Η καλσιτονίνη (calcitonin) είναι μία πολυπεπτιδική ορμόνη αποτελούμενη από 32 αμινοξέα που εκκρίνεται από τα κύτταρα C (παραθυλακικά κύτταρα) του θυρεοειδούς, με ρόλο στην ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου και του φωσφόρου στον ορό. Η αύξηση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα (υπερασβεστιαιμία), προκαλεί την έκκριση της καλσιτονίνης που με την σειρά της οδηγεί στην αναστολή της απορρόφησης του ασβεστίου από το γαστρεντερικό σωλήνα, στην αναστολή της οστικής απορρόφησης των οστών μέσω των οστεοκλαστών και στην αυξημένη απέκκριση του ασβεστίου από τους νεφρούς. Οι δράσεις αυτές της καλσιτονίνης είναι ανταγωνιστικές της παραθορμόνης (PTH) και ως τελικό αποτέλεσμα έχουν την μείωση των επιπέδων του ασβεστίου στον ορό.
Η ανταγωνιστική δράση της καλσιτονίνης (CT) και της παραθορμόνης (PTH) στο οστόΗ μέτρηση της καλσιτονίνης χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο σαν καρκινικός δείκτης για τις σποραδικές και κληρονομικές περιπτώσεις μυελοειδούς καρκινώματος του θυρεοειδούς (Medullary Carcinoma Of The Thyroid - MTC), που χαρακτηρίζονται από υπερέκκριση της καλσιτονίνης με παρουσία φυσιολογικών επιπέδων ασβεστίου στον ορό.
Στην κλινική πράξη, αν και μελέτες έχουν δείξει ότι κατά την αξιολόγηση ενός όζου του θυρεοειδούς, η μέτρηση της καλσιτονίνης στον ορό είναι μια οικονομική και αποδοτική εξέταση ελέγχου και ανίχνευσης πιθανού μυελοειδούς καρκινώματος του θυρεοειδούς, δεν συμφωνούν όλοι οι κλινικοί γιατροί ότι η καλσιτονίνη είναι χρήσιμη για τον προσυμπτωματικό ελέγχο.
Σε μερικούς ασθενείς με μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς, τα επίπεδα νηστείας της καλσιτονίνης είναι φυσιολογικά, οπότε κρίνεται απαραίτητη η μέτρησή της μετά από προκλητές δοκιμασίες με ενδοφλέβια χορήγηση πενταγαστρίνης ή ασβεστίου.
Φυσιολογικές τιμές:
- Γυναίκες: <14 pg/mL (<14 ng/L)
- Άνδρες: <19 pg/mL (<19 ng/L )
Μετά από έγχυση ασβεστίου (2,4 mg/kg):
- Γυναίκες: <130 pg/mL (<130 ng/L)
- Άνδρες: <190 pg/mL (<190 ng/L)
Μετά από ένεση πενταγαστρίνης (0,5 mcg/kg):
- Γυναίκες: <35 pg/mL (<35 ng/L)
- Άνδρες: <110 pg/mL (<110 ng/L)
Αυξημένες τιμές καλσιτονίνης παρατηρούνται σε:
- Αλκοολική κίρρωση.
- Καρκίνο του μαστού.
- Υπερπλασία των κυττάρων C.
- Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.
- Νόσο του Cushing.
- Έκτοπη παραγωγή καλσιτονίνης (όπως στον καρκίνο του παγκρέατος).
- Υπερασβεστιαιμία.
- Καρκίνο των νησιδίων του παγκρέατος.
- Καρκίνο του πνεύμονα (μικροκυτταρικό).
- Μυελοειδές καρκίνο του θυρεοειδούς.
- Αδένωμα ή υπερπλασία παραθυρεοειδών.
- Κακοήθη αναιμία.
- Φαιοχρωμοκύττωμα.
- Θυρεοειδίτιδα.
- Ουραιμία.
- Σύνδρομο Zollinger-Ellison.
- Λήψη φαρμάκων: ασβέστιο, επινεφρίνη, γλυκαγόνη, από του στόματος αντισυλληπτικά, πενταγαστρίνη (μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα καλσιτονίνης).
Μετά την διάγνωση και την χειρουργική εξαίρεση του μυελοειδούς καρκίνου του θυρεοειδούς τα επίπεδα της καλσιτονίνης ελέγχονται περιοδικά για να διασφαλιστεί ότι τα επίπεδά της επιστρέφουν στις φυσιολογικές τιμές. Αν τα επίπεδα παραμένουν αυξημένα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο παρουσίας κάποιων εναπομεινάντων ιστών που παράγουν καλσιτονίνη. Η αύξηση των επίπεδων της καλσιτονίνης μετά από την χειρουργική επέμβαση μπορεί να σχετίζεται με υποτροπή του καρκίνου.
Η καλσιτονίνη έχει επίσης προταθεί σαν προσυμπτωματική εξέταση των μελών της οικογένειας των ασθενών με μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Δείτε επίσης την χρήση της καλσιτονίνης στην νόσο Paget σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται σε εναλλακτικές και στην υπερασβεσταιμία που προκαλείται από καρκίνο.
Πηγή:
- Denise D. Wilson - McGraw-Hill’s - Manual of Laboratory and Diagnostic Tests.