Τα αντισώματα έναντι του κυκλικού κιτρουλλινιωμένου πεπτιδίου (anti CCP - anti cyclic citrullinated peptide antibody) είναι νέα ειδικά αντισώματα που βοηθούν στην διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας που μέχρι σήμερα βασιζόταν κυρίως στις κλινικές εκδηλώσεις της νόσου και στον προσδιορισμό της παρουσίας του ρευματοειδούς παράγοντα (RF) που εντοπίζεται σε ποσοστό περίπου 50%-90% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Τα αντισώματα αυτά στρέφονται εναντίον μορίων της κιτρουλλίνης, η οποία αποτελεί την απιμιδιωμένη μορφή της αργινίνης και ανιχνεύονται με ανοσοενζυμική μέθοδο (ELISA) κατά την οποία χρησιμοποιείται ως αντιγόνο κυκλικό κιτρουλλινιωμένο πεπτίδιο.
Ο ρευματοειδής παράγοντας (IgM και σπανιότερα IgG ή IgA αντισώματα που στρέφονται κατά επιτόπων του Fc τμήματος της IgG ανοσοσφαιρίνης) που περιλαμβάνεται στα διαγνωστικά κριτήρια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας έχει χαμηλή ειδικότητα για τη νόσο σε αντίθεση με τα αντισώματα αντι-CCP που η ευαισθησία τους για την ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι >60% και η ειδικότητα τους για αυτήν αγγίζει το 95%.
Τα αντι-CCP αντισώματα ανιχνεύονται σε περίπου 80% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα αντι-CCP1, αντι-CCP2 (δεύτερης γενιάς) αλλά και τα νεότερα αντι-CCP3 (όπου εκτός των συνήθων IgG αντισωμάτων, ανιχνεύονται και IgA) αντισώματα έχουν μεγάλη ειδικότητα για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και σχετίζονται με βλάβη των αρθρώσεων. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα αντι-CCP αντισώματα ανευρίσκονται σε ασθενείς με πρώιμη ρευματοειδή αρθρίτιδα, προβλέποντας μερικές φορές την μελλοντική ανάπτυξη αυτής καλύτερα από τον ρευματοειδή παράγοντα.
Ο επιπολασμός των αντι-CCP αντισωμάτων διαφέρει σε διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών πιθανά λόγω ύπαρξης διαφορετικών υποομάδων των αντι-CCP αλλά και λόγω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των επιπέδων των αντι-CCP με τα αλλήλια HLA, καθώς αυτά είναι υψηλότερα σε ασθενείς με τον κοινό επίτοπο HLA DRB1.