Η οξεία κυστίτιδα (Acute Cystitis) είναι μια λοίμωξη της ουροδόχου κύστης που προκαλείται, όταν βακτήρια εισέρχονται μέσω της ουρήθρας στην κύστη και προκαλούν φλεγμονή.
Η λοίμωξη συνήθως οφείλεται σε κολοβακτηρίδια (Escherichia coli) και περιστασιακά σε Gram θετικά βακτήρια (εντερόκοκκους). Η οδός της λοίμωξης τυπικά είναι ανιούσα από την ουρήθρα και είναι συχνότερη στις γυναίκες, επειδή η ουρήθρα των γυναικών είναι πιο κοντά στον πρωκτό και γι' αυτό είναι πιο ευάλωτη στην εισβολή των μικροβίων.
Ιογενούς αιτιολογίας κυστίτιδα είναι σπάνια στους ενήλικες αλλά παρατηρείται μερικές φορές σε παιδιά και οφείλεται σε αδενοϊό.
Η κυστίτιδα προκαλεί συχνουρία, αίσθημα πόνου (καύσου) και πίεσης χαμηλά στην κοιλιά πάνω από την υπερηβική χώρα, έντονη τάση (έπειξη) για ούρηση που συνοδεύεται από μικρή αποβολή ούρων με πόνο, καθώς και διαταραχή στο χρώμα ή την υφή των ούρων, λόγω της παρουσίας αίματος σε αυτά.
Οι γυναίκες μπορεί να εμφανίζουν μακροσκοπική (ορατή) αιματουρία και τα συμπτώματα να εμφανίζονται συχνά μετά τη συνουσία.
Κατά την κλινική εξέταση μπορεί να υπάρχει υπερηβική ευαισθησία, αλλά συχνά η εξέταση είναι χωρίς ευρήματα. Συστηματική τοξικότητα δεν υπάρχει ενώ σε λίγες περιπτώσεις συνοδεύεται και από πυρετό.
Η ανάλυση των ούρων αποκαλύπτει πυουρία (αυξημένος αριθμός λευκοκυττάρων) βακτηριουρία και ποικίλου βαθμού αιματουρία. Ο βαθμός της πυουρίας και βακτηριουρίας δεν σχετίζεται απαραίτητα με τη βαρύτητα των συμπωμάτων.
Η ουροκαλλιέργεια είναι θετική για τον υπεύθυνο μικροοργανισμό, αλλά δεν είναι απαραίτητος αριθμός αποικιών πάνω 105/mL για να τεθεί η διάγνωση.
Για την διάγνωση της οξείας ουρολοίμωξης δεν απαιτούνται επιπλέον απεικονιστικές εξετάσεις. Ο περαιτέρω απεικονιστικός έλεγχος δικαιολογείται μόνον επί υποψίας πυελονεφρίτιδας, επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων ή ανατομικών ανωμαλιών.
Παρόμοια συμπτώματα με αυτά της κυστίτιδας μπορούν να εμφανίσουν οι γυναίκες, που πάσχουν από λοιμώδεις εξεργασίες, όπως αιδοιοκολπίτιδα ή φλεγμονώδη νόσο της πυέλου και οι οποίες μπορούν να διακριθούν εύκολα με εξέταση της πυέλου και ανάλυση των ούρων. Στους άνδρες, η ουρηθρίτιδα και η προστατίτιδα μπορούν να διακριθούν με τη φυσική εξέταση (ουρηθρικό έκκριμα ή ευαισθησία του προστάτη).
Στα μη λοιμώδη αίτια των συμπτωμάτων τύπου κυστίτιδας περιλαμβάνονται η ακτινοβόληση της πυέλου, η χημειοθεραπεία (με κυκλοφωσφαμίδη), ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης, η διάμεση κυστίτιδα, οι διαταραχές της ούρησης και οι ψυχοσωματικές διαταραχές.
Θεραπεία:
Τα ζεστά μπάνια σε καθιστή θέση και τα αναλγητικά (π.χ σκοπολαμίνη/παρακεταμόλη - Buscopan® Plus) μπορεί να προσφέρουν ανακούφιση των συμπτωμάτων.
Ήπιες περιπτώσεις κυστίτιδας μπορούν να υποχωρήσουν από μόνες τους. Λόγω της πιθανότητας η λοίμωξη να επεκταθεί και να προσβάλει τους νεφρούς, συνήθως χορηγείται αντιβιοτική αγωγή.
Η μη επιπλεγμένη κυστίτιδα στις γυναίκες μπορεί να θεραπευτεί με βραχείας διάρκειας αντιμικροβιακή αγωγή, η οποία συνίσταται σε θεραπεία μονήρους δόσης ή σε θεραπεία 1-3 ημερών. Η τριμεθοπρίμη -σουλφαμεθοξαζόλη (Septrin®) μπορεί να μην είναι αποτελεσματική σε σημαντικό αριθμό ασθενών εξαιτίας της εμφάνισης ανθεκτικών μικροοργανισμών που δεν ανταποκρίνονται στην θεραπεία. Η νιτροφουραντοΐνη και οι φθοριοκινολόνες αποτελούν σήμερα τα φάρμακα εκλογής για την μη επιπλεγμένη κυστίτιδα.
Η κυστίτιδα στους άνδρες είναι σπάνια και υποδηλώνει την ύπαρξη παθολογικής εξεργασίας, όπως μολυσμένοι λίθοι, προστατίτιδα ή χρόνια κατακράτηση των ούρων που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
Οι κυστίτιδες τυπικά ανταποκρίνονται γρήγορα στη θεραπεία και η απουσία ανταπόκρισης υποδηλώνει αντοχή στο επιλεγμένο φάρμακο ή ανατομικές ανωμαλίες που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση.