Ο υποθυρεοειδισμός είναι ένα κλινικό και βιοχημικό σύνδρομο που προκύπτει από την έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των μεταβολικών διεργασιών.
Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια συχνή νόσος που επηρεάζει πάνω από το 1% του γενικού πληθυσμού και περίπου το 5% των ατόμων ηλικίας άνω των 60 ετών.
Ο βαθμός σοβαρότητας του υποθυρεοειδισμού κυμαίνεται από τον ήπιο υποκλινικό υποθυρεοειδισμό μέχρι το εντυπωσιακό μυξοίδημα όπου η κατακράτηση υγρών είναι αποτέλεσμα της διάμεσης συσσώρευσης των υδρόφιλων βλεννοπολυσακχαριτών που οδηγούν σε λεμφοίδημα.
Τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες με υποθυρεοειδισμό κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης εμφανίζουν δείκτη νοημοσύνης (IQ) κατά μέσο όρο 7 μονάδες χαμηλότερο από εκείνο των παιδιών που γεννιούνται από ευθυρεοειδικές μητέρες.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή χειρουργική εκτομή του θυρεοειδούς αδένα ή σε ανεπάρκεια έκκρισης της TSH από την υπόφυση (υποϋποφυσισμός).
Παροδικός υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται και στην υποξεία, ιογενή θυρεοειδίτιδα (de Quervain) μετά την αρχική φάση του υπερθυρεοειδισμού. Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto αποτελεί την πιο συχνή αιτία υποθυρεοειδισμού.
Η βρογχοκήλη είναι συνήθως απούσα όταν ο υποθυρεοειδισμός οφείλεται στην καταστροφή του αδένα με χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία (στο κεφάλι, το λαιμό, το στήθος, και η περιοχή του ώμου) ή λήψη ιωδίου 131. Η χημειοθεραπεία μπορεί επίσης να μειώσει τη λειτουργία του θυρεοειδούς, προκαλώντας υποθυρεοειδισμό. Το sunitinib - ένας αναστολέας πολλαπλών υποδοχέων τυροσινικών κινασών (RTKs) που εμπλέκονται στην αύξηση του όγκου, τη νεοαγγειογένεση και τη μεταστατική εξέλιξη του καρκίνου - προκαλεί παροδικό πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό στο 50% περίπου των ασθενών που το έλαβαν.
Βασικά διαγνωστικά στοιχεία υποθυρεοειδισμού |
|
Αίτια υποθυρεοειδισμού:
Πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός (με υψηλή TSH - οφειλόμενος σε νόσο του θυρεοειδή)
Με βρογχοκήλη:
- Θυρεοειδίτιδα Hashimoto (υπερτροφική μορφή).
- Διαταραχές βιοσύνθεσης θυρεοειδικών ορμονών:
- Βαριά ιωδιοπενία.
- Αντιθυρεοειδικά φάρμακα (θειοναμίδες).
- Φυσικά βρογχοκηλογόνα (λάχανο, σόγια) ή φαρμακευτικά (λίθιο, φαινυλβουταζόνη, σουλφοναμίδες, αμιωδαρόνη, ιντερφερόνη-α, ιντερφερόνη-β, ιντερλευκίνη-2).
- Θυρεοειδίτιδες (συνήθως υποξεία, σε ποσοστό 10%).
Χωρίς βρογχοκήλη:
- Θυρεοειδίτιδα Hashimoto (ατροφική μορφή).
- Μετά από θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο (π. χ για νόσο Graves ή οζώδη βρογχοκήλη).
- Μετά από εξωτερική ακτινοβολία της περιοχής του τραχήλου (π. χ το ¼ των ασθενών με νόσο Hodgkin που υποβλήθηκαν σε ακτινοβολία ανέπτυξαν πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό).
- Μετά θυρεοειδεκτομή (π.χ για νόσο Graves ή οζώδη βρογχοκήλη).
- Αγενεσία ή υποπλασία του θυρεοειδή.
- Υπερβολική λήψη ιωδίου.
- Φλεγμονές ή άλλα αίτια.
Δευτεροπαθής υποθυρεοειδισμός (με χαμηλή TSH - οφειλόμενος σε νόσο της υπόφυσης)
- Πανϋποφυσιασμός.
- Μεμονωμένη ανεπάρκεια TSH.
Τριτοπαθής υποθυρεοειδισμός (με χαμηλή TSH - οφειλόμενος σε νόσο του υποθαλάμου)
- Βλάβες υποθαλάμου:
- Τραύμα.
- Εγχείρηση.
- Κοκκιωματώδεις βλάβες.
Η αμιωδαρόνη, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς της σε ιώδιο, προκαλεί κλινικά σημαντικό υποθυρεοειδισμό σε περίπου 20% των ασθενών που την λαμβάνουν. Ο υποθυρεοειδισμός εμφανίζεται πιο συχνά σε ασθενείς με προϋπάρχουσα αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα και σε ασθενείς με ικανοποιητική πρόσληψη ιωδίου. Τα επίπεδα της ορμόνης T4 είναι φυσιολογικά ή χαμηλά, και η TSH είναι αυξημένη, συνήθως πάνω από 20 ng/dL. Ένα άλλο 17% των ασθενών έχουν ηπιότερη αύξηση της TSH και είναι ασυμπτωματικοί. Η χαμηλή δόση αμιωδαρόνης είναι λιγότερο πιθανό να προκαλέσει υποθυρεοειδισμό. Οι ασθενείς με καρδιολογικά προβλήματα που λαμβάνουν αμιωδαρόνη και αναπτύσσουν συμπτωματικό υποθυρεοειδισμό θα πρέπει να λαμβάνουν θεραπεία με θυροξίνη για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του υποθυρεοειδισμού. Ο υποθυρεοειδισμός συνήθως υποχωρεί κατά τη διάρκεια αρκετών μηνών, μετά την διακοπή λήψης της αμιωδαρόνης.
Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί επίσης να αναπτυχθεί σε ασθενείς με υψηλή πρόσληψη ιωδίου από άλλες πηγές, ιδιαίτερα αν έχουν υποκείμενη λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα. Η ηπατίτιδα C σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας, με το 21% των προσβεβλημένων ασθενών να εμφανίζουν αντιθυρεοειδικά αντισώματα και το 13% υποθυρεοειδισμό. Ο κίνδυνος δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς είναι ακόμη μεγαλύτερος όταν οι ασθενείς έλαβαν θεραπεία με ιντερφερόνη. Η ιντερφερόνη, στο 6% των ασθενών που την έλαβαν, μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του θυρεοειδούς (συνήθως υποθυρεοειδισμό και πιο σπάνια υπερθυρεοειδισμό) που στο 50% των περιπτώσεων εξαλείφεται όταν διακοπεί η λήψη ιντερφερόνης.