Το κοινό κρυολόγημα (Common cold), γνωστό και ως λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού ή οξεία ρινοφαρυγγίτιδα είναι μία οξεία, εξαιρετικά μεταδοτική αυτοιάσιμη, ιογενής λοίμωξη του ανωτέρου αναπνευστικού συστήματος με τυπικά συμπτώματα την ήπια κεφαλαλγία, τη ρινόρροια και τη ρινική συμφόρηση που συνήθως συνοδεύονται από πονόλαιμο, βήχα και γενική κακοδιαθεσία.
Τα κρυολογήματα αποτελούν μια από τις συνηθέστερες αιτίες επίσκεψης στον ιατρό και μολονότι πρόκειται για ελαφριά νοσήματα, η υψηλή επίπτωσή τους και η μεταδοτικότητά τους τα κατατάσσει στις συνηθέστερες αιτίες απουσίας από το σχολείο ή την εργασία. Η συχνότητά τους κυμαίνεται με την ηλικία και είναι ιδιαίτερα συχνά στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 6 ετών.
Οι ρινοϊοί είναι υπεύθυνοι για τουλάχιστον το 50% των κρυολογημάτων στους ενήλικες. Οι κοροναϊοί και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) ευθύνονται ο καθένας για περίπου 10% και κάθε άλλη ομάδα ιών προκαλεί λιγότερο από το 5% των κρυολογημάτων.
Οι ενήλικες είναι επιρρεπείς στον RSV και στον ιό της παραϊνφλουέντζας αλλά η νόσος στους ενήλικους είναι συνήθως ένα κρυολόγημα παρά η βαρύτερη προσβολή που παρατηρείται στα βρέφη.
Επιδημιολογία
Τα βρέφη μικρότερα του 1 έτους παρουσιάζουν κατά μέσο όρο 7 κρυολογήματα ετησίως, εκείνα ηλικίας μεταξύ 1 και 5 ετών είχαν 7 - 8, κρυολογήματα κατ’ έτος και οι έφηβοι κατά μέσο όρο 4 κρυολογήματα ετησίως. Ο αριθμός των κρυολογημάτων στους ενήλικους μπορεί να αυξηθεί για αρκετά χρόνια εξαιτίας της έκθεσής τους σε νέα παιδιά, τα οποία συχνά εισάγουν νέους ιούς στις οικογένειές τους.
Στα εύκρατα κλίματα τα κρυολογήματα είναι επιδημικά κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών. Η επιδημία ξεκινά με μία οξεία αύξηση της συχνότητας των περιστατικών το Σεπτέμβριο αφότου τα παιδιά επιστρέψουν στο σχολείο. Η εμφάνιση παραμένει σε ένα σχεδόν σταθερό επίπεδο έως την άνοιξη. Παρότι οι λοιμώξεις με ρινοϊούς συμβαίνουν σε όλο το χρόνο, η επιδημία ξεκινά από μία απότομη αύξηση των λοιμώξεων με ρινοϊούς νωρίς το φθινόπωρο. Οι ιοί της παραϊνφλουέντζας κορυφώνονται κατά τον Οκτώβριο και Νοέμβριο, ακολουθούμενοι από τον RSV και τους κοροναϊούς κατά τους χειμερινούς μήνες. Οι ιοί της γρίπης εμφανίζονται αργότερα στο χειμώνα. Έπειτα, οι ρινοϊοί επανεμφανίζονται την άνοιξη. Τα καλοκαιρινά κρυολογήματα προκαλούνται συνήθως από ρινοϊό, ή κάποιον από τους εντεροϊούς.
Η μετάδοση των ιών που προκαλούν τα κρυολογήματα μπορεί να συμβεί με έναν ή περισσότερους από τρεις μηχανισμούς: (1) με αερολύματα μικρών σωματιδίων (διαμέτρου <5 μm) στα οποία ο ιός μπορεί να είναι αιωρημένος στον αέρα για μία ώρα και να μολύνει μέσω εισπνοής. (2) αερομεταφερόμενα σταγονίδια μεγάλων σωματιδίων (διαμέτρου >10 μm) τα οποία διανύουν αποστάσεις μικρότερες του 1 m και μολύνουν αποτιθέμενα σε μία βλεννογόνο επιφάνεια, όπως ο επιπεφυκότας, ή ο ρινικός βλεννογόνος και (3) μεταφορά του ιού στις εκκρίσεις ενός ατόμου με κρυολόγημα, μέσω επαφής με τα χέρια, ή μολυσμένες περιβαλλοντικές επιφάνειες στα δάκτυλα μη μολυσμένων ατόμων, τα οποία τότε ενοφθαλμίζουν τον ιό στον δικό τους επιπεφυκότα ή ρινικό βλεννογόνο.
Κλινική εικόνα:
Τα σημεία και τα συμπτώματα είναι διαφορετικά και συχνά ποικίλουν μεταξύ των ασθενών. Στους ενήλικους, η ρινόρροια, η ρινική απόφραξη και ο πονόλαιμος αποτελούν τα πρωτεύοντα συμπτώματα. Η ρινόρροια εμφανίζεται πρώιμα στην έναρξη της νόσου και μπορεί να είναι λευκή ή κιτρινοπράσινη και συνήθως συνοδεύεται από κακουχία, μη παραγωγικό βήχα, φτέρνισμα, ένρινο προφορικό λόγο και βράχνιασμα.
Ορισμένες φορές τα αντικειμενικά φυσικά ευρήματα σε έναν ενήλικα με κρυολόγημα είναι συνήθως ελάχιστα. Ο ρινικός βλεννογόνος μπορεί να παρουσιάζει ερυθρότητα αλλά όχι σε βαθμό διαφορετικό του φυσιολογικού. Μπορεί να σημειωθεί ήπιο ερύθημα του φάρυγγα και ερυθρότητα γύρω από τα ρουθούνια. Ο πυρετός (θερμοκρασία <38° C) είναι συχνότερος στα βρέφη και τα μικρά παιδιά ιδιαίτερα κατά τις πρώτες 2 έως 3 ημέρες και ασυνήθης στους ενήλικες με κρυολόγημα και στα παιδιά μπορεί να συνοδεύεται από μέτρια διόγκωση των πρόσθιων τραχηλικών λεμφαδένων.
Η παρουσία πυρετού υποδηλώνει γρίπη ή βακτηριακή επιπλοκή του κρυολογήματος. Τα συμπτώματα του κρυολογήματος αποδράμουν γενικώς εντός 5 έως 7 ημερών, ενώ η συνήθης διάρκεια των συμπτωμάτων του κρυολογήματος στα παιδιά είναι 10 έως 14 ημέρες.
Διάγνωση:
Η αυτοδιάγνωση ενός κρυολογήματος είναι συνήθως ακριβής. Οι εργαστηριακές εξετάσεις, περιλαμβανομένου και του αριθμού λευκών αιμοσφαιρίων και της διαφορικής μέτρησης των επιμέρους τύπων δε βοηθούν. Η διαφοροδιάγνωση ενός κρυολογήματος περιλαμβάνει την παρουσία ξένου σώματος στη μύτη ενός παιδιού και την αλλεργική ή αγγειοκινητική ρινίτιδα σε ενήλικους και παιδιά. Η εξέταση της μύτης πρέπει να αποκλείσει την παρουσία ξένου αντικειμένου. Η χρονικότητα των συμπτωμάτων με αλλεργική ή αγγειοκινητική ρινίτιδα πρέπει να διαφοροποιεί αυτές τις παθήσεις από ένα οξύ κρυολόγημα.
Η κλινική διαφοροποίηση μεταξύ της πρωτοπαθούς ιογενούς και της δευτεροπαθούς βακτηριακής λοίμωξης της αναπνευστικής οδού αποτελεί πρόκληση διότι οι αναπνευστικοί ιοί μπορεί να προσβάλλουν το μέσο αυτί ή τους παραρινικούς κόλπους απουσία βακτηριακής λοίμωξης. Η ακτινογραφία των παραρινικών κόλπων ενδέχεται να δείξει ανωμαλίες σε έναν ή περισσότερους κόλπους έως και στο 87% των νεαρών ενηλίκων κατά τη διάρκεια μη επιπλεγμένων κρυολογημάτων χωρίς βακτηριακή λοίμωξη. Αυτές οι ανωμαλίες αποδράμουν ή βελτιώνονται σημαντικά στο 80% περίπου των περιστατικών.
Πρόληψη:
Τα εμβόλια για την πρόληψη του κοινού κρυολογήματος είναι απίθανο να προσφέρουν κάποια βοήθεια δεδομένης της πολλαπλότητας των ανοσοτύπων ορισμένων από τους ιούς και της απουσίας συμπαγούς ανοσίας στην επαναμόλυνση με άλλους ιούς.
Το μόνο πρακτικό μέτρο πρόληψης του κρυολογήματος είναι η αποτροπή της προσέγγισης των ρινικών ή επιπεφυκιδικών βλεννογόνων από τον ιό από το ίδιο το άτομο. Εάν η μετάδοση συμβαίνει με εισπνοή αερομεταφερόμενων μικρών σωματιδίων τότε είναι αναπόφευκτη για εκείνους που απολαμβάνουν την επαφή με άλλους ανθρώπους. Εντούτοις, εάν η μετάδοση συμβαίνει μέσω αυτοενοφθαλμισμού μέσω μολυσμένων από τον ιό δακτύλων, το απλούστερο μέτρο εξάλειψης βιώσιμων ιικών σωματιδίων είναι το πλύσιμο των χεριών πριν αγγίξουν τα μάτια ή τη μύτη. Ο ιός μπορεί να απομακρυνθεί μηχανικά πλένοντας τα χέρια. Η εφαρμογή αλκοολούχων διαλυμάτων στα χέρια μπορεί να είναι μία άλλη προσέγγιση.
Θεραπεία:
Τα υποκειμενικά συμπτώματα ενός κρυολογήματος εξαφανίζονται σε 7 μέρες χωρίς παρέμβαση. Δεδομένης της αυτοιάσιμης φύσης των κρυολογημάτων, οποιαδήποτε θεραπεία πρέπει να είναι απολύτως ασφαλής.
Τα αντιβιοτικά δεν έχουν θέση στη θεραπεία των μη επιπλεγμένων κρυολογημάτων διότι δεν μπορούν ούτε να επισπεύσουν την ανάρρωση από το κρυολόγημα, αλλά ούτε και να μειώσουν τη συχνότητα βακτηριακών επιπλοκών και επιπλέον συμβάλουν στην αύξηση της αντίστασης κοινών παθογόνων της κοινότητας, όπως ο στρεπτόκκοκος της πνευμονίας, στα αντιβιοτικά με σοβαρή επίπτωση στην δημόσια υγεία. |
Σε κλινικές μελέτες η χρήση βιταμίνης C, ψευδαργύρου, τσουκνίδας και άλλων εναλλακτικών φαρμάκων δεν έχουν δείξει σταθερό όφελος στην θεραπεία του κρυολογήματος.
Διαθέσιμοι αντιικοί παράγοντες με εξαίρεση εκείνων που προκαλούνται από τον ιό της γρίπης, για την αντιμετώπιση των κρυολογημάτων δεν υπάρχουν επί του παρόντος.
Η θεραπεία παραμένει εντελώς συμπτωματική με χρήση αποσυμφορητικών και μη στεροειδών αντιφλεφμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ). Η κακουχία μπορεί να βελτιωθεί με αναλγητικά και ΜΣΑΦ (πχ παρακεταμόλη, ιβουπροφένη κ.α). Η ρινική απόφραξη μπορεί να ανακουφισθεί λαμβάνοντας αποσυμφορητικά από το στόμα (ψευδοεφεδρίνη 60 mg τρεις φορές ημερησίως) ή με τοπική εφαρμογή (οξυμεταζολίνη 0.05%, δύο εκνεφώσεις σε κάθε ρουθούνι δύο φορές την ημέρα). Ο συνδυασμός αντιισταμινικών και ψευδοεφεδρίνης σε δισκία από το στόμα μπορούν να προσφέρουν μέτρια ανακούφιση από τα φταρνίσματα και τη ρινόρροια των κρυολογημάτων.
Τα ιογενή κρυολογήματα μπορεί να επιπλακούν από βακτηριακή λοίμωξη. Το 5% παιδιών προσχολικής ηλικίας με κρυολόγημα, εμφανίζει πυώδη μέση ωτίτιδα με την χαρακτηριστική εμφάνιση πόνου στα αυτιά. Η βακτηριακή ρινοκολπίτιδα (ιγμορίτιδα) εκτιμάται να συμβαίνει στο 0,5% των κρυολογημάτων, κυρίως στους ενήλικους. Η ρινοκολπίτιδα υποδηλώνεται από την παρουσία πυρετού και πόνου στο πρόσωπο.
Η βακτηριακή πνευμονία είναι μία σπάνια επιπλοκή. Μία σημαντική και συχνή επιπλοκή των ιογενών κρυολογημάτων στους ενήλικες και στα παιδιά με υποκείμενη αντιδραστική νόσο των αεραγωγών ή άσθμα είναι η έξαρση της νόσου αφού το 50% των εξάρσεων άσθματος στα παιδιά και έως και το 20% των εξάρσεων άσθματος στους ενήλικους συνδέονται με κάποιον ταυτοποιημένο ιό.
Πηγή:
- Common Cold (Upper Respiratory Infection) - The Merck Manual Online.
- Cecil Medicine - 23rd Edition