O κυτταρομεγαλοϊός ή μεγαλοκυτταροϊός, γνωστός παλαιότερα σαν ιός των μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων (cytomegalovirus, CMV) είναι μέλος της οικογένειας των ερπητοϊών (ανθρώπινος ερπητοϊός τύπου 5) με παγκόσμια κατανομή. Ανάλογα με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των πληθυσμών, την ηλικία, τον αριθμό των σεξουαλικών συντρόφων, το ιστορικό προηγούμενων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων, αντισώματα έναντι του CMV απαντώνται στο 40-85% των ενηλίκων.
Σε σχέση με τη μεγάλη επίπτωση του ιού, αναφέρονται πολύ λίγες περιπτώσεις, στις οποίες ο CMV προκαλεί εμφανή νόσο σε μη ανοσοκατασταλμένους ενήλικες. Η λοίμωξη από CMV όμως αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν εκδηλώνεται σε άτομα με διαταραχές της κυτταρικής ανοσίας, όπως σε μεταμοσχευθέντες, σε πάσχοντες από AIDS και σε ασθενείς με νεοπλασίες.
Οι περισσότερες λοιμώξεις από CMV είναι ασυμπτωματικές. Μετά την πρωτογενή λοίμωξη, ο ιός παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση σε διάφορα κύτταρα, συμπεριλαμβανομένων του αγγειακού ενδοθηλίου, των μονοκυττάρων, των μακροφάγων, των πολυμορφοπύρηνων ουδετερόφιλων και των νεφρικών και πνευμονικών επιθηλιακών κυττάρων.
Η μετάδοση του ιού γίνεται μέσω της σεξουαλικής επαφής, του θηλασμού, των προϊόντων αίματος, και της μεταμόσχευσης, αλλά μπορεί επίσης και από άτομο σε άτομο (πχ τους βρεφονηπιακούς σταθμούς) ή να είναι εκ γενετής.
Υπάρχουν τρία αναγνωρίσιμα κλινικά σύνδρομα της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό:
Περιγεννητική νόσος και νόσος των μεγαλοκυτταρικών εγκλείστων: ένα νεογνικό σύνδρομο που αποκτάται κατά τη διάρκεια της ενδομήτριας ζωής και παρατηρείται στο 10% των νεογέννητων από μητέρες με πρωτοπαθή CMV λοίμωξη κατά την εγκυμοσύνη. Χαρακτηρίζεται από ίκτερο, ηπατοσπληνομεγαλία, θρομβοπενία, περικοιλιακές αποτιτανώσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, πνευματική καθυστέρηση, κινητικές διαταραχές και πορφύρα. Η νόσος που αποκτάται κατά τη νεογνική ηλικία είναι συχνά ασυμπτωματική, με τις νευρολογικές εκδηλώσεις να παρουσιάζονται αργότερα στη ζωή.
Επίκτητη νόσος σε ανοσοεπαρκή άτομα: ένα σύνδρομο παρόμοιο με την λοιμώδη μονοπυρήνωση που χαρακτηρίζεται από πυρετό, κακουχία, μυαλγίες, αρθραλγίες και σπληνομεγαλία. Η φαρυγγίτιδα και η τραχηλική λεμφαδενοπάθεια καθώς και τα ετερόφιλα αντισώματα, χαρακτηριστικά της λοιμώδους μονοπυρήνωσης απουσιάζουν, σε αντίθεση με το κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα που μπορεί να εμφανιστεί κυρίως στα άτομα που τους έχει χορηγηθεί αμπικιλλίνη για θεραπεία. Η διάρκεια της νόσου είναι περίπου 7-8 εβδομάδες, ενώ κατά την διάρκεια της πορείας μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές όπως, εγκεφαλίτιδα, σοβαρή ηπατίτιδα, σύνδρομο Guillain-Barré, περικαρδίτιδα και μυοκαρδίτιδα.
Νόσος σε ανοσοκατασταλμένα άτομα: ασθενείς που έχουν υποστεί μεταμόσχευση ιστού ή μυελού των οστών με ξένο μόσχευμα και οι ασθενείς με AIDS και σημαντική ανοσοκαταστολή εμφανίζουν σοβαρές επιπλοκές της λοίμωξης. Ο CMV στα άτομα αυτά μπορεί να προσβάλλει τον αμφιβληστροειδή, το γαστρεντερικό σωλήνα και το ήπαρ, τον πνεύμονα και το νευρικό σύστημα.
Η πνευμονία από CMV εμφανίζεται με μη ειδικά συμπτώματα όπως πυρετός, δύσπνοια και βήχας. Προσβολή του ανώτερου αναπνευστικού, σε αντίθεση με άλλους ιούς, δεν συμβαίνει. Τα ακτινολογικά ευρήματα επίσης δεν είναι ειδικά. Επιπρόσθετα, η απλή ακτινογραφία θώρακα είναι συχνά φυσιολογική. H διάγνωση της CMV πνευμονίας γίνεται με την ανεύρεση των χαρακτηριστικών ("owl eye"- "σαν μάτι κουκουβάγιας") ενδοπυρηνικών εγκλείστων σε πνευμονικό ιστό που συνήθως λαμβάνεται με διαβρογχική βιοψία.
Η CMV αμφιβληστροειδίτιδα εμφανίζεται πρωταρχικά σε ασθενείς με AIDS και σημαντική ανοσοκαταστολή (CD4<50/mcL), ενώ για τη διάγνωσή της απαιτείται οφθαλμολογική απόδειξη της νεοαγγείωσης και των υπερπλαστικών βλαβών (αμφιβληστροειδοπάθεια “pizza-pie”). Η αντιρετροϊκή αγωγή έχει περιορίσει σημαντικά την συχνότητα της αμφιβληστροειδοπάθειας και η ενεργός νόσος μπορεί να είναι αναστρέψιμη.
Η γαστρεντερική και ηπατοχολική CMV νόσος είναι συχνή σε ασθενείς με AIDS, μετά από μεταμόσχευση, χημειοθεραπεία ή θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Η οισοφαγίτιδα παρουσιάζεται με οδυνοφαγία. Η νόσος του λεπτού εντέρου μπορεί να μιμηθεί τη φλεγμονώδη νόσο του εντέρου ή μπορεί να παρουσιαστεί ως εξέλκωση ή διάτρηση. Η νόσος του παχέος εντέρου προκαλεί διάρροια, αιμορραγία, κοιλιακό άλγος, πυρετό και απώλεια βάρους. Η διάγνωση τίθεται με βιοψία του βλεννογόνου, στην οποία ανευρίσκονται τα χαρακτηριστικά για τον CMV έγκλειστα.
Η CMV νόσος του νευρικού συστήματος: πολυριζίτιδα, εγκάρσια μυελίτιδα και εγκεφαλίτιδα αποτελούν τις πιο συχνές νευρολογικές επιπλοκές σε προχωρημένη CMV λοίμωξη.
Διάγνωση της λοίμωξης:
Στα ανοσοεπαρκή άτομα η διάγνωση γίνεται βάσει της χαρακτηριστικής αιματολογικής εικόνας. Η οξεία μονοπυρήνωση αρχικά εμφανίζεται με λευκοπενία και μέσα σε μία εβδομάδα, ακολουθείται από απόλυτη λεμφοκυττάρωση με την παρουσία άτυπων λεμφοκυττάρων. Η αύξηση των ηπατικών τρανσαμινασών είναι συχνή τις πρώτες δύο εβδομάδες της νόσου (συνήθως 2 εβδομάδες μετά τον πυρετό). Η ανίχνευση των ειδικών IgM αντισωμάτων ή ο τετραπλασιασμός των συγκεκριμένων επιπέδων IgG αντισωμάτων σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις βοηθάει στην διάγνωση της οξείας λοίμωξης.
Στα ανοσοκατασταλμένα άτομα η ανίχνευση του αντιγόνου pp65 στο αίμα και η μέτρηση του CMV ιικού φορτίου με τη μέθοδο PCR χρησιμοποιούνται ολοένα και συχνότερα σε μεταμοσχευμένους ασθενείς. PCR ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τη διάγνωση της λοίμωξης του ΚΝΣ, ενώ σε HIV οροθετικούς ασθενείς, οι αρνητικές ανοσολογικές εξετάσεις για τον CMV συχνά δυσκολεύουν την διάγνωση.
Θεραπεία:
Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα διαθέσιμο εμβόλιο για το ιό. Η ειδική αντιρετροϊκή αγωγή είναι αποτελεσματική στην πρόληψη των λοιμώξεων από CMV σε HIV οροθετικούς ασθενείς. Θεραπεία της λοίμωξης γίνεται μόνο σε απειλητικές επιπλοκές ανοσοκατασταλμένων ασθενών, όπως η αμφιβληστροειδίτιδα με ενδοφλέβια αγωγή με γκανσικλοβίρη (Ganciclovir - Cymevene®). Σε έγκυες γυναίκες με πρωτογενή λοίμωξη από CMV, η παθητική ανοσοποίηση με υπεράνοσο σφαιρίνη πιθανά να είναι αποτελεσματική στην θεραπεία και την πρόληψη της μόλυνσης του εμβρύου.