διαιτητικό συμπλήρωμα για την μείωση των τριγλυκεριδίων κυρίως στην αντιμετώπιση της βαριάς ανθεκτικής υπερτριγλυκεριδαιμίας (ιδιαίτερα στην χυλομικροναιμία της υπερλιπιδαιμίας τύπου V).
Η τακτική και συνεχής λήψη του οδηγεί στην παρατεταμένη πτώση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και διατήρηση αυτών σε σταθερά επίπεδα.
Τα ω-3 λιπαρά οξέα αυξάνουν τη β-οξείδωση των λιπαρών οξέων στο ήπαρ, μειώνοντας έτσι σημαντικά την παραγωγή τριγλυκεριδίων, αφού μειώνονται τα διαθέσιμα λιπαρά οξέα για τη σύνθεση τριγλυκεριδίων. Η αναστολή αυτή της σύνθεσης τριγλυκεριδίων έχει σαν συνέπεια τη μείωση της πολύ χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνης (VLDL).
Τα ω-3 λιπαρά οξέα:
- Μειώνουν τα τριγλυκερίδια κατά 45%.
- Μειώνουν την ολική χοληστερόλη κατά 25%.
- Μειώνουν τα τριγλυκερίδια και τη χοληστερόλη των χυλομικρών και των VLDL.
- Αυξάνουν συνήθως την LDL χοληστερόλη πιθανόν λόγω της έλλειψης τριγλυκεριδίων στο ήπαρ που εκκρίνει λιποπρωτεΐνες με πυκνότητα παρόμοια με των LDL.
- Μπορούν να ελαττώσουν, να αυξήσουν ή να μην έχουν καμία επίδραση στην HDL χοληστερόλη.
- Μειώνουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων και αυξάνουν το χρόνο ροής, μέσω της μείωσης της παραγωγής της θρομβοξάνης Α2 από τα αιμοπετάλια.
- Μειώνουν τη συστολική αρτηριακή πίεση, μέσω της μετατροπής τους σε προσταγλανδίνη Ι3 που έχει αγγειοδιασταλτική δράση.
Παλαιότερες μελέτες δεν έδειξαν διαφορά στον καρδιαγγειακό κίνδυνο στα άτομα με αυξημένη πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων (διαιτητική ή φαρμακευτική). Ωστόσο νεότερες μελέτες (GISSI-Prevenzione) εμφανίζουν στατιστικά σημαντική μείωση της θνητότητας κάθε αιτιολογίας κυρίως λόγω της μείωσης του αιφνίδιου θανάτου πιθανότατα λόγω της υποτιθέμενης αντιαρρυθμικής δράσης των ω-3 λιπαρών οξέων (η ενσωμάτωση των ω-3 λιπαρών οξέων στις μεμβράνες των ισχαιμικών καρδιομυοκυττάρων μετά από έμφραγμα επαναφέρει την ιοντική ισορροπία στο καρδιομυοκύτταρο και μειώνει την πιθανότητα ανάπτυξης θανατηφόρου καρδιακής αρρυθμίας).
Τα ω-3 λιπαρά οξέα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου σαν επικουρική αγωγή (1gr ημερησίως μετά τα γεύματα) για δευτερογενή πρόληψη, ως συμπλήρωμα της κύριας αγωγής {π.χ. στατίνες, αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα, β-αποκλειστές, αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης (α ΜΕΑ)} ή σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, αλλά και στην θεραπεία της ενδογενούς υπερτριγλυκεριδαιμίας (2-4gr ημερησίως μετά τα γεύματα) ως συμπλήρωμα στη δίαιτα όταν τα διαιτητικά μέτρα από μόνα τους κρίνονται ανεπαρκή για να προσφέρουν ικανοποιητική απόκριση σε μονοθεραπεία στις υπερλιπιδαιμίες τύπου IV ή σε συνδυασμό με στατίνες, όταν ο έλεγχος των τριγλυκεριδίων είναι ανεπαρκής σε υπερλιπιδαιμίες τύπου IIb/III.
Η συγχορήγηση ω-3 λιπαρών οξέων σε ασθενείς υπό αγωγή με στατίνες έχει ως αποτέλεσμα μείωση των τριγλυκεριδίων περίπου κατά 30% σε συνδυασμό με μια πολύ μικρή αύξηση της HDL χοληστερόλης κατά ~3%.
Σαν κύριες παρενέργειες των ω-3 λιπαρών οξέων αναφέρονται οι γαστρεντερική δυσφορία (δυσπεψία, ναυτία), οι ρινορραγίες και οι εκχυμώσεις, η μη επιθυμητή αύξηση της LDL χοληστερόλης και η αύξηση του σακχάρου σε διαβητικούς και μη και μπορούν να χορηγηθούν με ασφάλεια σε ασθενείς με οποιοδήποτε στάδιο χρόνιας νεφρικής νόσου.
Λόγω της μέτριας αύξησης του χρόνου ροής (στην υψηλή δοσολογία) οι ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή με αντιπηκτικά πρέπει να παρακολουθούνται και, αν χρειαστεί, η δοσολογία του αντιπηκτικού να προσαρμόζεται. Επίσης απαιτείται τακτική παρακολούθηση της ηπατικής λειτουργίας (AST και ALT) σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία.